Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

Ενημερωτικό βίντεο για την Τράπεζα Αίματος Ενορίας Καλλιμασιάς /ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ

Τρίτη, 30 Ιουλίου 2013

Ενημερωτικό βίντεο για την Τράπεζα Αίματος Ενορίας Καλλιμασιάς /ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ



Ενημερωτικό σποτ για την 15άχρονη (1998-2013) παρουσία και προσφορά της Τράπεζας Αίματος του Ιερού Ναού Κοιμήσεως Θεοτόκου Καλλιμασιάς Χίου (Τμήμα Αιμοδοσίας Ιδρύματος Πνευματικής και Κοινωνικής Διακονίας Καλλιμασιάς Χίου "Άγιος Αιμιλιανός ο Ομολογητής" της Ιεράς Μητροπόλεως Χίου).

Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

28 Ἰουλίου 2013 - Κυριακή Ε΄ Ματθαίου /ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ

28 Ἰουλίου 2013 - Κυριακή Ε΄ Ματθαίου /ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ
E-mail Εκτύπωση PDF
ApostolosΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
Ἀριθμός  26
Κυριακή Ε΄ Ματθαίου
28 Ἰουλίου 2013
(Ρωμ. ι΄1-10)
«ἐάν ὁμολογήσῃς ἐν τῷ στόματί σου Κ ύ ρ ι ο ν  Ἰ η σ ο ῦ ν,
καί πιστεύσῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου...σωθήσῃ»
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, γράφει πρός τούς χριστιανούς τῆς Ρώμης καί σέ κάθε χριστιανό κάθε ἐποχῆς, ὅτι ἄν ὁμολογήσεις μέ τό στόμα σου πώς ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Κύριος καί πιστέψεις μέ τήν καρδιά σου πώς ὁ Θεός Τόν ἀνέστησε ἀπό τούς νεκρούς, θά βρεῖς τή σωτηρία.
Καί ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀναρωτιέται: «Τί οὖν μακαριώτερον; Τί εὐδαιμονέστερον; Ἤ τί γλυκύτερον εἶναι παρά τό νά μελετᾶ κανείς τό ἔνδοξον, τό τερπνόν καί πολυπόθητον ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ; Ποία δέ ἔννοια καί ἐνθύμησις εἶναι χαριεστέρα καί Θειοτέρα ἀπό τῆς ἐννοίας καί ἐνθυμήσεως τοῦ σωτηρίου καί Θεοπρεποῦς φοβεροῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ;». Σ’ ὅλους μας δέ ὁ προφήτης Ἡσαΐας παραγγέλει: «βοᾶτε τό ὄνομα Αὐτοῦ, ἀναγγείλατε ἐν τοῖς ἔθνεσι τά ἔνδοξα Αὐτοῦ, μιμνήσκεσθε ὅτι ὑψώθη τό ὄνομα Αὐτοῦ». Ὁ Θεός πρέπει νά εἶναι  ἡ ἀναπνοή μας κατά τήν προτροπή τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «Τοῦ Θεοῦ ἡμῶν μνημονευτέον μᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον». Ἡ συνεχής ἐνθύμησις τοῦ Θεοῦ προηγεῖται καί τῆς ἀναπνοῆς μας.
Αὐτό μᾶς παραπέμπει στή νοερά προσευχή, στήν «Εὐχή» τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ προσευχή αὐτή, τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», χωρίζεται σέ δύο μέρη. Τό δογματικό καί τό ἱκετευτικό. Τό δογματικό μέρος περιλαμβάνει τίς τρεῖς πρῶτες λέξεις τῆς εὐχῆς «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», πού εἶναι ἀναγνώρισις τῆς Θεότητος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τό ἱκετευτικό μέρος περιλαμβάνει τίς ἄλλες δύο λέξεις, «ἐλέησόν με», πού εἶναι ἡ παράκλησις καί ἡ ἱκεσία γιά τή σωτηρία μας. Δηλαδή, ἡ ὁμολογία πίστεως στό Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό, συνδέεται ταυτόχρονα μέ τήν ὁμολογία τῆς ἁμαρτωλότητός μας καί ὡς ἐκ τούτου τῆς ἀδυναμίας μας νά σωθοῦμε μόνοι μας. Μᾶς σώζει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ μέσα στήν Ἐκκλησία Του  καί μέ τήν τακτική συμμετοχή μας στά Ἱερά Μυστήρια καί μάλιστα τῆς Ἐξομολογήσεως καί τῆς Θ. Εὐχαριστίας. Γι’αὐτό θέλουμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό τό φωνάζουμε. Γι’αὐτό τό παρακαλοῦμε. Ὄχι μόνον γιά μᾶς προσωπικά ἀλλά καί γιά τό σύντροφό μας, γιά τά παιδιά μας, γιά τά ἐγγόνια μας, γιά τίς νύφες μας, γιά τούς γαμπρούς μας, γιά τά ἀδέλφια μας, γιά τούς συγγενεῖς μας, γιά τούς φίλους μας, γιά τούς ἐχθρούς τῆς πίστεως, ἀλλά καί γιά τούς ἀλλοδόξους καί ἑτεροδόξους, ἀκόμα καί γιά τούς ἑτεροθρήσκους. Γιά ὅλο τόν κόσμο. Ὅλοι νά σωθοῦν. Ὅλοι νά δοῦν τό φῶς τῆς Ὀρθοδοξίας. Τήν ἀλήθεια, τή μόνη ἀσφαλῆ ὁδό πού ὁδηγεῖ στή σωτηρία. Ἀκριβῶς πάνω σ’αὐτά τά δύο σημεῖα, ταυτίζεται καί ὅλος ὁ ἀγώνας μας γιά σωτηρία. Πρῶτα στήν πίστη μας πρός τόν Θεόν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος, πού γεννήθηκε ἀπό τήν Παναγία ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί δεύτερον στήν συναίσθηση ὅτι εἴμεθα ἁμαρτωλοί.
Μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή καί τήν μνήμη του Ἰησοῦ γεννιέται ἡ ἀγάπη πρός Αὐτόν. Τό βεβαιώνει καί ὁ Μέγας Βασίλειος λέγοντας ὅτι «πρέπει νά φυλάξουμε μέ μεγάλη προσοχή τήν καρδιά μας ὥστε νά μήν χάσουμε ποτέ τήν ἔννοια τοῦ Θεοῦ καί νά μήν μολύνουμε μέ μάταιες φαντασίες τή μνήμη τῶν θαυμαστῶν ἔργων Του, ἀλλά νά ἔχουμε παντοῦ τήν Ἁγία ἔννοια τοῦ Θεοῦ τυπωμένη μέσα στίς ψυχές μας ὡς ἀνεξάλειπτη σφραγίδα μέ τή συνεχῆ καί καθαρή μνήμη. Διότι ἔτσι ἔρχεται μέσα μας ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό πού μᾶς παρακινεῖ νά ἐφαρμόσουμε τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου».
Τί εἶναι λοιπόν πιό μακάριο; Τί εἶναι πιό εὐτυχισμένο; Ἤ τί εἶναι πιό γλυκό ἀπό τό νά μελετᾶ κανείς πάντοτε τό Ἔνδοξο, Τερπνό καί Πολυπόθητο ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ διά μέσου τοῦ ὁποίου ὅ, τι καί ἄν ζητήσει κανείς ἀπό τόν Πατέρα καί ἀπό αὐτόν τόν Ἴδιον τό ἀπολαμβάνει ὁπωσδήποτε; «ὅ, τι ζητήσετε ἀπό τόν Πατέρα στό Ὄνομά Μου θά σᾶς τό δώσει», καί πάλι, «ὅ, τι ζητήσετε στό Ὄνομά Μου θά τό κάνω, γιά νά δοξαστεῖ ὁ Πατέρας μέσῳ τοῦ Υἱοῦ». Καί στό Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, φωνάζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, κάμπτουν ἀλλά καί θά κάμψουν τά γόνατα τά ἐπουράνια, τά ἐπίγεια καί τά ὑπόγεια.
Ὀ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης λέγει ὅτι ἡ εὐχή τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ γίνεται ὄχι μόνο ἀπό τούς μοναχούς ἀλλά πρέπει νά γίνεται καί ἀπό τούς κοσμικούς, παρόλο πού εἶναι μέσα στόν κόσμο, καί ἔτσι κάποιοι ἰσχυρίζονται ὅτι δέν εἶναι ἐφικτό αὐτό προβάλλοντας γιά παράδειγμα τή δικαιολογία ὅτι ἔχουν οἰκογένεια, φροντίδες, βιωτικές μέριμνες, ὁπότε δέν μποροῦν νά κάνουν συνεχῆ προσευχή ἤ κάποιος ὁ ὁποῖος δέν ἔχει γευτεῖ ποτέ μιά ἐσωτερική πνευματική κατάσταση, ἕνα σκίρτημα, ἕνα δάκρυ νά χύσει στό μάτι του, ἔχει μάθει μόνο τά τετριμμένα νά λέει, ὅπως ἕνα «Πάτερ ἡμῶν», θεωρεῖ ὅτι αὐτά δέν γίνονται γιά τούς λαϊκούς - ὅμως εἶναι λάθος.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος δίνει ἐντολή σέ ὅλους γενικά τούς χριστιανούς, χωρίς καμμία ἐξαίρεση, νά προσεύχονται ἀδιάκοπα: «ἀδιάλειπτα νά προσεύχεσθε» καί αὐτό τό ἀδιάλειπτο κατορθώνεται κυρίως μέσῳ τῆς καρδιακῆς προσευχῆς, πού μπορεῖ νά ἐνεργεῖται πάντοτε καί παντοῦ καί σέ ὅλα τά ἔργα κατά τόν Μ. Βασίλειο καί τόν ἱερό Χρυσόστομο. Καί ὁ λαμπρός φωστήρας τῆς Θεσσαλονίκης Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὄχι μόνο σέ πολλές ὁμιλίες του παρακινεῖ ὅλους τούς χριστιανούς νά προσεύχωνται νοερά στήν καρδιά τους, ἀλλά καί ἀποκαλύπτει ὅλα τά μυστήρια τῆς ἱερᾶς αὐτῆς προσευχῆς.
Ἀδελφοί μου! Ὁ Χριστός νά βρίσκεται μέσα στήν ζωή μας. Στήν οἰκογένειά μας, στήν ἐργασία μας, ἀκόμα καί στἠ ψυχαγωγία μας. Ὁδηγός ὅλης τῆς ζωῆς μας νά εἶναι ὁ Χριστός. ΑΜΗΝ!

Τρίτη 16 Ιουλίου 2013

Ἡ ἀργία τῆς Κυριακῆς. Τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Χίου, Ψαρῶν καί Οἰνουσσῶν κ. Μάρκου. ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ

Ἡ ἀργία τῆς Κυριακῆς. Τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Χίου, Ψαρῶν καί Οἰνουσσῶν κ. Μάρκου. ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ
E-mail Εκτύπωση PDF
Ἡ Ἐκκλησία εἰς τό πλαί­σι­ον τῆς ποι­μα­ντι­κῆς με­ρί­μνης Της δι­' ὅ­λον τόν πι­στόν Λα­όν, πα­ρα­κο­λου­θεῖ μέ ἰ­δι­αί­τε­ρον ἐν­δι­α­φέ­ρον καί βα­θύ­τα­τον αἴ­σθη­μα εὐ­θύ­νης καί τά ζη­τή­μα­τα τά ὁ­ποῖ­α κα­θη­με­ρι­νῶς ἀ­ντι­με­τω­πί­ζει τό εὐ­λα­βές ποί­μνι­όν Της. Εἰς τά ζη­τή­μα­τα αὐ­τά πρω­ταρ­χι­κήν θέ­σιν κα­τέ­χει ἐ­κεῖ­νο τῆς ἐρ­γα­σί­ας, κα­θ' ὅ­σον εἶ­ναι συν­δε­δε­μέ­νον, κα­τά τρό­πον ἄ­με­σον, μέ τό δι­καί­ω­μα τῆς δη­μι­ουρ­γι­κό­τη­τος, ἀλ­λά καί τοῦ βι­ο­πο­ρι­σμοῦ τῶν πο­λι­τῶν. Ἡ εὐ­αι­σθη­σί­α τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας εἰς τόν το­μέα αὐ­τόν στη­ρί­ζε­ται εἰς τό θε­ό­πνευ­στον βι­βλί­ον τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς, κα­τά τήν ὁ­ποί­αν ὁ Κύ­ρι­ος καί Θε­ός ἔ­δω­σεν εἰς τόν ἄν­θρω­πον τήν ἐν­το­λήν τοῦ ἐρ­γά­ζε­σθαι καί συγ­χρό­νως κα­τω­χύ­ρω­σεν τά ἐκ τῆς ἐρ­γα­σί­ας δι­και­ώ­μα­τά του : «εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδέ ἐσθιέτω» (Β´ Θεσσαλ., γ´ 10).
Ὡς ἐκ τού­του δι­ά τήν ἀ­νά­παυ­σιν τῶν ἐρ­γα­ζο­μέ­νων ἐκ τῶν κό­πων των, ἀλ­λά καί δι­ά τήν ἐ­λευ­θέ­ραν ἄ­σκη­σιν τῶν θρη­σκευ­τι­κῶν κα­θη­κό­ντων των κα­θι­ε­ρώ­θη ἀ­πό τόν Μάρ­τι­ον τοῦ 321 μ.Χ. ὑ­πό τοῦ Αὐ­το­κρά­το­ρος καί Ἁ­γί­ου τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας Κων­σταν­τί­νου τοῦ Με­γά­λου ἡ ἡ­μέ­ρα τῆς Κυ­ρι­α­κῆς, ὡς ἡ­μέ­ρα ἀρ­γί­ας (Αἰκ. Χρι­στο­φι­λο­πού­λου, Βυ­ζαν­τι­νή Ἱ­στο­ρί­α, τό­μος Α´, σελ. 135). Ἡ κα­θι­έ­ρω­σις αὐ­τή ἐ­ξυ­πη­ρε­τεῖ τούς ὡς κάτωθι σκο­πούς :
–        Συ­νι­στᾶ τή­ρη­σιν τῆς ἐ­ντο­λῆς τοῦ Θε­οῦ δι­ά τήν ἀ­φι­έ­ρω­σιν μι­ᾶς ἡ­μέ­ρας τῆς ἑ­βδο­μά­δος ἀ­πο­κλει­στι­κῶς εἰς τόν Θε­όν: «ἕξ ἡ­μέ­ρας ἐρ­γᾷ καί ποι­ή­σῃς πά­ντα τά ἔρ­γα σου, τῇ δέ ἡ­μέ­ρᾳ τῇ ἑ­βδό­μῃ σάβ­βα­τα Κυ­ρί­ῳ τῷ Θε­ῷ σου» (Ἐξόδου κ´ 10). Δι­ά τόν Χρι­στι­α­νι­κόν κό­σμον ὡς ἡ­μέ­ρα ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη εἰς τόν Θε­όν ὡ­ρί­σθη «ἡ μί­α τῶν Σαβ­βά­των», ἡ ἡ­μέ­ρα τοῦ Κυ­ρί­ου, ἡ Κυ­ρι­α­κή ἡ­μέ­ρα.
–        Ἀ­πο­τε­λεῖ κε­κτη­μέ­νον δι­κα­ί­ω­μα τῶν ἐρ­γα­ζο­μέ­νων, τό ὁ­ποῖ­ον κα­τε­κτή­θη μέ μα­κρο­χρο­νί­ους ἀ­γῶ­νας διά τήν βελ­τί­ω­σιν τῆς ποι­ό­τη­τος τῆς ζω­ῆς των.
–        Δί­δει τήν εὐ­και­ρί­αν ἐ­νι­σχύ­σε­ως τῆς συ­νο­χῆς τῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας. Τά μέ­λη τῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας ἔ­χουν τήν δυ­να­τό­τη­τα δι­ά πε­ρισ­σο­τέ­ραν ἐ­πι­κοι­νω­νί­αν εἴ­τε κα­τά τήν δι­άρ­κει­αν τοῦ Κυ­ρι­α­κά­τι­κου γεύ­μα­τος, εἴ­τε κα­τά τάς δι­α­φό­ρους οἰ­κο­γε­νει­α­κάς ἐκ­δη­λώ­σεις, τάς ὁ­ποί­ας πρα­γμα­το­ποι­οῦν κα­τά τήν ἡ­μέ­ραν αὐ­τήν.
Συμ­φώ­νως πρός τά προ­α­να­φερ­θέ­ντα, ἰ­σχύ­ει σή­με­ρον καί εἰς τήν Χώ­ραν μας ἡ ἀρ­γί­α τῆς Κυ­ρι­α­κῆς δι' ὅ­λον τόν ἐρ­γα­ζό­με­νον κό­σμον.
Ἡ κα­τά τήν ἡ­μέ­ραν τῆς Κυ­ρι­α­κῆς ἑ­βδο­μα­δι­α­ί­α ἀ­νά­παυ­σις τῶν ἐρ­γα­ζο­μέ­νων κα­θι­ε­ρώ­θη νο­μο­θε­τι­κῶς πα­λαι­ό­θεν, καί μά­λι­στα ἀ­πό τοῦ ἔ­τους 1909, δι­ά τοῦ νό­μου ΓΥ­ΝΕ/1909. Με­τα­γε­νε­στέ­ρως κα­τω­χυ­ρώ­θη καί ὑ­πό τῆς Δι­ε­θνοῦς Συμ­βά­σε­ως τῆς Γε­νε­ύ­ης, ἡ ὁ­ποία ἐ­κυ­ρώ­θη εἰς τήν Ἑλ­λά­δα δι­ά τοῦ Ν. 2990/1922. Ἡ ἐν λό­γῳ Διε­θνής Σύμ­βα­σις ἔ­χει σή­με­ρον ἰ­σχύν νο­μο­θε­τι­κήν, βά­σει τοῦ ἄρ­θρου 28 τοῦ Συ­ντά­γμα­τος, καί ὡς ἐκ το­ύ­του φρο­νοῦ­μεν ὅ­τι δέν εἶ­ναι δυ­να­τή οὐ­δέ ἡ δι­ά νό­μου κα­τάρ­γη­σίς της.
Ἐ­πί­σης, ἄν καί ἡ Κυ­ρι­α­κή ἀρ­γί­α ἐ­θε­ω­ρή­θη ἀρ­χι­κῶς ὡς ἀρ­γί­α διά λό­γους ἀ­φο­ρῶ­ντας εἰς τήν ἑ­βδο­μα­δι­α­ί­αν σω­μα­τι­κήν ἀ­νά­παυ­σιν τοῦ ἐρ­γα­ζο­μέ­νου, δέν εἶ­ναι ἐ­ντο­ύ­τοις ἐ­κτός πραγ­μα­τι­κό­τη­τος καί ἡ ἄ­πο­ψις κα­τά τήν ὁ­πο­ί­αν, εἰς μί­αν Χώ­ραν κα­τοι­κου­μέ­νην κα­τά τήν συ­ντρι­πτι­κήν πλει­ο­νό­τη­τα τῶν κα­το­ί­κων της ἀ­πό Χρι­στι­α­νο­ύς Ὀρ­θο­δό­ξους (ἄρ­θρον 3 τοῦ Συ­ντάγ­μα­τος), ἡ Κυ­ρι­α­κή ἀρ­γί­α ἀ­πο­σκο­πεῖ καί εἰς τήν πα­ρο­χήν εἰς τούς Ὀρ­θο­δό­ξους τῆς δυ­να­τό­τη­τος ἀ­νε­μπο­δί­στου ἀ­σκή­σε­ως τῶν θρη­σκευ­τι­κῶν των κα­θη­κό­ντων καί εἰ­δι­κώ­τε­ρον τῆς λα­τρεί­ας πρός τόν Θε­όν κα­τά τάς ἀρ­χάς τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Χρι­στι­α­νι­κῆς Πί­στε­ως, γε­γο­νός τό ὁ­ποῖ­ον ἀ­πο­τε­λεῖ εἰ­δι­κήν, τήν σπου­δαι­ο­τέ­ραν, ἴ­σως, ἐκ­δή­λω­σιν τοῦ δι­και­ώ­μα­τος θρη­σκευ­τι­κῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας. Καί τό δι­κα­ί­ω­μα τοῦ­το κα­το­χυ­ρώ­νε­ται, ὡς γνω­στόν, διά τοῦ ἄρ­θρου 13 τοῦ Συ­ντά­γμα­τος, τό ὁ­ποῖ­ον ὁ­ρί­ζει, εἰς τήν πα­ρά­γρα­φον 2 ὅ­τι ἡ λα­τρε­ί­α πρέ­πει νά τε­λῆ­ται «ἀ­νε­μπό­δι­στα».
Ἑπομένως, ἡ Κυ­ρι­α­κή ἀρ­γί­α κα­το­χυ­ρώ­νε­ται, δι­ά τήν πλει­ο­νό­τη­τα καί μάλιστα τήν συ­ντρι­πτι­κήν τῶν κα­τοί­κων τοῦ ἑλ­λα­δι­κοῦ χώ­ρου καί ὡς ἀτο­μι­κόν δι­καί­ω­μα, ἡ προ­σβο­λή τοῦ ὁ­ποί­ου εἶ­ναι ἀν­τι­συ­νταγ­μα­τι­κή καί ἀ­νε­πί­τρε­πτος, μή συ­ντρέ­χο­ντος λό­γου, ἐξ ὅσων ἀπό τό Σύν­τα­γμα­ (ἄρθρον 13 πα­ρά­γρα­φος 2) προ­βλέ­πονται (δη­μο­σία τά­ξις, χρη­στά ἤ­θη), ὁ ὁ­ποῖ­ος θά ἐδι­και­ο­λόγει τήν κα­τάρ­γη­σίν της. Ἀ­ντι­θέ­τως ἐ­πι­βάλ­λε­ται ἡ δι­α­τή­ρη­σίς της καί ἀπό τό ἄρ­θρον 21 πα­ρά­γρα­φος 3 τοῦ Συν­τά­γμα­τος, τό ὁ­ποῖ­ον ὁ­ρί­ζει ὅ­τι : «Τό Κρά­τος με­ρι­μνᾶ γι­ά τήν ὑ­γεί­α τῶν πο­λι­τῶν…», ἡ δέ Κυ­ρι­α­κή ἀρ­γί­α ἔ­χει θε­σπι­σθῆ καί δι­ά τήν διατήρησιν τῆς σωματικῆς καί πνευματικῆς ὑ­γεί­ας τοῦ ἐρ­γα­ζο­μέ­νου.
Ἄν καί ἡ Κυ­ρι­α­κή ὡς ἀρ­γί­α τῶν ἐρ­γα­ζο­μέ­νων κα­το­χυ­ρώ­νε­ται ὡς ἀ­το­μι­κόν δι­κα­ί­ω­μα, ἀ­νε­κοι­νώ­θη ἡ κα­τάρ­γη­σις αὐ­τοῦ, δι­ά ἑ­πτά Κυ­ρι­α­κάς τοῦ ἔ­τους. Ἡ Ἐκκλησία ἐν­δι­α­φε­ρο­μέ­νη ζω­η­ρῶς, ἐν τοῖς πλαι­σί­οις τῆς ἀ­δι­α­πτώ­του ποι­μα­ντι­κῆς με­ρί­μνης αὐ­τῆς δι­ά τό Χρι­στε­πώ­νυ­μον πλή­ρω­μα, πε­ρί τοῦ ἐν λό­γῳ θέ­μα­τος καί κυ­ρί­ως ἐν­δι­α­φε­ρο­μέ­νη, ὅ­πως πα­ρέ­χη­ται εἰς το­ύς ἐν τῇ Χώ­ρᾳ ἡ­μῶν ἐρ­γα­ζο­μέ­νους ὁ ἀ­παι­το­ύ­με­νος χρό­νος πρός ἀ­νά­παυ­σιν καί πρός ἐ­κτέ­λε­σιν τῶν θρη­σκευ­τι­κῶν αὐ­τῶν κα­θη­κό­ντων, ἀπευθύνεται πρός πάντα ἁρ­μό­δι­ον μέ τήν ἐλ­πί­δα ὅ­τι θέ­λει ἐν­δι­α­φερ­θῆ δι­ά τό θέ­μα τοῦ­το καί πε­ρι­φρου­ρή­σει τό ἐκ τῶν πρώ­των ἀλ­λά καί σπου­δαι­ο­τέ­ρων κα­τα­κτή­σε­ων τῶν ἐρ­γα­ζο­μέ­νων ἀ­το­μι­κόν δι­κα­ί­ω­μα, ἤ­τοι τό δι­κα­ί­ω­μα τῶν ἐρ­γα­ζο­μέ­νων νά ἀ­πο­λα­ύ­ουν τήν ἀρ­γί­αν τῆς Κυ­ρι­α­κῆς. Ἐλπίζομεν ὅ­τι μέ τήν δι­α­κρί­νου­σαν τούς ἁρμοδίους σύ­νε­σιν καί εὐ­θυ­κρι­σί­αν, τόν σε­βα­σμόν καί τήν εὐ­πεί­θει­αν εἰς τάς δι­δα­σκα­λί­ας τῆς Ἁ­γί­ας ἡ­μῶν Ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ πυ­λῶ­να τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ, θά ἀποτραπῇ πᾶ­σα πα­ρέκ­κλι­σις ἐκ τῶν τε­θε­σπι­σμέ­νων καί πα­γι­ω­θέν­των.

Τό ὁμηρικό γλωσσικό στοιχεῖο τῶν ἐπιγραμμάτων εἰς τόν Εὐαγγελιστήν Μάρκον. Τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Χίου, Ψαρῶν καὶ Οἰνουσσῶν κ. Μάρκου. /ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ

Τό ὁμηρικό γλωσσικό στοιχεῖο τῶν ἐπιγραμμάτων εἰς τόν Εὐαγγελιστήν Μάρκον. Τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Χίου, Ψαρῶν καὶ Οἰνουσσῶν κ. Μάρκου. /ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ
E-mail Εκτύπωση PDF
Σέ πολλά βυζαντινά χειρόγραφα, τό κείμενο τοῦ Εὐαγγελίου συνοδεύεται ἀπό ἔμμετρα ἐπιγράμματα, συντεθειμένα πρός τιμήν τῶν ἁγίων Εὐαγγελιστῶν. Τά ὀλιγόστιχα αὐτά ποιήματα χαρακτηρίζονται ἀπό ἰδιαίτερη τέχνη, περιεκτικότητα καί μεστότητα στοχασμοῦ. Ἐξαίρουν τό πρόσωπο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ, ἀναφέρονται σέ χαρακτηριστικά σημεῖα τοῦ ἱεροῦ κειμένου του καί ἀναλύουν τήν σημασία του γιά τήν Ἐκκλησία. Ἄλλα ἐξ αὐτῶν ἐπικεντρώνονται σέ ἰδιαίτερα σημεῖα τοῦ βίου του καί τοῦ μαρτυρίου του. Ἐμφανίζονται κυρίως στήν ἀρχή τοῦ βιβλίου, στό τέλος, ἤ σέ ἄλλα σημαντικά σημεῖα του. Κατά κανόνα προετάσσοντο τοῦ οἰκείου Εὐαγγελίου, καί ἐτίθεντο κάτωθεν τῶν κανόνων τοῦ Εὐσεβίου, τῶν ὑποθέσεων τοῦ Εὐαγγελίου ἤ τῶν κεφαλαίων του καί ἄλλων βιογραφικῶν σημειωμάτων τοῦ Εὐαγγελιστοῦ.
Σέ ἀρκετές περιπτώσεις, τά ἐπιγράμματα αὐτά ἀντεγράφοντο ἤ ἐτροποποιοῦντο, καί κάποια ἀπό αὐτά ἔφθασαν στό σημεῖο νά γνωρίσουν ἐξαιρετική διάδοση. Ὡστόσο, ἐξ αἰτίας τῆς συντομίας τους, τῆς διάσπαρτης παραδόσεώς τους, καθώς καί τοῦ γεγονότος ὅτι συχνῶς παραλείπονται στούς περιγραφικούς καταλόγους τῶν χειρογράφων, ἡ μελέτη τους καθίσταται δυσχερές πεδίο γιά τήν φιλολογική ἔρευνα. Σέ πολλούς καταλόγους κωδίκων, εἴτε γίνεται ἁπλή μνεία τῶν ἐπιγραμμάτων, εἴτε αὐτά παρασιωπῶνται, εἴτε παρατίθεται ἡ ἀρχή καί τό τέλος τους. Λόγου χάριν, ὁ Βρετανός παλαιογράφος Henry Octavius Coxe, σέ ἀντίστοιχο κατάλογο τοῦ 19ου αἰῶνος, μᾶς πληροφορεῖ περί τῆς ὑπάρξεως ἐπιγράμματος «εἰς Μᾶρκον», τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχή: «ἄρδευε Μάρκε ψυχοφαῶς τήν κτίσιν / λόγον ὁ Μάρκος τήν ἀείρρυτον χάριν» (sic), χωρίς περαιτέρω λεπτομέρειες[1].
Δεῖγμα ἰαμβικοῦ ἐπιγράμματος ἀφιερωμένου στό σύνολο τῶν Εὐαγγελιστῶν εὑρίσκουμε σέ χειρόγραφο τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης τῶν Παρισίων (Parisinus Coislinus graecus 199, φ. 9), τοῦ 11ου αἰῶνος:

Ἀφείς τελώνης τάς δεκάτας ὠνίων
πράως δεκατοῖ τήν Χριστοῦ γεναρχίαν.
Μᾶρκος, λέων Λόγου δε, βάπτισμα γράφει
καί πᾶν τό θαῦμα μέχρις εἰς πόλου δρόμον.
Ὁ βοῦς δε Χριστοῦ, Λουκᾶς αὐλακεργάτης,
Χριστοῦ γένος, θαύματα καί πόλου δρόμον.
Ὁ δ’ ἀσπαλιεύς τόν βυθόν παρείς κάτω
γράφει τό βάθος τῆς ἄνω θεωρίας.
(Ὁ τελώνης σταμάτησε νά λαμβάνει τό δέκατο τῶν ἐμπορευμάτων / καί τώρα μέ πραότητα καταλογογραφεῖ τήν γενεαλογία τοῦ Χριστοῦ. / Ὁ Μᾶρκος, ὁ λέων τοῦ Λόγου, γράφει γιά τήν Βάπτιση / καί γιά ὅλη τήν θαυματουργή πορεία μέχρι καί τήν διάβαση τοῦ οὐρανίου πόλου [δηλ. τήν Ἀνάληψη]. / Ὁ βοῦς τοῦ Χριστοῦ, ὁ Λουκᾶς ὁ ζευγολάτης, / γράφει γιά τό γένος τοῦ Χριστοῦ, τά θαύματά Του καί τήν Ἀνάληψη. / Ὁ ἁλιευτής, ἔχοντας ἀφήσει κάτω τόν βυθό / τώρα γράφει γιά τό βάθος τῆς ἐνατενίσεως τῶν πιό ὑψηλῶν πραγμάτων.)

Ἡ δομή τοῦ ποιήματος εἶναι ἀρκετά διαφανής. Ἀποτελεῖται ἀπό τέσσερα δίστιχα, ἕνα γιά κάθε Εὐαγγελιστή. Οἱ Εὐαγγελιστές προσδιορίζονται ἀπό ἔμμεσες καί ἄμεσες ἀναφορές, οἱ ὁποῖες σχετίζονται μέ τά τυπικά τους γνωρίσματα, ὅπως εἶναι τά προγενέστερα τῆς ἀποστολικῆς τους ἰδιότητος ἐπαγγέλματα ἤ τά συμβολικά ζῶα μέ τά ὁποῖα ἔχουν συσχετισθεῖ. Ἐν πλήρει συμμετρίᾳ, τά τέσσερα δίστιχα χωρίζονται σέ δύο τύπους: ὁ Ματθαῖος καί ὁ Ἰωάννης, στήν ἀρχή καί στό τέλος, ἀναφέρονται σέ συσχετισμό πρός τό πρώην ἐπάγγελμά τους, μέσῳ ἑνός ἀντιθετικοῦ σχήματος, ἐνῶ ὁ Μᾶρκος καί ὁ Λουκᾶς ἀναφέρονται ὀνομαστικῶς καί συνοδεύονται ἀπό τό ἀντίστοιχο ζῶο πού συμβολίζει τόν καθένα. Τοῦτο μπορεῖ νά δηλώνει εἴτε συνειδητή σύνθεση ἤ ἔνδειξη συνδυασμοῦ διστίχων ἀπό διαφορετικές πηγές.
Τό ἐπίγραμμα περιλαμβάνει χρήση ὁρισμένων λέξεων ὑψηλῆς αἰσθητικῆς, ὅπως τό ἀσπαλιεύς, πού ἀπαντᾶ στόν Νίκανδρο καί τόν Ὀππιανό, καί τό αὐλακεργάτης, πού ἐντοπίζουμε στήν Παλατινή Ἀνθολογία. Παρατηροῦμε ἐπίσης ὅτι ὁ ποιητής διαφοροποιεῖ τό περιεχόμενο τῶν Εὐαγγελίων: τά τρία πρῶτα Συνοπτικά Εὐαγγέλια χαρακτηρίζονται κυρίως ἀπό τά γεγονότα πού σημαδεύουν τό προοίμιο καί τήν κατακλείδα τους, ἐνῶ στόν ἕκτο στίχο «τό βάθος τῆς ἄνω θεωρίας» χρησιμοποιεῖται γιά νά γίνει ἀναφορά στό θεολογικό ὕψος τοῦ Κατά Ἰωάννην Εὐαγγελίου. Ἡ προσωδιακή τεχνική τοῦ ποιήματος εἶναι σύμφωνη πρός τούς κανόνες οἱ ὁποῖοι διέπουν τόν ἰαμβικό δωδεκασύλλαβο. Ἡ ποσότητα τῶν φωνηέντων γίνεται γενικῶς σεβαστή, ἐκτός ἀπό τά δίχρονα (π.χ. στόν στίχο 8, «βάθος» μέ μακρό -α-).
Διά τῶν ἑλληνιστικῶν καί ρωμαϊκῶν χρόνων, τό ἐπίγραμμα, ὡς ποιητικό εἶδος, μετεδόθη καί στούς πρώτους χριστιανικούς, καί γνώρισε μεγάλη ἀνάπτυξη κατά τούς κυρίως βυζαντινούς χρόνους. Ἀλλά καί μετά τό τέλος τῆς Αὐτοκρατορίας τοῦ Βυζαντίου, ὅπως θά παρατηρήσουμε εὐθύς ἀμέσως, διόλου δέν ἐξέλιπε· καλλιεργήθηκε ἐντός τοῦ χώρου τῆς Ἐκκλησίας μας καί κατά τούς μετά τήν Ἅλωσιν χρόνους, ὅπως ὅλες οἱ πνευματικές ἐκδηλώσεις τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Οἱ ποιητές τῶν ἐπιγραμμάτων, τά ὁποῖα ἀφιερώνονται ἀποκλειστικῶς στόν ἅγιο Εὐαγγελιστή Μᾶρκο, παραμένουν, κατά τό πλεῖστον, ἄγνωστοι. Ἐκεῖνοι τῶν ὁποίων γνωρίζουμε τά ὀνόματα εἶναι κυρίως δύο. Ὁ πρῶτος εἶναι ὁ Μανουήλ Φιλῆς, ὁ γνωστός ποιητής τῆς ἐποχῆς τῶν Παλαιολόγων, ὁ ὁποῖος ἤκμασε κατά τό πρῶτο μισό τοῦ 14ου αἰῶνος, καί ὁ δεύτερος εἶναι ὁ Μιχαήλ Ἀποστόλης, λόγιος τοῦ 15ου αἰῶνος.
Ἀναζητοῦντες σέ αὐτό τό εἶδος ἐπιγραμμάτων τίς ὁμηρικές ἐπιρροές, ἐκκινούμεθα εἴτε ἀπό τή μετρική μορφή τους, εἴτε ἀπό τούς λεξιλογικούς τύπους. Τά ἐπιγράμματα, τά ὁποῖα μᾶς ἀπασχολοῦν, εἶναι γραμμένα σέ δακτυλικό ἑξάμετρο καί σέ ἰαμβικό τρίμετρο, ἐνῶ ὁρισμένα ἐξ αὐτῶν εἶναι ἐλεγειακά δίστιχα. Γνωρίζουμε βεβαίως ὅτι κατά τήν περίοδο τῆς συγγραφῆς τους δέν ἦταν πλέον αἰσθητή ἡ ἀρχαία προσῳδία, καί ὅτι κύριο μέτρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ποιήσεως ὑπῆρξε τό τονικό. Ἐντούτοις, πολλοί ποιητές, ἔχοντες ὡς πρότυπο τόν Ὅμηρο καί τούς ἀρχαίους ἐπικούς, προσπαθοῦν νά τούς μιμηθοῦν καί στό μέτρο. Στήν προσπάθειά τους αὐτή, πολλοί διέπρεψαν, ἄλλοι ὅμως ἀπετύγχανον καί τό ἀποτέλεσμα ἦταν ἡ διατήρηση τῶν δώδεκα συλλαβῶν στόν ἰαμβικό τρίμετρο, τό συνηθέστερο μέτρο τῶν βυζαντινῶν χρόνων. Στά ἀκόλουθα ἐπιγράμματα δυνάμεθα νά ἐντοπίσουμε δείγματα τόσον τῆς ἐπιτυχοῦς ὅσον καί τῆς ἀτυχοῦς μιμήσεως τῶν ἐπικῶν προτύπων.
Ἡ γλώσσα τῶν ἐπιγραμμάτων εἶναι ποικίλη. Στά ἑξαμετρικά καί τά ἐλεγειακά δίστιχα χρησιμοποιεῖται ἡ ὁμηρίζουσα. Ἀλλά καί τό γλωσσικό ὑλικό τῆς κλασικῆς ἐποχῆς χρησιμοποιεῖται ἐν ἐκτάσει, καί πρός αὐτό τείνουν νά προσαρμοσθοῦν ὅλα τά ἰαμβικά ἐπιγράμματα. Γιά τούς λόγους αὐτούς, ἡ γλώσσα τῶν ἐπιγραμμάτων ἐλάχιστα μᾶς βοηθεῖ νά ἀναχθοῦμε στήν ἐποχή κατά τήν ὁποίαν ἐγράφησαν.
Τά ἀναφερόμενα στόν ἅγιο Μᾶρκο ὁμιλοῦν περί τῶν σχέσεών του πρός τόν κορυφαῖον τῶν Ἀποστόλων Πέτρο, περί τοῦ ὅτι αὐτός εἶναι ὁ δεύτερος σέ σειρά Εὐαγγελιστής καί περί ὁρισμένων σημείων τοῦ κατ’ αὐτόν Εὐαγγελίου. Ἐπίσης, ἄλλα ἐπιγράμματα ἀναφέρονται ἀποκλειστικῶς στά ζῶα, τά ὁποῖα ἡ παράδοση, ὁρμωμένη ἐκ τοῦ ὁράματος τοῦ Ἰεζεκιήλ στήν Παλαιά Διαθήκη καί τῆς Ἀποκαλύψεως, συνεσχέτισε πρός τούς Εὐαγγελιστές. Τέτοια π.χ. εἶναι ὁ λέων σχετισθεῖς μέ τόν Μᾶρκο. Τούτων συχνά γίνεται σύγχυσις καί ἡ ἐναλλαγή δέν εἶναι σπανία. Τά ἐπιγράμματα, τέλος, τά ὁποῖα ἀπαντοῦν στά Μηναῖα, ἑστιάζονται κυρίως στόν τρόπο, τόν τόπο καί τόν χρόνο τοῦ μαρτυρίου τοῦ ἁγίου Εὐαγγελιστοῦ.
1. Παλατινή Ἀνθολογία, βιβλίο 1, ἀρ. 85· Κατάλογος τῶν κωδίκων Ἱερᾶς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας[2], σ. 2· ἐλεγειακό δίστιχο:
Οὐ κατ’ ἐπωνυμίην Αἰγύπτιον ἔλλαχε λαόν
ὄρφνη, ἐπεὶ φωνῆς Μάρκου ἔδεκτο φάος.
ἐπωνυμίην: φέρει τήν χαρακτηριστική κατάληξη ἐνικοῦ τῆς ὁμηρικῆς α΄ κλίσεως· ἀπαντᾶ σέ μεταγενέστερους ἐπικούς ποιητές, ὅπως τόν Ἀπολλώνιο τόν Ρόδιο, τόν Ὀππιανό καί τόν Νόννο.
ἔλλαχε: ἀόριστος β΄ τοῦ ρήματος λαγχάνω, μέ τόν χαρακτηριστικό ἐπικό σχηματισμό κατά διπλασιασμό τοῦ -λ-, ὅπως στό ὁμηρικό ἔλλαβεν. Ὁ ἴδιος τύπος ἐντοπίζεται δίς στόν ὁμηρικό ὕμνο Εἰς Δήμητραν (στ. 86-87)· ἀπαντᾶ ἐπίσης στόν Ὀππιανό, τόν Κόλουθο καί τόν Νόννο. Ὁμηρικῶς, συνήθως ὡς λάχεν, μέ ἀπουσία αὐξήσεως.
ὄρφνη (σκότος, νύχτα): ἀπαντᾶ συχνῶς στούς ἐπικούς ποιητές. Ὁμηρικῶς, στόν λογότυπο νύκτα δι’ ὀρφναίην (Κ 83, 276, 386· ι 143· Εἰς Ἑρμῆν, 578) καί ὀρφναίη νύξ (Εἰς Ἑρμῆν, 97).
ἔδεκτο: ἐντοπίζεται στόν ὁμηρικό ὕμνο Εἰς Ἑρμῆν, στ. 498. Πρόκειται γιά μεταγενέστερο ἐπικό τύπο, μετά χρονικῆς αὐξήσεως, τοῦ ὁμηρικοῦ ἀορίστου δέκτο τοῦ ρ. δέχομαι.
φάος: ὁ καθιερωμένος ἀσυναίρετος ὁμηρικός καί αἰολικός τύπος γιά τό φῶς. Ὁ Ὅμηρος χρησιμοποιεῖ τούς τύπους φάος καί φόως, καί ἀπό τίς πλάγιες πτώσεις μόνο τή δοτική ἐνικοῦ (φάει) καί τήν αἰτιατική πληθυντικοῦ (φάεα). Τήν δοτική πληθυντικοῦ (φαέεσσι) ἐντοπίζουμε στόν Ἡσίοδο. Φάος εἶναι ὁ μόνος τύπος πού χρησιμοποιεῖ ὁ Πίνδαρος. Οἱ Τραγικοί γράφουν φάοςφῶς ἀναλόγως πρός ὅ,τι ἀπαιτεῖ τό μέτρο.

2. Εὑρίσκεται στούς ἑξῆς κώδικες: τῆς Γενναδείου Βιβλιοθήκης τῶν Ἀθηνῶν (13ος αἰ., 1226), τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης τῶν Παρισίων (Parisinus Graecus) ἀρ. 151 (14ος αἰ.) καί τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου Πάτμου (Patmiacus) ἀρ. 81 (14ος αἰ., 1345). Οἱ στίχοι ἔχουν γραφεῖ ἀνά δύο ὑπέρ καί ὑπό τήν εἰκόνα τοῦ Εὐαγγελιστοῦ καί ἔχουν συντεθεῖ σέ δακτυλικό ἑξάμετρο:
Ὅσσα περὶ Χριστοῖο θεηγόρος ἔθνεα Πέτρος
κηρύσσων ἐδίδασκεν ἀπὸ στομάτων ἐριτίμων
ἐνθάδε Μᾶρκος ἄγειρε καὶ ἐν σελίδεσσιν ἔθηκε·
τοὔνεκα καὶ μερόπεσσιν εὐάγγελος ἄλλος ἐδείχθη.
Ὅσσα: ὁ καθιερωμένος ὁμηρικός καί ἐπικός τύπος τοῦ ἐπιθ. ὅσσος-η-ον.
Χριστοῖο: ὁμηρίζων τύπος γενικῆς αρσ. β΄ κλίσεως. Ἀπαντᾶται εὐρέως σέ ἐκκλησιαστικούς ποιητές πού ὑπηρέτησαν τόν ἑξαμετρικό στίχο, κυρίως στά Ἔπη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου.
θεηγόρος: ἀπαντᾶ στήν Μεταβολή τοῦ Κατά Ἰωάννην ἁγίου Εὐαγγελίου τοῦ Νόννου, στήν ὁποία παρατηροῦμε τήν προφανῆ σημασιολογική διαφοροποίηση τοῦ ἴδιου ὅρου ἀπό τά Διονυσιακά τοῦ ἰδίου.
ἔθνεα: στόν Ὅμηρο εὑρίσκεται ὄχι μόνο ὑπό τήν ἐθνοτική ἔννοια τοῦ συνόλου ὁμοφύλων (ἔθνεα Κόλχων, ἔθνεα Κελτῶν), ἀλλά κυρίως μέ τή σημασία τοῦ συνόλου προσώπων, τοῦ πλήθους, τῆς ὁμάδος προσώπων ἤ τοῦ εἴδους, γένους, πλήθους, σμήνους ζώων.
ἐριτίμων: τό ἐπίθ. ἐρίτιμος ἀπαντᾶ στήν Ἰλιάδα ὡς προσδιοριστικό τοῦ χρυσοῦ καί τῆς αἰγίδος, ὑπό τούς μετρικούς τύπους ἐριτίμοιο χρυσοῖο (Ι 126, 269) καί αἰγίδ’ ἔχων ἐρίτιμον αἰγίδ’ ἔχουσ’ ἐρίτιμον (Β 447, Ο 361). Στήν πρώτη περίπτωση, ἀναφέρεται στόν βαρύτιμο χρυσό τόν ὁποῖον ὁ Ἀγαμέμνων περιέλαβε στίς προσφορές τῆς πρεσβείας του πρός τόν Ἀχιλλέα, στήν προσπάθειά του νά τόν ἐξευμενίσει ὥστε νά ἐπιστρέψει στή μάχη. Στή δεύτερη περίπτωση, ἀναφέρεται στήν αἰγίδα τῆς Ἀθηνᾶς. Στό Β τῆς Ἰλιάδος ὁ Νέστορας συμβουλεύει τόν Ἀγαμέμνονα νά χωρίσει τά στρατεύματα κατά φυλές καί φατρίες. Ὁ Ἀγαμέμνων παραγγέλλει νά διαχωρίσουν μέ σπουδή οἱ βασιλεῖς τά πλήθη. Τόν Ἀτρείδη συνώδευε, σύμφωνα μέ τό ὁμηρικό ἔπος, ἡ Ἀθηνᾶ, μέ τήν ἐρίτιμον, ἀγήρων καί ἀθανάτην αἰγίδα, τήν ὁποία κοσμοῦσαν ἑκατό παγχρύσεοι θύσανοι, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ καθείς ἄξιζε ἑκατό βόες. Μέ αὐτήν περνοῦσε σάν ἀστραπή ἀπό τά πλήθη τῶν Ἀχαιῶν καί τούς ἐνεψύχωνε.
ἄγειρε: μέ ὁμηρική παράλειψη τῆς αὐξήσεως. Ἀπαντᾶ στό Λ 716, μέ τή σημασία τοῦ συγκεντρώνω, συναθροίζω.
σελίδεσσιν: μέ τήν τυπική ὁμηρική κατάληξη δοτ. πληθ. γ΄ κλίσεως, κατά διπλασιασμό τοῦ -σ-.
ἔθηκε: συχνότατος ἤδη ἀπό τόν Ὅμηρο ἀορ. τοῦ ρ. τίθημι, ἀπαντᾶ ἤδη στόν δεύτερο στίχο τῆς Ἰλιάδος (οὐλομένην, ἣ μυρί’ Ἀχαιοῖς ἄλγε’ ἔθηκε).
μερόπεσσιν: ὁμηρικῶς, τό ἐπίθ. μέροψ (παρά τό μείρομαι = μερίζω + ὄψ, δηλ. «ὁ διαιρῶν τήν φωνή, ὁ προικισμένος μέ ἔναρθρο λόγο, ὁ ὁμιλῶν ἐνάρθρως») ἀπαντᾶ ὡς προσδιοριστικό τῶν ἀνθρώπων (μέροπες ἄνθρωποι, μερόπων ἀνθρώπων). Στή δοτ. πληθ. ἀπαντᾶ στό Β 285 (μερόπεσσι βροτοῖσιν), ὅπου ὁ Ὀδυσσεύς, ἀγορεύοντας πρός τά πλήθη τῶν Ἀχαιῶν, τούς κατηγορεῖ ὅτι καταλήγουν νά ἀτιμάσουν τόν Ἀγαμέμνονα «ἐμπρός στόν κόσμον ὅλον» (μτφρ. Ἰ. Πολυλᾶ. Στό πρωτότυπο: Ἀτρεΐδη νῦν δή σε ἄναξ ἐθέλουσιν Ἀχαιοὶ / πᾶσιν ἐλέγχιστον θέμεναι μερόπεσσι βροτοῖσιν). Οἱ Ἀχαιοί ἔθεταν πλέον ὑπό ἀμφισβήτηση τή συνέχιση τῆς ἐκστρατείας, ὕστερα ἀπό λόγο τοῦ Θερσίτη, ὁ ὁποῖος τούς παρότρυνε νά τήν ἐγκαταλείψουν. Ὁ Ὁδυσσεύς ὑποστήριξε ὅτι, ἀντιθέτως, ἔπρεπε νά παραμείνουν στήν Τρῳάδα καί νά ἐπιτεθοῦν κατά τῆς πόλεως τοῦ Ἰλίου.

3.  Εὑρίσκεται στούς ἑξῆς κώδικες: Ἐθνική Βιβλιοθήκη τῶν Παρισίων, Parisinus Graecus 151 (14ος αἰ.)· Κατάλογος Ἱερᾶς Μονῆς Βατοπεδίου[3], σ. 54· Κατάλογος Ἱερᾶς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας, σ. 5. Πρόκειται γιά ἐλεγειακό δίστιχο:
Ἔργον ἀριπρεπὲς ἐκ μεγάλου Πέτρου μυηθείς
Μᾶρκος ἔτευξε τόδε πνεύματος ἐν σοφίῃ.
ἀριπρεπές: Τό ἐπίθετο ἀριπρεπής σχηματίζεται ἀπό τό ρήμα πρέπω μέ τήν προσθήκη τοῦ προθεματικοῦ μορίου ἀρι-, τό ὁποῖο (ὅπως καί τό ἐρι-) ἐνισχύει τήν ἔννοια τοῦ β΄ συνθετικοῦ. Ἔχει κοινή ρίζα μέ τά Ἄρης, ἀρείων, ἄριστος, ἀραρίσκω, περιέχοντας τήν ἔννοια τῆς καταλληλότητος καί τῆς ἀνωτερότητος (πρβλ. ἀρίγνωτος, ἀρίδακρυς, ἀρίδηλος). Ἀπαντᾶ δέ καί στά σανσκριτικά (ari-). Τό ἀριπρεπές, συνεπῶς, δηλώνει τό λίαν εὐπρεπές, τό μεγαλοπρεπές, τό διαπρεπές, τό ἀληθῶς σπουδαῖον.
Ὁμηρικῶς, ἀπαντᾶ στήν Ὀδύσσεια (θ 176, ι 22). Στήν πρώτη περίπτωση, ὁ Εὐρύαλος, εἷς ἐκ τῶν Φαιάκων, πανέμορφος στήν ὄψη ἀλλά ἐριστικός στά λόγια, ἀμφισβητεῖ τίς ἀθλητικές ἱκανότητες τοῦ Ὀδυσσέως. Ἐκεῖνος τοῦ ἀπαντᾶ, μεταξύ ἄλλων: «ὡς καὶ σοὶ εἶδος μὲν ἀριπρεπές, οὐδέ κεν ἄλλως / οὐδὲ θεὸς τεύξειε, νόον δ᾽ ἀποφώλιός ἐσσι» (θ 175-6), δηλ. «Ἔτσι κι ἐσύ· τήν ὀμορφιά σου οὔτε θεός δέν θά μποροῦσε / νά τήν κάνει ἀνώτερη, ὁ νοῦς σου ὡστόσο εἶναι λίγος καί λειψός» (μτφρ. Δ. Μαρωνίτη).
Στή δεύτερη περίπτωση, ὁ Ὀδυσσεύς, ἀρχίζοντας νά ἐξιστορεῖ τίς περιπλανήσεις του ἐνώπιον τῶν Φαιάκων, ἀποκαλύπτει τήν ταυτότητα καί τήν καταγωγή του. «Ναιετάω δ᾽ Ἰθάκην εὐδείελον· ἐν δ᾽ ὄρος αὐτῇ /  Νήριτον εἰνοσίφυλλον, ἀριπρεπές» (ι 21-22), δηλ. «Πατρίδα μου ἡ Ἰθάκη πού τήν γνωρίζεις εὔκολα· στή μέση της / ὑψώνεται βουνό, τό Νήριτο περήφανο, ὁ ἄνεμος κλονίζει / τά φυλλώματά του» (μτφρ. Δ. Μαρωνίτη).
ἔτευξε: γ΄ πρόσωπο ἐνικοῦ ἀορίστου τοῦ ρήματος τεύχω, πού ἀπαντᾶ ἤδη ὁμηρικῶς (Ζ 314, Ξ 166 καί 338, η 92) μέ τή σημασία τοῦ τεχνουργῶ, κατασκευάζω, παράγω διά τεχνικῆς ἐργασίας. Ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ παρουσία του στό λογοτυπικό σύνταγμα τόν οἱ τόν σοι φίλος υἱὸς ἔτευξεν Ἥφαιστος, πυκινὰς δὲ θύρας σταθμοῖσιν ἐπῆρσεν, τό ὁποῖο ἀπαντά δίς στό Ξ τῆς Ἰλιάδος, καί ἀναφέρεται στό ὀλύμπιο ἰδιαίτερο δωμάτιο τῆς Ἥρας.
σοφίῃ: μέ τήν ἰδιαίτερη ἐπική κατάληξη γιά τά θηλυκά α΄ κλίσεως.

4. Κατάλογος Ἱερᾶς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας, σ. 3· δακτυλικό ἑξάμετρο:
Πέτρου θεσπεσίοιο πάϊς καὶ μύστης Μᾶρκος
τήνδ’ ἱερὴν ζαθέην τε βίβλον θέτο κοινὸν ὄνειαρ,
τῆς [4] ἀρχὴ βάπτισμα Θεοῦ ἰδὲ θαύματα πλεῖστα
καὶ τέλος εἰς πόλον ἄρσις Ἰησοῦ παμμεδέοντος.

θεσπεσίοιο: ὁμηρικός τύπος γενικῆς αρσενικῶν β΄ κλίσεως τοῦ ἐπιθέτου θεσπέσιος (θεσπέσιος, ἐξαίσιος, ἔξοχος, θεῖος, ἀνέκφραστος, φοβερός). Ἀπαντᾶ ἀρκετές φορές ὁμηρικῶς (Α 591, Β 457, ι 434, ν 363, ω 6), ὑπό τίς ἑξῆς μορφές: ἀπὸ βηλοῦ θεσπεσίοιο, ὅπου δηλώνει τό κατώφλι τοῦ Ὀλύμπου· ἀπό χαλκοῦ θεσπεσίοιο: γιά νά προσδιορίζει τήν θαυμαστή θέα τοῦ ἀκτινοβολοῦντος χαλκοῦ τῶν πολεμιστῶν· ἀώτου θεσπεσίοιο: τοῦ μαλλιοῦ τοῦ κριαριοῦ, διά τοῦ ὁποίου δραπέτευσε ὁ Ὀδυσσεύς ἀπό τό κυκλώπειο σπήλαιο· καί, τέλος, ὑπό τόν λογότυπο μυχῷ ἄντρου θεσπεσίοιο (ν 363, ω 6).
πάϊς: συχνότατος ὁμηρικός τύπος τοῦ κλασικοῦ ὀνόματος παῖς, παιδός, εἰδικῶς ὅταν ἀποτελεῖ μέρος δύο διαδοχικῶν ποδῶν ἤ τυγχάνει στόν πέμπτο πόδα ἤ πρό τῆς βουκολικῆς διαιρέσεως. Συχνός εἶναι ὁ τύπος Κρόνου πάϊς, ἰδιαιτέρως ὑπό τήν μορφή Κρόνου πάϊς ἀγκυλομήτεω, «ὁ υἱός τοῦ ἀγκυλομήτου Κρόνου»· ἀγκυλομήτης εἶναι ὁ κρυπτόβουλος, ὁ κρυψίνους, ὁ πανοῦργος, ὁ σκολιῶς βουλευόμενος.
ζαθέην: ὁμηρική αἰτιατική ἐνικοῦ θηλυκοῦ τοῦ ἐπιθέτου ζάθεος, -α, -ον, πού σημαίνει τόν ἄγαν θεῖον, τόν ἱερόν, τόν ἡγιασμένον. Ἀπαντᾶ ἤδη στίς ραψωδίες Α καί Β τῆς Ἰλιάδος (Α 38, 452, Β 508, 520) ὡς προσδιοριστικό πόλεων.
θέτο: τρίτο πρόσωπο ἐνικοῦ ἀριθμοῦ ἀορίστου β΄ μέσης φωνής τοῦ ρήματος τίθημι, μέ ὁμηρική παράλειψη τῆς αὐξήσεως.
ὄνειαρ: ὁμηρική λέξη, τό ὄνειαρ, γεν. τοῦ ὀνείατος, πληθ. τά ὀνείατα, παρά τό ρήμα ὀνίνημι, πού δηλώνει πᾶν ὅ,τι ὠφελεῖ ἤ συμφέρει, τό κέρδος, τό ὄφελος, τήν ἐπικουρία, τήν βοήθεια, τήν ἀναψυχή, κι ἐπίσης τά τρόφιμα, τά ἐδέσματα, τά δῶρα. Ἡ Ἑκάβη, θρηνώντας τόν υἱό της Ἕκτορα, λέγει ὅτι ἦταν πᾶσί τ' ὄνειαρ Τρωσί τε καὶ Τρῳῇσι κατὰ πτόλιν, οἵ σε θεὸν ὣς δειδέχατ[ο] (Χ 433), ὅτι δηλ. «καί οἱ Τρώισσες καί οἱ Τρῶες σωτῆρα σ’ εἶχαν καί ὡς θεόν σέ καλοδέχοντ’ ὅλοι» (μτφρ. Ἰ. Πολυλᾶ). Ἀκολούθως, τό ἐντοπίζουμε μέ τή σημασία τοῦ βοηθοῦ στόν θρῆνο τῆς Ἀνδρομάχης (Χ 486). Ὀνείατα χαρακτηρίζονται τά πολύτιμα δῶρα τοῦ Πριάμου πρός τόν Ἀχιλλέα (Ω 367). Τέλος, τά εὑρίσκουμε μέ τή σημασία τῶν ἐδεσμάτων στήν Ὀδύσσεια (κ 9, ο 316).
παμμεδέοντος: ἐπιθετική μετοχή πού ἀπαντᾶ στήν βυζαντινή ἐπική γραμματεία ἀπό τόν Νόννο (καί στά Διονυσιακά του καί στήν Μεταβολή τοῦ Κατά Ἰωάννην ἁγίου Εὐαγγελίου). Ἀνάγεται στήν ὁμηρική ἐπιθετική μετοχή μεδέων, θηλ. μεδέουσα, ἡ ὁποία χρησιμοποιεῖται ὡς προσδιοριστική τῶν θεῶν, ὅπως τοῦ Διός (Γ 276, 320, Η 202, Ω 308: Ζεῦ πάτερ Ἴδηθεν μεδέων κύδιστε μέγιστε), τοῦ Ἑρμοῦ (ὁμηρικός ὕμνος Εἰς Ἑρμῆν, στ. 2) καί τῆς Ἀφροδίτης (ὁμηρικοί ὕμνοι Εἰς Ἀφροδίτην: Χαῖρε θεὰ Κύπροιο ἐϋκτιμένης μεδέουσα). Συνιστᾶ ἐπιθετική μετοχή τοῦ ρήματος μεδέω, τύπου τοῦ μέδω, καί σημαίνει τόν φροντίζοντα, τόν κυβερνῶντα, τόν προστάτη, τόν βασιλέα, τόν κηδεμόνα, τόν φρουρό. Χρησιμοποιεῖται ἐπί θεῶν εὐνοούντων καί προστατευόντων ὁρισμένους τόπους, ὅπως ἐπί τοῦ Διός ἀνωτέρω, Ἴδηθεν μεδέων (κλητική), δηλ. «φρουρέ καί προστάτα τῆς Ἴδης, ἄρχοντα τῆς Ἴδης». Στό θηλυκό πρόσωπο, χρησιμοποιεῖται πάντοτε ἐπί προστατίδων θεαινῶν καί δηλώνει τήν ἄρχουσα, τήν ἐπόπτιδα, τήν πολιοῦχον, τήν προστάτιδα. Ἐκκλησιαστικῶς τό ἐντοπίζουμε λ.χ. καί στό ἐπίγραμμα ὑπ’ ἀριθμ. 31 τοῦ πρώτου βιβλίου τῆς Παλατινῆς Ἀνθολογίας, ἀφιερωμένο «Εἰς τήν ὑπεραγίαν Θεοτόκον»: Παμμεδέοντα, ἄνασσα, Θεοῖο γόνον, τεὸν υἱόν, / ἄγγελοι ὃν τρομέουσι, τεῇς παλάμῃσι κρατοῦσα [...].

5. Ἀποτελεῖ ποιητική σύνθεση, σέ ἰαμβικό τρίμετρο, τοῦ Μανουήλ Φιλῆ, μέ τήν ἐπιγραφή Εἰς τὸ λεοντῶδες αὐτοῦ ζώδιον. Ἔχει ἀποδοθεῖ στό παρελθόν στόν ἁγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ[5].
Λέων ὁ Μᾶρκος εὑρεθεὶς ἐκ τῶν λόγων,
φρικτῶν βρυχηθμῶν ἐξερεύγεται κτύπους,
οὓς ἡ κτίσις πτήξασα, δορκάδος δίκην,
τοὺς δυσπλόκους πέφευγε τῆς πλάνης βρόχους.
Ἡ ἔξοχη ποιητική εἰκόνα θυμίζει πολύ ἀντίστοιχες τοῦ Ὁμήρου, ἀντλούμενες ἀπό τόν ζωικό κόσμο καί ἰδιαίτερα ἀπό τίς ἐπιθέσεις λεόντων στή λεία τους. Σέ μίαν ἀπό αὐτές, παρομοιάζει τήν καταδίωξη τοῦ Ἕκτορος ἀπό τόν Ἀχιλλέα, κατά τή μονομαχία τους, μέ σκύλο πού καταδιώκει ἐλάφι καί δέν ἡσυχάζει ἄν δέν τό ἐντοπίσει. Μάλιστα χρησιμοποιεῖ, ἀναλόγως ὅπως ἐδῶ (ἡ κτίσις πτήξασα), τήν μετοχή καταπτήξας (Χ 191), τοῦ ρήματος καταπτήσσω (συστέλλομαι ἐκ φόβου).

6. Οἱ ἀκόλουθοι στίχοι ἀνήκουν στόν Μιχαήλ Ἀποστόλη, λόγιο τοῦ 15ου αἰῶνος[6]:
Εὐαγγελιστά Μάρκε[7] τοῦ θεοῦ λόγου
ἰδοὺ τέτευχας τῆς ἄνω κληρουχίας·
αὐχένα εἰκάδι πέμπτῃ[8] Μάρκου ἔτμαγεν αἰχμή·
Ὦ πολιοῦχ’ Ἐνετῶν μεγαθύμων Μάρκε ἀγῆνορ,
ῥύεο σεῖο πόλιν ἔκ γε δολορραφίης.
Οἱ δύο πρῶτοι στίχοι εἶναι σέ ἰαμβικό τρίμετρο· ὁ τρίτος σέ δακτυλικό ἑξάμετρο καί οἱ δύο τελευταίοι συνιστοῦν ἐλεγειακό δίστιχο.
Τό τέτευχας, παρακείμενος τοῦ τυγχάνω στούς κλασικούς συγγραφεῖς, συγχέεται καί συμπίπτει ἰωνικῶς καί ὁμηρικῶς μέ ἀντιστοίχους τύπους τοῦ τεύχω (παρασκευάζω, παράγω διά τεχνικῆς ἐργασίας).
ἔτμαγεν: ἀόριστος τοῦ τμήγω (τέμνω, κόπτω). Στόν Ὅμηρο ἀπαντοῦν οἱ τύποι τμάγεν καί διέτμαγεν. Μέ αὐτόν τόν τύπο δηλώνεται λ.χ. ἡ διάσπαση τῶν τάξεων τῶν Τρώων ἀπό τήν ἐπίθεση τοῦ Πατρόκλου (Π 374).
ἀγῆνορ: κλητική ἐνικοῦ τοῦ ἐπιθέτου ἀγήνωρ (ἀνδρεῖος, ἡρωϊκός, γενναῖος· ἐπίσης, ὑπερήφανος, ὑπερφίαλος καί ἀλαζόνας). Ἀγήνορες χαρακτηρίζονται ἀπό τόν Ὅμηρο οἱ Τρῶες (Τρῶας ἀγήνορας: Κ 299) καί ὁ Λαομέδων· ἐπίσης, τό θυμικό τοῦ λέοντος, πού ὁρμᾶ μέ ἀσυγκράτητη δύναμη στά ποίμνια (Ω 42: μεγάλῃ τε βίῃ καὶ ἀγήνορι θυμῷ), ὡς παρομοίωση τῆς μήνιος τοῦ Ἀχιλλέως· καθώς καί στήν Ὀδύσσεια, κατ’ ἐπανάληψη καί λογοτυπικῶς, οἱ μνηστῆρες. Ἀγήνωρ, βεβαίως, ἦταν καί τό ὄνομα τοῦ Τρώου ἥρωος, υἱοῦ τοῦ Ἀντήνορος, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται στήν Ἰλιάδα (Ζ 298, Λ 59) καί διεκρίθη γιά τήν γενναιότητά του, καθώς ἀντιμετώπισε τόν ἴδιο τόν Ἀχιλλέα. Κατά τήν ἀναμέτρηση (Φ 545 κ.ἑ.), κινδύνευσε νά σκοτωθεῖ καί τόν διέσωσε ὁ Ἀπόλλων τυλίσσοντάς τον σέ νέφος καί ἀπομακρύνοντάς τον ἀπό τό πεδίο τῆς μάχης.
Μεγαθύμων: γενική πληθυντικοῦ τοῦ ἐπιθέτου μεγάθυμος (μεγαλόψυχος, γενναιόψυχος, ὑψηλόφρων), πού ἀπαντᾶ εὐρέως στόν Ὅμηρο, εἰδικῶς σέ λαωνυμικά συμφραζόμενα (λ.χ. Τρώων μεγαθύμων, Αἰτωλῶν, Παφλαγόνων, Ἀβάντων, Φαιήκων, Φθίων μεγαθύμων), καί χρησιμοποιεῖται καί ἀπό τούς ἐκκλησιαστικούς ποιητές.
ῥύεο: β΄ πρόσωπο προστακτικῆς ἐνεστῶτος, ἄνευ συναιρέσεως στήν κατάληξη, τοῦ ρήματος ῥύομαι (προστατεύω, προφυλάσσω· κυριολεκτικῶς, ἀπό τό ἐρύω: σύρω, ἕλκω, ἐξελκύω, ἀνασπῶ).
σεῖο εἶναι ὁ γνωστός ὁμηρικός τύπος τῆς γενικῆς τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς προσωπικῆς ἀντωνυμίας.
δολορραφίη: ἡ λέξη δέν ἀπαντᾶ στόν Ὅμηρο, ὡστόσο ἔχει τήν χαρακτηριστική ὁμηρική κατάληξη τῶν θηλυκῶν οὐσιαστικῶν α΄ κλίσεως. Μέ αὐτή τή μορφή ἐντοπίζεται καί στήν Παλατινή Ἀνθολογία (Βιβλίο Ε΄, ἐπίγραμμα 286), ἐνῶ ὁ δολορραφεύς ἀπαντᾶ στά Διονυσιακά τοῦ Νόννου καί στόν Ὀππιανό.

7. Μηναῖον Ἀπριλίου, ἐκδ. Βενετίας, ἡμ. 25ῃ. Τό πρῶτο δίστιχο ἔχει συντεθεῖ σέ ἰαμβικό τρίμετρο, ἐνῶ ὁ τελευταῖος στίχος σέ δακτυλικό ἑξάμετρο:
Σύροντες εἰς γῆν Μᾶρκον οἱ μιαιφόνοι,
πρὸς οὐρανοὺς πέμποντες αὐτὸν ἠγνόουν.

Εἰκάδι πέμπτῃ Μᾶρκον ἐνὶ χθονὶ ἄφρονες εἷλκον.
μιαιφόνοι: Τό ἐπίθ. μιαιφόνος (ὁ διά φόνου μεμιασμένος, ὁ αἱμοδιψής καί αἱμοχαρής, ὁ φονικός) εἶναι προσδιοριστικό τοῦ Ἄρεως στήν Ἰλιάδα (Ἄρης μιαιφόνος, ὁ ἀνδροφόνος: Ε 844, Φ 402).
ἐνί: ὁ γνωστός ὁμηρικός τύπος τῆς προθέσεως ἐν.

Ἡ μελέτη τῶν παρατεθέντων ἐπιγραμμάτων δεικνύει ὅτι ὁ ὁμηρικός στίχος ἀνέθαλε καί σέ αὐτό τό πεδίο ὡς ζῶσα ποιητική παράδοση, καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῶν βυζαντινῶν χρόνων καί πέραν ἀκόμη τούτων. Ἡ πάλλουσα γλώσσα καί τό μέτρο τῶν ὁμηρικῶν ἐπῶν δέν παρέμεινε στό διδασκαλεῖο· γονιμοποίησε τήν ἐκκλησιαστική ποίηση καί τῆς προσέδωσε αἴγλη καί ἀρτιότητα, ὑψηλό καί ὑπερβατικό ὕφος, ποιητική χάρη, δύναμη καί βαρύτητα. Ἡ ἀκτινοβολία τοῦ ὁμηρικοῦ στίχου διεπότισε βαθέως καί ἐκτενῶς τήν ἐκκλησιαστική ἐπιγραμματοποιία τόσο στό λεξιλόγιο ὅσο καί στή μετρική μορφή, ἀποδίδουσα θαυμαστούς καρπούς. Ἡ τέχνη τοῦ «κορυφαίου τῶν ποιητῶν» ἔγινε ἐκδήλωση ἐκκλησιαστικῆς μαρτυρίας πρός τιμήν καί ὕμνον τοῦ «θείου συγγραφέως» καί «τρανῶς φθεγγομένου» «ἐν θεογράφοις», ἁγίου Μάρκου.


[1] Henrici O. Coxe, Catalogi codicum manuscriptorum Bibliothecae Bodleianae. Pars prima recensionem codicum Graecorum continens, Oxonii 1853. Πρβλ. Τό ἰαμβικό ἐπίγραμμα στόν Πατμιακό κώδικα ὑπ’ ἀριθμ. 334 (14ος αἰ.). Ἀθ. Κομίνης, «Συναγωγή ἐπιγραμμάτων εἰς τούς τέσσαρας Εὐαγγελιστάς», ΕΕΒΣ 21 (1951), 254-279.
[2] Σωφρ. Εὐστρατιάδου - Σπυρ. Λαυριώτου, Κατάλογος τῶν κωδίκων τῆς Μεγίστης Λαύρας, ἐν Κανταβριγίᾳ, 1925.
[3] Σωφρ. Εὐστρατιάδου - Ἀρκαδίου Βατοπεδινοῦ, Κατάλογος τῶν κωδίκων τῶν ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ Βατοπεδίου ἀποκειμένων κωδίκων, ἐν Κανταβριγίᾳ, 1924.
[4] Δηλ. «τῆς ὁποίας βίβλου» ἤ «ταύτης τῆς βίβλου».
[5] Λ. Σωφρονίου (Εὐστρατιάδου), Ἁγιορειτικῶν κωδίκων σημειώματα, Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Α΄, 1917, σ. 54-55.
[6] Β. Λαούρδας, «Μιχαήλ Ἀποστόλη ἀνέκδοτα ἐπιγράμματα», ΕΕΒΣ 20 (1950), σ. 192-3.
[7] Οἱ φιλόλογοι διατηροῦν τήν ὀρθογραφία τοῦ πρωτοτύπου καί αὐτογράφου κώδικος: Β. Λαούρδας, ἔ.ἀ., σ. 173· Ἀθ. Κομίνης, «Συναγωγή ἐπιγραμμάτων εἰς τούς τέσσαρας Εὐαγγελιστάς», ΕΕΒΣ 21 (1951), σ. 259.
[8] Δηλ. Ἀπριλίου.

Ἡ ανωτέρω ὁμιλία εκφωνήθηκε στό Ὁμήρειο Πνευματικό Κέντρο Δήμου Χίου τήν Κυριακή 14 Ἰουλίου 2013 στά πλαίσια τῶν εργασιῶν τῆς Ὁμηρικῆς Ἀκαδημίας 2013

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΚΗΡΥΚΟΣ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΤΤΑ Ένας τρίχρονος αθλητής της πίστεως και η καλλιμάρτυς του Χριστού θαρραλέα μητέρα του /ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΚΗΡΥΚΟΣ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΤΤΑ Ένας τρίχρονος αθλητής της πίστεως και η καλλιμάρτυς του Χριστού θαρραλέα μητέρα του /ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ
Μέσα στην πνευματική πανδαισία του αγιολογίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας διακρίθηκαν πολυάριθμες μορφές μαρτύρων, που προέρχονται από όλες τις κοινωνικές τάξεις και ηλικίες και θυσιάστηκαν για την αγάπη του Χριστού. Ανάμεσα σ’ αυτές ξεχωριστή θέση κατέχει μία θαρραλέα μητέρα με το τρίχρονο παιδί της. Ο λόγος για τους τιμώμενους στις 15 Ιουλίου Αγίους ενδόξους και αθλοφόρους μάρτυρες Κήρυκο και Ιουλίττα, που πρόσφεραν το αγνό και πολύτιμο αίμα τους για τον Ιησού Χριστό και τη σωτηριώδη διδασκαλία Του. 

Οι καλλίνικοι μάρτυρες και γενναίοι αθλητές της πίστεως, Κήρυκος και Ιουλίττα, έζησαν τον 4ο μ. Χ. αιώνα στο Ικόνιο της Μ. Ασίας. Η ένδοξη καλλιμάρτυς του Χριστού Ιουλίττα ήταν γόνος ευγενούς οικογένειας και οι γονείς της διακρίνονταν για την ευσέβεια και τις πολλές αρετές τους.
Γι’ αυτό και γαλουχήθηκε με τα νάματα της χριστιανικής πίστεως και διακρίθηκε για το ήθος, τη σεμνότητα και το αγωνιστικό της φρόνημα. Όταν η Ιουλίττα ενηλικιώθηκε, ήλθε εις γάμου κοινωνία με τις ευλογίες της Εκκλησίας και τις ευχές των ευσεβών και ενάρετων γονέων της. Μετά τον γάμο απόκτησε ένα χαριτωμένο αγόρι, τον Κήρυκο, και έτσι η ευτυχία της ολοκληρώθηκε. 

Τη χαρά διαδέχθηκε όμως η λύπη και την ευτυχία ο πόνος, γιατί ο σύζυγός της αρρώστησε βαριά και μετά από μικρό χρονικό διάστημα εγκατέλειψε την επίγεια ζωή και αναχώρησε για την αιωνιότητα. Έτσι η Ιουλίττα επωμίζεται σε πολύ νεαρή ηλικία τον σταυρό της χηρείας. Αντλεί όμως δύναμη από τον Αναστάντα Κύριο και η πίστη της στερεώνεται και ενισχύεται ακόμη περισσότερο, παρόλο που αντιμετωπίζει δυσκολίες, θλίψεις, εμπόδια και προκλήσεις. Στρέφει τις ελπίδες της στο μονάκριβο παιδί της και του μεταλαμπαδεύει την άσβεστη φλόγα της αγάπης στον Χριστό. Απορρίπτει την ιδέα του δεύτερου γάμου και αποφασίζει να αφιερωθεί εξ ολοκλήρου στον Κύριο και στην κατά Θεό ανατροφή του παιδιού της. Προσεύχεται αδιάλειπτα στον Ουράνιο Πατέρα, μελετά τακτικά την Αγία Γραφή, συμμετέχει ενεργά στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας και αποδεικνύει έμπρακτα την αγάπη της προς τον πλησίον και τον πάσχοντα συνάνθρωπο. Γι’ αυτό και επισκέπτεται χήρες και ορφανά, φτωχούς και ασθενείς και προσφέρει πλουσιοπάροχα τις πολύτιμες υπηρεσίες της. Επιθυμεί να οδηγήσει όλους τους ανθρώπους στην αλήθεια του Ευαγγελίου του Χριστού και να τους οικοδομήσει πνευματικά, ενώ ο διακαής πόθος της είναι και ο τρίχρονος γιος της, ο Κήρυκος, να τιμήσει και να δοξάσει το όνομα του Χριστού. 

Την εποχή όμως αυτή ο σκληρός αυτοκράτορας Διοκλητιανός εξαπολύει διωγμούς με σκληρά βασανιστήρια εναντίον των χριστιανών. Αναρίθμητα είναι τα ονόματα των μαρτύρων, που βασανίζονται ανελέητα και χάνουν τη ζωή τους. Στο στόχαστρο των διωκτών της χριστιανικής πίστεως βρίσκεται και η Ιουλίττα. Προσεύχεται στον Θεό για να στερεωθεί ακόμη περισσότερο στην πίστη της και αποφασίζει να εγκαταλείψει την πατρίδα της, παίρνοντας μαζί της τον τρίχρονο Κήρυκο και δύο υπηρέτριες, που διδάχθηκαν την χριστιανική αλήθεια από αυτή. 

Φτάνουν στη Σελεύκεια της Συρίας, αλλά η κατάσταση εκεί είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη και πολλοί χριστιανοί φονεύονται. Γι’ αυτό και αναχωρεί για την Ταρσό της Κιλικίας, αλλά και εκεί δεν κατορθώνει να διαφύγει την προσοχή των διωκτών. Συλλαμβάνεται μαζί με το παιδί της και οδηγείται ενώπιον του σκληρόκαρδου ειδωλολάτρη επάρχου Αλεξάνδρου, ο οποίος προσπαθεί με υποσχέσεις και κολακευτικά λόγια να την πείσει να αρνηθεί τον Χριστό και να προσκυνήσει τα ψεύτικα είδωλα. Η Ιουλίττα παραμένει όμως σταθερή και αμετάβλητη. Απορρίπτει περιφρονητικά τις υποσχέσεις και ομολογεί ευθαρσώς την πίστη της στον αληθινό Θεό. Αναμένει με αγωνία το μαρτύριο και ενθαρρύνεται από την αδιάλειπτη προσευχή της. Στρέφει τα μάτια της στον ουρανό και ατενίζει την αιωνιότητα με ελπίδα. Ο τύραννος Αλέξανδρος, βλέποντας την ακλόνητη πίστη και την άκαμπτη θέληση της Αγίας, που του δήλωσε με παρρησία: «Ποτέ δεν πρόκειται να αρνηθώ την πίστη μου, έστω και αν με αποκεφαλίσεις, με κάψεις στη φωτιά ή με παραδώσεις ως τροφή στα θηρία», κυριεύτηκε τόσο πολύ από θυμό και αγανάκτηση, ώστε διέταξε να αποσπάσουν με τη βία τον μικρό Κήρυκο από τη στοργική αγκαλιά της. Στη συνέχεια άρχισαν να τη μαστιγώνουν ανελέητα, αλλά η ένδοξη μάρτυς του Χριστού Ιουλίττα υπομένει αγόγγυστα το μαστίγωμα και αντλεί δύναμη από τον αρχηγό της πίστεώς μας, τον Ιησού Χριστό, που σταυρώθηκε για μας. 

Ο τρίχρονος Κήρυκος κλαίει διαρκώς και ζητάει απεγνωσμένα τη μητέρα του, την οποία βλέπει να μαστιγώνεται αλύπητα. Ο έπαρχος παίρνει τότε στα χέρια το παιδί και προσπαθεί να το ηρεμήσει. Του λέει να αφήσει τη μητέρα του και να ζήσει ευτυχισμένο μαζί του, αφού θα του προσφέρει πολλά δώρα και θα το κάνει κληρονόμο της περιουσίας του. Το ευλογημένο νήπιο ομολογεί με παρρησία τη χριστιανική του ταυτότητα και απαντά στον έπαρχο: «Εγώ τον Χριστό μου αγαπώ», ενώ στην προσπάθειά του να γλιτώσει από αυτόν, δίνει μία κλωτσιά στην κοιλιά του ειδωλολάτρη επάρχου. Τότε εκείνος εξαγριώθηκε τόσο πολύ, ώστε πέταξε το παιδί με μανία και αγριότητα στα μαρμάρινα σκαλοπάτια, με αποτέλεσμα να συντριβεί το μικρό σώμα και το κεφάλι του νηπίου. Το αγνό αίμα του γέμισε τα σκαλοπάτια, αλλά αγίασε τη μαρτυρική γη της Ταρσού, ενώ η ψυχή του μικρόσωμου αθλητή της πίστεως γέμισε τον ουρανό με άφθαστη αγαλλίαση. Η θαρραλέα μητέρα παρακολουθεί με πόνο και θλίψη τα γεγονότα, αλλά ευφραίνεται, γιατί ο μονάκριβος γιος της αξιώθηκε του μαρτυρίου και από εδώ και στο εξής θα χαίρεται μέσα στην ομορφιά του Παραδείσου. Μετά τον ακαριαίο θάνατο του Κηρύκου η καλλιμάρτυς του Χριστού Ιουλίττα υποβάλλεται σε νέα βασανιστήρια, αλλά και πάλι υπομένει καρτερικά και προσεύχεται για τη συγχώρηση των βασανιστών της. Η επιμονή της στην αγάπη του Χριστού εξοργίζει τόσο πολύ τον ειδωλολάτρη έπαρχο, ώστε αποφασίζει να την οδηγήσει στον τόπο της εκτελέσεως και να την αποκεφαλίσει. Της έβαλαν μάλιστα και χαλινάρι στο στόμα και την οδήγησαν με τη βία στον τόπο, όπου θα αποκεφαλιζόταν. Η Αγία ζητά από τους δημίους της πριν το επίγειο τέλος της να προσευχηθεί στον Πανάγαθο Θεό, ο οποίος την αξίωσε και εκείνη και τον γιο της να εισέλθουν με τον στέφανο του μαρτυρίου στην αιώνια χαρά του Παραδείσου και να συναριθμηθούν στη χορεία των ενδόξων μαρτύρων της πίστεως μας. 

Μετά τον αποκεφαλισμό της το ιερό λείψανο της Αγίας ρίχθηκε στον τόπο, όπου βρισκόταν το λείψανο και του τρίχρονου γιου της, του Κηρύκου. Την επόμενη νύχτα οι δύο υπηρέτριες ήρθαν και παρέλαβαν κρυφά τα ιερά λείψανα και τα τοποθέτησαν σε σπήλαιο έξω από την πόλη της Ταρσού. Μετά τους διωγμούς η μία υπηρέτρια αποκάλυψε τα ιερά λείψανα των ενδόξων μαρτύρων Κηρύκου και Ιουλίττης, τα οποία σήμερα είναι τεθησαυρισμένα σε διάφορες ιερές μονές, όπως στην ιερά μονή Γρηγορίου του Αγίου Όρους, όπου φυλάσσεται η κάρα του Αγίου Κηρύκου και στην ιερά μονή Διονυσίου του Αγίου Όρους, όπου φυλάσσεται τμήμα της αριστερής χειρός και του δεξιού ποδός του τρίχρονου νηπίου. 

Το όνομα του Αγίου Κηρύκου φέρουν η πρωτεύουσα του ακριτικού νησιού της Ικαρίας, που κοσμείται με ομώνυμο περικαλλή ιερό ναό και χωριό της Ζακύνθου, όπου στις 15 Ιουλίου, την ημέρα δηλαδή της μνήμης των Αγίων Κηρύκου και Ιουλίττης, τελείται παραδοσιακό πανηγύρι στην πλατεία του χωριού. Το 1968 ιδρύθηκε επίσης στην περιοχή του Σιδηροκάστρου Σερρών ιερά μονή επ’ ονόματι των δύο ενδόξων και αθλοφόρων Αγίων, οι οποίοι προσφέρουν σε όλους εμάς ένα λαμπρό και φωτεινό παράδειγμα φλογερής πίστης, καρτερικής υπομονής και αγωνιστικού φρονήματος. 

Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος 
Εκπαιδευτικός 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 

Ζουμή Γεωργίου, Πρωτοπρεσβυτέρου, Βίος και Ακολουθία των Αγίων μαρτύρων Κηρύκου και Ιουλίττης, Έδεσσα 2002.

Κήρυγμα του Θείου Λόγου στον πανηγυρίζοντα Ιερό Ναό των Αγίων Κηρύκου και Ιουλίττης στο Βροντάδο,την 15/7/2012. Του Αρχιδιακόνου Κήρυκου Φαράκλα.

  Κήρυγμα του Θείου Λόγου στον πανηγυρίζοντα Ιερό Ναό των Αγίων Κηρύκου και Ιουλίττης στο Βροντάδο την 15/7/2012. Του Αρχιδιακόνου Κήρυκου Φαράκλα.
ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ
E-mailΕκτύπωσηPDF
Agios_Kirikos«Τη 15η του αυτού μηνός μνήμην των Αγίων Μαρτύρων Κηρύκου και Ιουλίττης της μητρός αυτού» .
Με αυτά τα λόγια Σεβασμιότατοι Άγιοι Αρχιερείς, ευσεβές εκκλησίασμα, ο ιερός Συναξαριστής μας ενημερώνει για τους Αγίους που τιμά η εκκλησία μας σήμερα και παραθέτει το βίο τους.
Ο Άγιος Κήρυκος και η μητέρα του Ιουλίττα έζησαν στο Ικόνιο της Μικράς Aσίας την εποχή που βασίλευε ο Διοκλητιανός. Πολύ νέα η «καλλιμάρτυς του Χριστού» έμεινε χήρα αλλά προτίμησε να αφοσιωθεί στη χριστιανική αγωγή του μονάκριβου τρίχρονου παιδιού της παρά να συνάψει δεύτερο γάμο. Η εκκλησία του Χριστού κατά το 295-296 βρισκόταν σε διωγμό. Φοβούμενη για την τύχη του νηπίου η αγία μετέβη στην Σελεύκεια της Κιλικίας και από εκεί λόγω του διωγμού κατευθήνθηκε στην Ταρσό όπου και συνελήφθει. Έπαρχος ήταν ο Αλέξανδρος ο οποίος στην προσπάθειά του να μεταπείσει τον μικρό Κήρυκο δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει βία κατά της μητέρας του αγίου, δεν δίστασε με λόγια γλυκά να προσεταιριστεί το παιδί. Η ματιά της μητέρας, με τη χάρη του Θεού, βοήθησαν ώστε όχι μόνο να μην μεταπεισθεί το φρόνημα του νηπίου αλλά αντιθέτως να αντλήσει το απαραίτητο θάρρος, να λακτίσει την κοιλία του τυράννου και να βροντοφωνάξει:.... «Εγώ τον Χριστόν αγαπώ.!!!» Η αυθόρμητη αυτή απάντηση προκάλεσε τη θηριώδη αντίδραση του Αλεξάνδρου: αρπάζει το παιδί και το ρίχνει, με λυσσαλέα δύναμη στα σκαλιά φέρνοντάς το κοντά στο Θεό ο οποίος του πρόσφερε επάξια τον στέφανο του μαρτυρίου. Μετά από φρικτά βασανιστήρια κι αποτομή της κεφαλής η αγία του Χριστού Ιουλίττα ακολούθησε το παιδί της.
Σήμερα, λοιπόν, οι ουρανοί αγάλλονται, διότι δύο φθαρτοί, πήλινοι άνθρωποι, δύο δημιουργήματα του Θεού, δύο εικόνες του Θεού, κάνοντας ορθή χρήση του κατ΄εικόνα, δηλ κάνοντας σωστή χρήση των χαρισμάτων που τους δώρισε ο Πλάστης, έφθασαν στο κάθ’ ομοίωσην, έφθασαν στη θέωση κατά χάρη, έγιναν Άγιοι.
Σήμερα ο περικαλής τούτος ναός πανηγυρίζει τους προστάτες Αγίους στους οποίους τιμάται, με την ξεχωριστή ευλογία να υπάρχει η δυνατότητα να προσκηνήσουμε το άφθαρτο λείψανο του Αγίου Κηρύκου.
Σήμερα η εκκλησία του Τριαδικού Θεού, εμείς όλοι δηλαδή οι ευσεβείς Χριστιανοί , έχουμε άλλη μία ευκαιρία να διδαχθούμε από το βίο και το μαρτύριο των Αγίων διότι «μνήμη αγίου μίμηση αγίου» όπως αναφέρει ο ιερός Χρυσόστομος.
Πλήθος από Διδαχές και νοήματα.
Μα αυτά έγιναν περίπου 1700 χρόνια πριν. Τι σχέση μπορούν να έχουν με εμάς; Πως μπορούν να μας διδάξουν γεγονότα που συνέβησαν αιώνες πριν;
Εύλογες, αγαπητοί μου, οι απορίες σας για τα νοήματα και τις διδαχές που κρύβονται στο βίο των αγίων. Μπορεί πολλά να μας φαίνονται ξένα ή μακριά απο τη σύχρονη πραγματικότητα.
Δεν έχουμε πια διωγμούς, δεν απειλείται η ζωή μας.
Είναι δύσκολο η σύγχρονη νεαρή μητέρα να μεγαλώσει μόνη της το παιδί της, να του δώσει Χριστιανικές αρχές, να του ενσταλάξει την ορθή πίστη! Πολλοί περισσότεροι οι πειρασμοί σήμερα από τότε, πολλές οι σύγχρονες ανάγκες.
Ένα τρίχρονο παιδί, σαν τα δικά σας ή τα δικά μου, έχει ανάγκη να ομολογήσει την πίστη του; Μπορεί να βροντοφωνάξει «εγώ τον Χριστό αγαπώ!»;
Ας προσεγγίσουμε με μεγαλύτερη προσοχή το βίο των αγίων.
Σαφέστατα δεν έχουμε πλέον διωγμούς όπως του Νέρωνα και του Διοκλητιανού. Δεν απειλείται η ζωή μας όπως τους πρώτους αιώνες μετά τη γέννηση του Χριστού. Η εκκλησία και η πίστη μας όμως συνεχίζουν να διώκωνται. Δεν κινδυνεύουμε σήμερα να χάσουμε την ζωή μας, κινδυνεύουμε να χάσουμε την πίστη μας και την ψυχή μας. Οι όροι έχουν αντιστραφεί. Ενώ τα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού οι άνθρωποι δεν ενδιαφέρονταν για τη ζωή τους αλλά για την πίστη τους, τώρα μας νοιάζει η ζωή μας και όχι η πίστη μας. Και όταν βγάζουμε από την ζωή μας τον Χριστό τότε όλα επιτρέπονται όπως πολύ συχνά αναφέρετε Σεβασμιότατε. Κινδυνεύουμε να χάσουμε ότι πολυτιμότερο έχουμε: την ψυχή μας. «τί έχει να ωφεληθεί ο άνθρωπος αν κερδίσει τον κόσμο όλο αλλά απολέσει την ψυχή του;» όπως διασώζει το λόγο του Χριστού ο Ευαγγελιστής Μάρκος (η,8) . Το ευαγγέλιο μας υποδεικνύει το θέλημα του Θεού, το σωστό δρόμο, το δρόμο που ακολούθησαν και οι εορταζόμενοι άγιοι και έφθασαν στην κατά χάρην Θέωση. Ο Χριστός είπε «ο πιστεύων εις εμέ έχει ζωήν αιώνιον» (Ιω. Στ,47). Ζωή αιώνια κέρδισαν και οι Άγιοι που σήμερα τιμούμε.
Ο βίος της Αγίας Ιουλίττας είναι υπόδειγμα βίου για όλες τις μητέρες. Πιστή μέχρι θανάτου στα διδάγματα του Ευαγγελίου μεταλαμπαδεύει στο μονάκριβο παιδί της την πίστη και τη δύναμη να αποκρούει τις σειρηνικές υποσχέσεις του τυράννου. Μητέρες όπως η λογική αμνάς του Κυρίου γέννησαν τους προγόνους μας που διατήρησαν τη χριστιανική πίστη κατά τους δύσκολους καιρούς της Τουρκοκρατίας, τους ορθόδοξους πνευματικούς μαχητές του Ελληνικού διαφωτισμού, τους πιστούς ήρωες του 21, τους ήρωες του 40, τους επιστήμονες, τους εργάτες, τους χωρικούς, τους ιερείς. Ανάλογες μάνες μεγαλώνουν μόνες εδώ και αιώνες τα παιδιά του τόπου μας γιατί στο νησί μας, στο νησί της ναυτοσύνης, η μητέρα παιδαγωγεί, η μητέρα γαλουχεί την πίστη και μεταλαμπαδεύει μόνη στην κατ’ οίκον εκκλησία τα Θεία διδάγματα. Η χιώτισσα, η βρονταδούσαινα μάνα με φωτεινό παράδειγμα την αγία της εκκλησίας μας θα συνεχίζει να σηκώνει με τη βοήθεια του Θεού το βάρος της ανατροφής, πνευματικής κι ηθικής, των παιδιών και σήμερα στον τόπο μας.
Δεν αρκεί μόνο η μητέρα και ο πατέρας να σμειλεύουν την ψυχή του παιδιού Χριστιανικά. Χρειάζεται και τα ίδια τα παιδιά να προσπαθούν. Σήμερα τα παιδιά μεγαλώνουν στον κόσμο της πληροφορίας, του διαδικτύου, των εφήμερων υλικών απολαύσεων. Πρότυπό τους γίνεται ότι καθοδηγούμενα προβάλλεται, πολλές φορές χωρίς τη δυνατότητα αξιολόγησής του.
Ας οδηγήσουμε τα παιδιά μας προς μια ζωή χριστιανική.
Ας διδάξουμε τα παιδιά να συνδυάζουν τις γνώσεις, το διαδίκτυο και τις πληροφορίες με πυξίδα το Λόγο του Θεού.
Ας ενθαρρύνουμε τα παιδιά να κάνουν το σταυρό τους σε κάθε δραστηριότητα της ζωής τους: στην αρχή της ημέρας, στο σχολείο, στη μελέτη, στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, στον αθλητισμό, στο φαγητό, λίγο πριν τον ύπνο .
Ας σπείρουμε το λόγο του Θεού στις καρδιές τους για να έχουν τη δύναμη να αντιτάξουν λόγο δυναμικό και ορθόδοξο στη σύγχρονη μάστιγα των ναρκωτικών.
Ας ενσταλλάξουμε στα παιδιά μας, με τη δύναμη του Τριαδικού θεού αντιστάσεις σαν αυτές του τριετούς Αγίου Κηρύκου.
Ας τα κάνουμε να μας αισθάνονται πάντα δίπλα τους όπως ο μικρός εορταζόμενος άγιος ένιωθε την Αγία Ιουλίττα.
Ετσι ολα τα παιδιά θα έχουν την δύναμη να πουν : Όχι, εγώ αγαπώ τη ζωή, έγω τον Χριστό αγαπώ.
Διότι ο Χριστός είναι η «οδός, η αλήθεια και η ζωή» (Ιω, ιδ, 6). Αμήν.

ΚΑΤΑΡΤΙΣΙΣ Τεύχος 10ον ΜΑΪΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2013

ΚΑΤΑΡΤΙΣΙΣ Τεύχος 10ον ΜΑΪΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2013
E-mail Εκτύπωση PDF
01a
ΚΑΤΑΡΤΙΣΙΣ
ΤΕΥΧΟΣ 10ον ΜΑΪΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2013
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΧΙΟΥ, ΨΑΡΩΝ & ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ
ΔΙΜΗΝΙΑΙΟ ΔΕΛΤΙΟ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΕΩΣ
ΧΙΟΣ

Σάββατο 13 Ιουλίου 2013

Εγκύκλιο Σημείωμα 1621/619/8-7-2013 Σύναξις Πρεσβυτερών /ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ

Εγκύκλιο Σημείωμα 1621/619/8-7-2013 Σύναξις Πρεσβυτερών /ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ
E-mail Εκτύπωση PDF
Synaxi_Presvytervn

14 Ἰουλίου 2013 - Κυριακή Ἁγίων Πατέρων ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ

14 Ἰουλίου 2013 - Κυριακή Ἁγίων Πατέρων ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ
E-mail Εκτύπωση PDF
ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ 
Ἀριθμός 24 
Κυριακή Ἁγίων Πατέρων
14 Ἰουλίου 2013
(Τίτ. γ΄ 8 – 1 5)

«Μανθανέτωσαν οἱ ἡμέτεροι καλῶν ἔργων
προΐστασθαι...ἵνα μή ὦσιν ἄκαρποι»

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Τήν ἔλλειψι δημιουργικότητας καί τήν ἀπουσία καλῶν ἔργων ἀπό τή ζωή τῶν ἀνθρώπων, ὁ θεῖος Ἀπόστολος τήν παρομοιάζει μέ τήν ἀκαρπία τῶν δένδρων. Ἡ ἀκαρπία στά δένδρα καί στή φύσι θεωρεῖται γενικά σάν κατάρα. Στήν ζωή ὅμως πολλῶν ἀνθρώπων ἡ ἔλλειψις δημιουργικότητας καί ἡ ἀπουσία καλῶν ἔργων θεωρεῖται δυστυχῶς φυσικό πρᾶγμα.

Ρίξτε μιά ματιά στή ζωή μερικῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς μας. Δέν ἔχουν καμμιά διάθεσι νά κινηθοῦν, νά δημιουργήσουν κάτι. Ὑπάρχουν μάλιστα καί ἐκεῖνοι πού ἀρνοῦνται θεληματικά νά ἀναμιχθοῦν σέ ἔργα προσφορᾶς καί δημιουργίας. Ὅλοι αὐτοί μοιάζουν μέ δένδρα πού ἔχουν ἀρνηθῆ στόν ἑαυτό τους τό δῶρο τῆς καρποφορίας καί γι’αὐτό παραμένουν ξηρά καί ἄκαρπα.

Νά μερικά παραδείγματα. Ὑπάρχουν μερικοί μεγάλοι καί δυνατοί, πού τό ποτάμι τοῦ πλούτου τους τό ἀφήνουν νά τρέχει μόνο στά κανάλια τοῦ ἀτομισμοῦ τους, χωρίς νά ἐπιτρέπουν οὔτε μία σταγόνα νά πέσει στά διψασμένα χείλη τῶν συνανθρώπων τους. Ἄλλοι πάλι πού ἔχουν θέσεις καί ἀξιώματα, ἀρκοῦνται στήν προσωπική τους καταξίωση καί μέ αὐτοθαυμαστική ἀδιαφορία δέν κάνουν τίποτε γιά τήν ἐπίλυσι τῶν προβλημάτων τῶν ἀδυνάτων. Στήν ἴδια κατηγορία ἀνήκουν δυστυχῶς καί οἱ σύζυγοι ἐκεῖνοι πού ἀρνοῦνται τήν καρποφορία τῆς ἀγάπης τους καί διαγράφουν τή χαρά τῶν παιδιῶν ἀπό τή ζωή τους...

Ὑπάρχουν ὅμως καί οἱ ἄλλοι, οἱ «καλοί», μέ τίς σωστές ἀντιλήψεις ἄνθρωποι. Αὐτοί ἀποφεύγουν κάθε κακό, δέν κάνουν ὅμως τό ἀποφασιστικό βῆμα τῆς δημιουργίας. Ἀρκοῦνται συνήθως στίς διαπιστώσεις καί τίς εὐχές «γιά τή βελτίωσι τῶν κοινωνικῶν προγμάτων». Αὐτοί μοιάζουν μέ τή συκιά τοῦ Εὐαγγελίου πού δέν εἶχε παρά φύλλα μόνο.

Γι’ αὐτό καί ἡ προτροπή τοῦ Ἀποστόλου εἶναι σαφής: Οἱ χριστιανοί πρέπει νά πρωτοστατοῦν στά καλά ἔργα. Νά εἶναι καρποφόροι καί ὄχι ἄκαρποι.

Οἱ χριστιανοί δέν ἔχουν κἄν τό δικαίωμα νά εἶναι ἄκαρποι. Γιατί πίσω τους ἔχουν μιά παράδοση ἐκπληκτικῆς καρποφορίας. Ὁ Κύριος, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ πρῶτοι χριστιανοί, οἱ Πατέρες τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τήν μνήμη τῶν ὁποίων ἑορτάζουμε σήμερα, καθώς καί οἱ ζωντανοί πιστοί ὅλων τῶν ἐποχῶν ὑπῆρξαν δημιουργικοί καί καρποφόροι. Πλούσιοι καί δυνατοί στήν καρδιά, σκόρπισαν τό φῶς τοῦ Εὐαγγελίου καί χάρισαν τή χαρά τῆς λυτρώσεως σέ ἔθνη καί λαούς۠ ἄνοιξαν δρόμους ζωῆς καί πολιτισμοῦ۠ ὀμόρφηναν τή ζωή τῶν ἀνθρώπων μέ τά ἔργα τῆς ἀγάπης καί τῆς καλωσύνης. Ὅπου ὑπῆρχε τό μῖσος ἔφεραν τήν ἀγάπη۠ ὅπου ὑπῆρχε ἡ ἀδικία, τή δικαιοσύνη۠ ὅπου ἡ ἀμφιβολία, τήν πίστη۠ ὅπου ἡ ἀπελπισία, τήν ἐλπίδα۠ ὅπου τό σκοτάδι, τό φῶς۠ ὅπου ἡ λύπη, τή χαρά.

Τήν πολύτιμη αὐτή κληρονομία τῆς καρποφορίας καλοῦνται νά συνεχίσουν καί οἱ σημερινοί χριστιανοί: Μέ τή δημιουργική καί καρποφόρο παρουσία τους ἡ ἔρημη, ἄγονη καί στεῖρα ἐποχή μας «θά γεμίση λουλούδια καί πλούσια βλάστησι» (Ἡσ. 35, 1-2). Ὅπου τούς ἔχει φυτεύσει ἡ ἀγάπη τοῦ Δημιουργοῦ: μέσα στήν οἰκογένεια, τήν ἐκπαίδευση, τίς ἰδιωτικές ἤ δημόσιες ὑπηρεσίες, τά μέσα ἐνημερώσεως, τούς ἐπιστημονικούς, πολιτιστικούς, κοινωνικούς, οἰκονομικούς καί πολιτικούς κύκλους, παντοῦ νά φέρουν τούς γλυκούς καρπούς τῶν καλῶν ἔργων.

Γιά τούς χριστιανούς δέν ὑπάρχουν περίοδοι καρποφορίας καί ἀκαρπίας. Πάντοτε εἶναι καί πρέπει νά εἶναι καρποφόροι. Ἄς τό προσέξωμε αὐτό ἰδιαίτερα τώρα τό καλοκαίρι. Γιατί πολλοί ταυτίζουν τήν περίοδο τῶν διακοπῶν τοῦ καλοκαιριοῦ μέ τήν ἀργία καί τήν ἀπραξία. Τήν πραγματική ὅμως ξεκούρασι δέν θά τή βροῦμε στήν ἀργία ὅσο στίς δημιουργικές ἀπασχολήσεις. Νά μή στειρέψει ἡ καρδιά ἀπό τά αἰσθήματα τῆς ἀγάπης. Μιά καρδιά πού ἀγαπάει ἀληθινά, δέν σταματάει ποτέ, ὅπως καί ἡ καρδιά τοῦ Οὐρανίου Πατέρα μας. ΑΜΗΝ!

Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

7 Ἰουλίου 2013 - Κυριακή Β΄ Ματθαίου/ ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ

7 Ἰουλίου 2013 - Κυριακή Β΄ Ματθαίου/ ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ
E-mail Εκτύπωση PDF
ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ 
Ἀριθμός  23
Κυριακή Β΄ Ματθαίου
7  Ἰουλίου 2013
(Γαλ. γ΄ 23 – δ΄ 5 )
«Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε» (Γαλ. γ, 27) 
Τή σημασία τοῦ Ἱ. Μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος τονίζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, μέ τόν παραπάνω λόγο του. Σημειώνει, ὅτι ὁ σκοπός τῆς ἐπί γῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου ἦταν ἡ ἐπανάκτηση ἀπό τόν ἄνθρωπο τοῦ μεγαλειώδους προορισμοῦ πού ὁ Δημιουργός ἀπαρχῆς τοῦ εἶχε θέσει: τό καθ’ ὁμοίωσιν μέ  τόν Θεόν κατά χάριν. Ὁ Κύριος μέσα στά πλαίσια τῆς ἄπειρης ἀγάπης Του οἰκονομεῖ τά πράγματα ἔτσι ὥστε ὁ ἄνθρωπος καί πάλι νά μπορεῖ νά ἀποκατασταθεῖ μέ τήν δυνατότητα τῆς υἱοθεσίας ἀπό τόν Θεό. Κι αὐτή ἡ υἱοθεσία περνᾶ μέσα ἀπό τό κατά Χριστόν Βάπτισμα, μέ τό ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ἐνδύεται πιά ὡς υἱός τοῦ Θεοῦ τόν ἴδιο τόν Χριστό.

Δέν πρόκειται λοιπόν, ὅταν μιλᾶμε γιά τό Ἱ. Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος γιά ἕνα ἁπλό κοινωνικό γεγονός, στό ὁποῖο καλοῦνται οἱ συγγενεῖς τοῦ βαπτιζομένου, μεγάλου ἤ νηπίου στήν ἠλικία - ἡ Ἐκκλησία μας δέχθηκε ἀπό πολύ νωρίς τόν νηπιοβαπτισμό, διότι τό νήπιο δέν θεωρεῖται ἀρνητικό στή λήψη τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ - γιά νά «διασκεδάσουν» μέ τά τελούμενα۠ οὔτε γιά ἕνα «μαγικό» τελετουργικό, κατά τό ὁποῖο μέ λόγια καί νερό θά ξορκίσει κανείς κάποιο κακό. Μιά τέτοια κατανόηση παραπέμπει εἴτε γιά τήν πρώτη περίπτωση σέ κοινωνία ἀθέων, πού τά πάντα ἀντιμετωπίζονται ἰσοπεδωτικά ἀπό τήν ξερή ἀνθρώπινη λογική, ἡ ὁποία κατ’ αὐτούς θεωρεῖται κριτήριο ὅλων, εἴτε γιά τή δεύτερη σέ θρησκεῖες καί θεοσοφίες, πού λειτουργοῦν ὑπό τήν ἐπήρεια πονηρῶν πνευμάτων καί πού τίς κατήργησε βεβαίως ὁ Χριστός μέ τόν ἐρχομό Του.
Τό χριστιανικό Βάπτισμα ἐνσωματώνει τόν ἄνθρωπο στό Σῶμα τοῦ Κυρίου, καθιστώντας αὐτόν μέλος Ἐκείνου. Ὁ Κύριος ἐρχόμενος στόν κόσμο γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου δίνει τήν ἀπόλυτη καί ἀποτελεσματική ὤθηση στόν ἄνθρωπο νά σωθεῖ, κάνοντάς τον κομμάτι τοῦ ἑαυτοῦ Του, ἐντάσσοντάς τον δηλαδή μέσα στήν ἀνθρώπινη φύση Του. «Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα». Ἄν ὁ Κύριος ἐρχόταν μόνο γιά νά κηρύξει τήν ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, κρίνοντας τόν ἄνθρωπο γιά τήν ἁμαρτία του καί καλώντας τον νά τήν  ὑπερβεῖ ἀπό μόνος του, δέν θά διέφερε ἀπό τούς ἄλλους προφῆτες πού ὁ Ἴδιος ἔστελνε στήν Παλαιά Διαθήκη. Θά ἦταν καί Αὐτός ἕνας προφήτης ἀλλά ὄχι Σωτήρας. Ὁ Κύριος ὅμως εἶναι φιλάνθρωπος καί ἡ ἀγάπη Του γιά τά πλάσματά Του εἶναι δεδομένη.  Γενόμενος ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος πραγματικός ἄνθρωπος, χωρίς νά παύσει ποτέ νά εἶναι καί τέλειος Θεός, δίδει στόν πεσμένο λόγῳ τῆς ἁμαρτίας ἄνθρωπο τή χάρη τοῦ Πνεύματός Του, ὥστε διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος νά γίνει ἕνα μέ Αὐτόν. Ὅ, τι ὁ ἄνθρωπος ἔχασε διά τῆς ἁμαρτίας μπορεῖ πιά ἐν Χριστῷ πολλαπλάσιος νά τό ἀποκτήσει καί πάλι.
Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή τό βάπτισμα εἶναι μία νέα γέννηση γιά τόν ἄνθρωπο. Γεννιέται μέσα σ’αὐτόν ὁ Χριστός καί ἀρχίζει ὁ καινούργιος αὐτός ἄνθρωπος νά λειτουργεῖ στόν κόσμο ὡς ἄλλος Χριστός. Κι εἶναι αὐτή ἡ γέννα ἡ πολιτογράφηση τοῦ ἀνθρώπου στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τά πάντα σ’αὐτόν σφραγίστηκαν ἀπό τόν Κύριο καί τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἔτσι τό σῶμά του ἔγινε χριστο-σῶμα καί ἡ ψυχή του χριστο-ψυχή. Κι ὅταν, γιά νά κάνουμε ἕνα μεγάλο ἅλμα στόν χρόνο καί νά φτάσουμε στή σημερινή ἐποχή, ὁ μεγάλος Σέρβος θεολόγος καί ὅσιος πιά π. Ἰουστίνος Πόποβιτς γράφει ὅτι οἱ αἰσθήσεις ὅλες τοῦ χριστιανοῦ εἶναι χριστο-αισθήσεις, τί ἄλλο προϋποθέτει ἀπό αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἄπειρη δωρεά τοῦ Χριστοῦ στό πλάσμα Του, νά τό κάνει δηλαδή μέλος καί τμῆμα δικό Του; Μιλᾶμε λοιπόν γιά τήν κάθαρση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό προπατορικό λεγόμενο ἁμάρτημα, τό ὁποῖο φέρει κάθε ἄνθρωπος ἐρχόμενος στόν κόσμο, ὄχι ὡς βάρος ἐνοχῆς, ἀλλ’ ὡς ροπή ἀναγκαστική πρός τό κακό, δηλαδή πρός τήν ἐγωϊστική ζωή καί συμπεριφορά, μέ τά ἀποτελέσματα τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου. Ἡ χάρη αὐτή ἀπό τήν κατοικία τοῦ Χριστοῦ στόν ἄνθρωπο δέν καταργεῖ ἀσφαλῶς τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά τόν ὁδηγεῖ στό ἀφετηριακό σημεῖο  νά μπορεῖ νά πορευτεῖ μέ ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, συνεπῶς χωρίς τήν ἀναγκαστικότητα τῆς ἁμαρτίας. Μέ ἄλλα λόγια ὁ πιστός, διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, ἐλεύθερος, ἔχει τή δυνατότητα, μέ τήν ἐνίσχυση πιά τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, νά ἁγιασθεῖ καί νά φωτισθεῖ καί νά θεωθεῖ. Ἀντίστοιχα ὅμως ἔχει τή δυνατότητα καί ἄρνησης τῆς χάρης αὐτῆς: νά πορευτεῖ καί πάλι πρός τό κακό.
Διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος ἀρχίζει οὐσιαστικά καί αὐτό πού ὀνομάζεται στήν Ἐκκλησία μας πνευματική ζωή. Ὁ πιστός ζεῖ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ζεῖ δηλαδή τόν Χριστό καί ὡς Χριστός, προσπαθώντας ἀδιάκοπα νά κρατάει καθαρή τήν καρδιά του ἀπό τίς ἐπήρειες τοῦ κακοῦ. Αὐτό συνιστᾶ καί τή βίωση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἤδη ἀπό τόν κόσμο τοῦτο, κατά τά ἀψευδῆ λόγια τοῦ Κυρίου μας: «Ἰδού ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστι». Τό ἴδιο ἄλλωστε ἔκανε καί ἡ ἁγία μεγαλομάρτυς Κυριακή τήν ὁποία ἑορτάζουμε σήμερα καί χάριν τῆς ὁποίας ἀκούστηκε καί τό συγκεκριμένο ἀποστολικό ἀνάγνωσμα. Ἦταν δηλαδή αὐτή πού μέσα σέ ὅλα τά φυσικά της χαρίσματα, ψυχικά καί σωματικά, κατενόησε τό μεγαλύτερο ἐξ ὅλων τῶν χαρισμάτων, τήν ἐνσωμάτωσή της στόν Χριστό. Καί ἔτσι ἀξιοποίησε χριστιανικά ὅλα της τά χαρίσματα. Γι’αὐτό καί κέρδισε τά πάντα. ΑΜΗΝ!