Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2016

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ 24 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2016 ICXCNIKA Ἀ­ριθ­μὸς 4 24 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 2016 Κυ­ρια­κή ΙΔ΄ Λου­κᾶ (Τοῦ τυ­φλοῦ) (Λουκ. ι­η´ 35-43) Στὸ ση­με­ρι­νό Εὐ­αγ­γε­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, ὁ Χρι­στὸς βρί­σκε­ται γιὰ τε­λευ­ταί­α φο­ρὰ στὴν Ἱ­ε­ρι­χὼ λί­γες ἡ­μέ­ρες πρὶν τὴν Σταύ­ρω­σή Του. ῾Ε­τοι­μά­ζε­ται νὰ ἀ­να­χω­ρή­σει. ῞Ε­να με­γά­λο πλῆ­θος ἀ­κο­λου­θεῖ τὸν Κύ­ριο. Μὲ με­γά­λο ἐν­δι­α­φέ­ρον οἱ ἄν­θρω­ποι ἀ­κού­ουν τὴ δι­δα­σκα­λί­α Του. Τὴν ὡ­ραί­α ἀ­τμό­σφαι­ρα δι­α­τα­ράσ­σουν ὅ­μως οἱ δυ­να­τὲς κραυ­γές ἑ­νὸς τυ­φλοῦ.

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ 24 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2016

ICXCNIKA
Ἀ­ριθ­μὸς 4
24 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 2016
Κυ­ρια­κή ΙΔ΄ Λου­κᾶ (Τοῦ τυ­φλοῦ)
(Λουκ. ι­η´ 35-43)
Στὸ ση­με­ρι­νό Εὐ­αγ­γε­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, ὁ Χρι­στὸς βρί­σκε­ται γιὰ τε­λευ­ταί­α φο­ρὰ στὴν Ἱ­ε­ρι­χὼ λί­γες ἡ­μέ­ρες πρὶν τὴν Σταύ­ρω­σή Του. ῾Ε­τοι­μά­ζε­ται νὰ ἀ­να­χω­ρή­σει. ῞Ε­να με­γά­λο πλῆ­θος ἀ­κο­λου­θεῖ τὸν Κύ­ριο. Μὲ με­γά­λο ἐν­δι­α­φέ­ρον οἱ ἄν­θρω­ποι ἀ­κού­ουν τὴ δι­δα­σκα­λί­α Του. Τὴν ὡ­ραί­α ἀ­τμό­σφαι­ρα δι­α­τα­ράσ­σουν ὅ­μως οἱ δυ­να­τὲς κραυ­γές ἑ­νὸς τυ­φλοῦ.
῾Ο ἄν­θρω­πος αὐ­τὸς στε­κό­ταν στὴν ἄ­κρη τοῦ δρό­μου καὶ ζη­τι­ά­νευ­ε. Ἡ σω­μα­τι­κὴ τύ­φλω­ση τὸν εἶ­χε ὁ­δη­γή­σει στὸ κοι­νω­νι­κὸ πε­ρι­θώ­ριο. Εἶ­χε πλη­ρο­φο­ρη­θεῖ ὅ­τι ἐ­κεῖ­νες τὶς ἡ­μέ­ρες βρι­σκό­ταν στὴν Ἱ­ε­ρι­χὼ ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, γνώ­ρι­ζε ὅ­τι εἶ­χε ἐ­πι­τε­λέ­σει πολ­λὰ θαύ­μα­τα, ἰ­δι­αι­τέ­ρως θε­ρα­πεῖ­ες σὲ ἀρ­ρώ­στους. Ὁ τυ­φλὸς Βαρ­τί­μαι­ος (αὐ­τὸ ἦ­ταν τὸ ὄ­νο­μά του) θε­ώ­ρη­σε ὅ­τι εἶ­χε μπρο­στά του τὴν μο­να­δι­κὴ εὐ­και­ρί­α νὰ γι­α­τρευ­θεῖ καὶ ὅ­τι δὲν ἔ­πρε­πε νὰ τὴν ἀ­φή­σει νὰ φύ­γει ἀ­νεκ­με­τάλ­λευ­τη. Τὸ πλῆ­θος τοῦ κό­σμου, ἡ ἱ­ε­ρό­τη­τα τῆς ὥ­ρας τῆς δι­δα­σκα­λί­ας, τὸ κῦ­ρος τοῦ Δι­δα­σκά­λου καὶ ἡ δι­κή του κοι­νω­νι­κὴ θέ­ση τὸν ἐμ­πό­δι­ζαν νὰ προ­σεγ­γί­σει τὸν Χρι­στό. Δὲν θὰ γι­νό­ταν ἀν­τι­λη­πτός, ἂν δὲν φώ­να­ζε μὲ δυ­να­τὲς φω­νές. Ἀ­να­γνω­ρί­ζει τὴν μεσ­σι­α­νι­κὴ ἰ­δι­ό­τη­τα καὶ ζη­τεῖ τὸ ἔ­λε­ος τοῦ Χρι­στοῦ. ῾Η ἄ­με­ση καὶ ἐ­πεί­γου­σα ἀ­νάγ­κη τῆς ὑ­γεί­ας του καὶ ἡ ἔν­το­νη ἐ­πι­θυ­μί­α του νὰ γι­α­τρευ­θεῖ τὸν σπρώ­χνουν σὲ αὐ­τὴν τὴν θερ­μὴ ἱ­κε­σί­α.
Οἱ ἄν­θρω­ποι ὅ­μως ποὺ προ­πο­ρεύ­ον­ταν, ποὺ βρί­σκον­ταν γύ­ρω ἀ­π’ τὸν Χρι­στὸ καὶ θαύ­μα­ζαν τὴν δι­δα­σκα­λί­α Του, ἐ­νο­χλή­θη­καν ἀ­π’ τὶς φω­νὲς τοῦ τυ­φλοῦ καὶ τὸν ἐ­πέ­πλη­ξαν μὲ αὐ­στη­ρό­τη­τα. Ἀ­παί­τη­σαν ἀ­π’ τὸν τυ­φλὸ νὰ σι­ω­πή­σει καὶ νὰ μὴ δι­α­κό­πτει μὲ τὶς φω­νές του τὴν ὡ­ραί­α δι­δα­σκα­λί­α. Ἀ­κό­μη ἕ­να ἐμ­πό­διο πα­ρεμ­βάλ­λε­ται με­τα­ξὺ τοῦ ἀν­θρώ­που ποὺ βρί­σκε­ται σὲ ἀ­νάγ­κη καὶ τοῦ Θε­αν­θρώ­που.
Πολ­λὲς φο­ρὲς ἀρ­κε­τοὶ ἄν­θρω­ποι ἐκ­φρά­ζουν τὴν ἐ­πι­θυ­μί­α νὰ γνω­ρί­σουν τὸν Θε­ὸ καὶ νὰ ζή­σουν μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α. Τὶς πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρὲς ὅ­μως ἡ ἀ­να­ζή­τη­ση αὐ­τὴ δὲν ὁ­λο­κλη­ρώ­νε­ται. Δὲν κα­τορ­θώ­νουν οἱ ἄν­θρω­ποι νὰ ὑ­περ­νι­κή­σουν τὶς ἐ­σω­τε­ρι­κὲς ἀμ­φι­βο­λί­ες τους. ῾Η ὑ­περ­βο­λι­κὴ ἐμ­πι­στο­σύ­νη στὴν λο­γι­κὴ δὲν τοὺς ἀ­φή­νει νὰ πι­στεύ­σουν. Τὰ πά­θη καὶ οἱ πο­κί­λες ἐ­ξαρ­τή­σεις τῆς ἁ­μαρ­τί­ας τοὺς κρα­τοῦν αἰχ­μα­λώ­τους. Καὶ δυ­στυ­χῶς δὲν εἶ­ναι μό­νο ἡ πε­ριρ­ρέ­ου­σα κοι­νω­νι­κὴ ἀ­τμό­σφαι­ρα, ὁ κό­σμος ποὺ ζεῖ μα­κριὰ ἀ­π’ τὸν Θε­ό. Εἶ­ναι ἀ­να­με­νό­με­νο ὅ­τι ὅ­λοι αὐ­τοὶ θέ­λουν νὰ ἀ­πο­τρέ­ψουν τοὺς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους ἀ­π’ τὴν ζω­ὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. ῾Υ­πάρ­χουν καὶ ἄν­θρω­ποι στὸν χῶ­ρο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ποὺ δη­λώ­νουν ὅ­τι εἶ­ναι καὶ λέ­γον­ται Χρι­στια­νοί, οἱ ὁ­ποῖ­οι ὅ­μως σκαν­δα­λί­ζουν μὲ τὴν συμ­πε­ρι­φο­ρά τους, τὴν ἀ­συ­νέ­πεια στὴ ζω­ή τους καὶ τὴν τυ­πο­λα­τρεί­α τους στὴ σχέ­ση τους μὲ τὸν Θε­ό. Ἀν­τὶ νὰ προσ-κα­λοῦν καὶ νὰ προ­σελ­κύ­ουν στὴν ζω­ὴ τῆς πί­στε­ως μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, αὐ­τοὶ ἀ­πω­θοῦν καὶ σκαν­δα­λί­ζουν.
῾Ο τυ­φλὸς ὅ­μως δὲν ἀ­πο­γο­η­τεύ­ε­ται καὶ δὲν ἀ­πο­θαρ­ρύ­νε­ται. Ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ φω­νά­ζει μὲ με­γα­λύ­τε­ρη ἔν­τα­ση. Ἐ­πι­μέ­νει καὶ πα­ρα­κάμ­πτει τὰ ἐμ­πό­δια. ῾Η στά­ση αὐ­τὴ μᾶς δι­δά­σκει ὅ­τι ἐ­κεῖ­νος ποὺ μὲ εἰ­λι­κρί­νεια καὶ πραγ­μα­τι­κὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον ἀ­να­ζη­τεῖ τὸν Θε­ό, θὰ ὑ­περ­νι­κή­σει ὅ­λες τὶς δυ­σκο­λί­ες. Καὶ τὸ σπου­δαι­ό­τε­ρο ἀ­π’ ὅ­λα εἶ­ναι ὅ­τι ὁ Ἴ­διος ὁ Χρι­στὸς ἐ­πι­βρα­βεύ­ει τὴν ἐ­πι­μο­νὴ τοῦ τυ­φλοῦ καὶ ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται στὶς ἱ­κε­σί­ες του.
Δι­έ­κο­ψε γιὰ λί­γο τὴν δι­δα­σκα­λί­α Του, γιὰ νὰ ἀ­πευ­θύ­νει στὸν τυ­φλὸ τὴν ἐ­ρώ­τη­ση τί ἀ­κρι­βῶς θὰ πε­ρί­με­νε ἀ­π’ Αὐ­τόν. Μί­α ἐ­ρώ­τη­ση ποὺ σὲ μᾶς ἴ­σως φαί­νε­ται πε­ριτ­τή, ἐ­πει­δὴ εἶ­ναι φυ­σι­κὸ ἕ­νας ἄρ­ρω­στος νὰ ἐ­πι­θυ­μεῖ νὰ ἀ­πο­κτή­σει τὴν ὑ­γεί­α του.῾Η ἀ­πάν­τη­ση τοῦ τυ­φλοῦ ὅ­τι θέ­λει νὰ δεῖ ἀ­πο­δει­κνύ­ει ὅ­τι ἡ ἀ­νάγ­κη τῆς ὑ­γεί­ας τὸν ὠ­θεῖ σὲ αὐ­τὴν τὴν ἔν­το­νη ἱ­κε­σί­α. Μί­α ἀ­νάγ­κη ἄ­με­ση καὶ ἐ­πεί­γου­σα, ποὺ δὲν μπο­ρεῖ νὰ πε­ρι­μέ­νει, ἐ­πει­δὴ ἡ ὅ­ρα­ση εἶ­ναι ἡ πιὸ ση­μαν­τι­κὴ ἀ­π’ τὶς σω­μα­τι­κὲς αἰ­σθή­σεις. Οἱ ἄλ­λοι ἄν­θρω­ποι ποὺ πα­ρευ­ρί­σκον­ταν ἐ­κεῖ καὶ θαύ­μα­ζαν τὴ δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Χρι­στοῦ, εἶ­χαν θε­ω­ρη­τι­κὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον, θρη­σκευ­τι­κὴ πε­ρι­έρ­γεια μᾶλ­λον, πα­ρὰ ἀ­λη­θι­νὴ ἀ­να­ζή­τη­ση.
῾Ο Χρι­στὸς ἔ­στρε­ψε τὴν προ­σο­χή Του στὸν τυ­φλό, τὸ θαῦ­μα πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε ἀ­μέ­σως καὶ ἡ ζω­ὴ τοῦ ἀν­θρώ­που ἄλ­λα­ξε. Μέ­σα σὲ συγ­κεν­τρω­μέ­νο πλῆ­θος ἐ­κτὸς ἀ­π’ τὸν τυ­φλὸ Βαρ­τί­μαι­ο βρέ­θη­καν τό­σο ὁ ἀρ­χι­τε­λώ­νης Ζακ­χαῖ­ος λί­γο πρὶν στὴν ἴ­δια πό­λη (τὴν Ἱ­ε­ρι­χώ) ὅ­σο καὶ ἡ αἱ­μορ­ρο­οῦ­σα στὴν Κα­περ­να­ούμ. Σ’ αὐ­τὲς τὶς τρεῖς πε­ρι­πτώ­σεις, μέ­σα στὸ πλῆ­θος μό­νο αὐ­τοὶ οἱ συγ­κε­κρι­μέ­νοι ἄν­θρω­ποι κρί­θη­καν κα­τάλ­λη­λοι νὰ λά­βουν τὴ εὐ­ερ­γε­σί­α ἀ­π’ τὸν Χρι­στό.
῾Ο Χρι­στὸς, ἀ­δελ­φοί μου, ἦλ­θε στὸν κό­σμο, γιὰ νὰ ἐγ­και­νιά­σει μί­α νέ­α ζω­ὴ γιὰ τὸν ἄν­θρω­πο. Ὄ­χι γιὰ νὰ δι­α­τυ­πώ­σει ἁ­πλῶς ὡ­ραῖ­ες ἰ­δέ­ες. Καὶ ἄλ­λοι ἔ­χουν δι­α­κη­ρύ­ξει σο­φὲς σκέ­ψεις. Καὶ σή­με­ρα ἐ­μεῖς δι­α­νύ­ου­με μί­α πε­ρί­ο­δο κρί­σε­ως, ἀλ­λὰ δὲν με­τα­νο­οῦ­με. Δὲν ζη­τοῦ­με ἀ­π’ τὸν Χρι­στὸ λύ­σεις στὸ ἀ­δι­έ­ξο­δο. Μό­νο ἀ­κα­τά­σχε­τες συ­ζη­τή­σεις γί­νον­ται, ἀλ­λὰ κα­νέ­να οὐ­σι­α­στι­κὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα δὲν ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται. ῾Ο τυ­φλὸς τῆς Ἱ­ε­ρι­χοῦς ἀ­ξι­ο­ποί­η­σε τὴν εὐ­και­ρί­α τῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ, πα­ρέ­καμ­ψε μὲ θάρ­ρος ὅ­λα τὰ ἐμ­πό­δια καὶ ἀ­ξι­ώ­θη­κε νὰ ζή­σει τὸ θαῦ­μα. Ἄς τὸν μι­μη­θοῦ­με καὶ ἐ­μεῖς. Ἀ­μήν.
ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ 

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2016

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ 17 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2016 ICXCNIKA Ἀ­ριθ­μὸς 3 Κυ­ρια­κή ΙΒ΄ Λου­κᾶ (Τῶν δέ­κα λε­πρῶν) 17 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 2016 (Λουκ. ιζ´ 12-19) Τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο ποὺ ἀ­κού­σα­με σή­με­ρα, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, μι­λά­ει γιὰ ἕ­να θαῦ­μα ποὺ ἔ­κα­νε ὁ Χρι­στὸς βρι­σκό­με­νος κον­τὰ σὲ ἕ­να χω­ριὸ με­τα­ξὺ τῶν συ­νό­ρων τῆς Σα­μά­ρειας καὶ τῆς Γα­λι­λαί­ας. Τὸ θαῦ­μα αὐ­τὸ κα­τέ­γρα­ψε μό­νο ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Λου­κᾶς ποὺ ὡς για­τρὸς συγ­κρά­τη­σε στὴ μνή­μη του, καὶ εἶ­ναι ἕ­να ἀ­πὸ τὰ τε­λευ­ταῖ­α θαύ­μα­τα ποὺ ἔ­κα­νε ὁ Κύ­ριος λί­γο πρὶν μπεῖ στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα καὶ ὑ­πο­στεῖ τὸ «ἐ­κού­σιον πά­θος».

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ 17 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2016

ICXCNIKA
Ἀ­ριθ­μὸς 3
Κυ­ρια­κή ΙΒ΄ Λου­κᾶ (Τῶν δέ­κα λε­πρῶν)
17 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 2016
(Λουκ. ιζ´ 12-19)
Τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο ποὺ ἀ­κού­σα­με σή­με­ρα, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, μι­λά­ει γιὰ ἕ­να θαῦ­μα ποὺ ἔ­κα­νε ὁ Χρι­στὸς βρι­σκό­με­νος κον­τὰ σὲ ἕ­να χω­ριὸ με­τα­ξὺ τῶν συ­νό­ρων τῆς Σα­μά­ρειας καὶ τῆς Γα­λι­λαί­ας. Τὸ θαῦ­μα αὐ­τὸ κα­τέ­γρα­ψε μό­νο ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Λου­κᾶς ποὺ ὡς για­τρὸς συγ­κρά­τη­σε στὴ μνή­μη του, καὶ εἶ­ναι ἕ­να ἀ­πὸ τὰ τε­λευ­ταῖ­α θαύ­μα­τα ποὺ ἔ­κα­νε ὁ Κύ­ριος λί­γο πρὶν μπεῖ στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα καὶ ὑ­πο­στεῖ τὸ «ἐ­κού­σιον πά­θος».
Τὸν Χρι­στὸ συ­ναν­τοῦν δέ­κα ἄν­θρω­ποι ποὺ πάσχουν ἀ­πὸ τὴ φο­βε­ρὴ τό­τε ἀ­σθέ­νεια τῆς λέ­πρας. Πρό­κει­ται γιὰ μί­α βα­σα­νι­στι­κὴ ἀρ­ρώ­στια ποὺ ἀλ­λοί­ω­νε τὸ σῶ­μα, ἄλ­λα­ζε καὶ πα­ρα­μόρ­φω­νε τὸ πρό­σω­πο, καὶ μό­λις κά­ποι­ος πα­ρου­σί­α­ζε τέ­τοι­α συμ­πτώ­μα­τα, τὸν ἀ­πο­μό­νω­ναν καὶ τὸν ὁ­δη­γοῦ­σαν σὲ τό­πο ἐ­ξο­ρί­ας καὶ μα­κριὰ ἀ­πὸ τοὺς ὑ­γι­εῖς ἀν­θρώ­πους. Αὐ­τὸς ἦ­ταν καὶ ὁ λό­γος ποὺ οἱ δέ­κα αὐ­τοὶ ἄν­θρω­ποι στά­θη­καν «πόρ­ρω­θεν», δη­λα­δὴ μα­κριὰ ἀ­πὸ τὸν Ἰ­η­σοῦ καὶ τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­σαν μὲ ὅ­λη τὴν δύ­να­μη τῆς φω­νῆς τους· «Ἰ­η­σοῦ ἐ­πι­στά­τα, ἐ­λέ­η­σον ἡ­μᾶς».
Οἱ φω­νὲς καὶ οἱ ἱ­κε­σί­ες τους βρῆ­καν ἀ­πὸ τὸν Χρι­στὸ ἀν­τα­πό­κρι­ση. Τοὺς κα­λεῖ νὰ πο­ρευ­θοῦν πρὸς τοὺς ἱ­ε­ρεῖς τους καὶ νὰ δεί­ξουν τὰ σώ­μα­τά τους. Για­τί, ὅ­πως ὅ­ρι­ζε ὁ Μω­σα­ϊ­κὸς νό­μος, ἐ­κεῖ­νοι ἔ­πρε­πε νὰ βε­βαι­ώ­σουν ὅ­τι πραγ­μα­τι­κὰ θε­ρα­πεύ­θη­καν ἀ­πὸ τὴν λέ­πρα. Καὶ οἱ δέ­κα λε­προὶ ὑ­πα­κού­ουν στὴν ἐν­το­λὴ τοῦ Χρι­στοῦ καί, πρὶν πα­ρου­σια­στοῦν στοὺς ἱ­ε­ρεῖς, ἔ­χουν ἤ­δη θε­ρα­πευ­τεῖ.
Τὴν εὐ­ερ­γε­σί­α ὅ­μως αὐ­τὴ τοῦ Θε­οῦ τὴν ἐ­κτί­μη­σε μό­νο ὁ ἕ­νας καὶ γύ­ρι­σε καὶ Τὸν εὐ­χα­ρί­στη­σε. Καὶ μά­λι­στα αὐ­τὸς ὁ ἕ­νας δὲν ἦ­ταν Ἰ­ου­δαῖ­ος ὅ­πως οἱ ὑ­πό­λοι­ποι ἐν­νέ­α, δηλ. ἀ­πό­γο­νος τοῦ Ἀ­βρα­ὰμ καὶ πι­στὸς τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λὰ Σα­μα­ρεί­της, φυ­λε­τι­κὰ ἀ­πὸ ἕ­να γέ­νος ποὺ ἦ­ταν θρη­σκευ­τι­κὸ μεῖγ­μα Ἰ­ου­δα­ϊ­σμοῦ καὶ εἰ­δω­λο­λα­τρί­ας. Καὶ ὅ­μως αὐ­τὸς μό­νο γύ­ρι­σε νὰ εὐ­χα­ρι­στή­σει τὸ Θε­ό. Καὶ ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μὴ ὁ Χρι­στὸς ἐ­ξέ­φρα­σε τὸ πα­ρά­πο­νό Του: «οὐ­χὶ οἱ δέ­κα ἐ­κα­θα­ρί­σθη­σαν; οἱ δὲ ἐν­νέ­α ποῦ;».
Ἡ πί­στη τῶν ἐν­νέ­α λε­πρῶν, ὅ­πως φά­νη­κε ἐκ τῶν ὑ­στέ­ρων, ἦ­ταν ἐ­πι­φα­νεια­κή, ρη­χή, χω­ρὶς ρί­ζες καὶ πε­ρι­ε­χό­με­νο. Ἡ ἀ­χα­ρι­στί­α καὶ ἡ ἀ­γνω­μο­σύ­νη ἦ­ταν τὰ βα­σι­κό­τε­ρα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τῆς συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς τους· τί εἶ­ναι ὅ­μως ἡ ἀ­χα­ρι­στί­α καὶ πῶς φαί­νε­ται μέ­σα ἀ­πὸ τὴν συμ­πε­ρι­φο­ρά μας;
Ἡ ἀ­χα­ρι­στί­α πη­γά­ζει ἀ­πὸ μί­α ψυ­χὴ ἐ­γω­ϊ­στι­κὴ. Ὁ ἄν­θρω­πος ὅ­ταν ἔ­χει συ­νη­θί­σει νὰ γί­νε­ται τὸ κέν­τρο τῶν ἄλ­λων ἀν­θρώ­πων, πο­τὲ δὲν αἰ­σθά­νε­ται ὅ­τι οἱ εὐ­ερ­γε­τι­κὲς ἐ­νέρ­γει­ες τῶν ἄλ­λων ἀ­πο­τε­λοῦν εὐ­ερ­γε­σί­α, ἀλ­λὰ τὶς θε­ω­ρεῖ ἁ­πλῶς κα­θῆ­κον. Ἔ­τσι λοι­πόν, φτά­νει ὁ ἄν­θρω­πος στὸ ὁ­δυ­νη­ρὸ ση­μεῖ­ο νὰ μὴν εὐ­χα­ρι­στεῖ οὔ­τε τὸν ἴ­διο τὸ Θε­ό, ἀλ­λὰ πολ­λὲς φο­ρὲς καὶ νὰ Τὸν ὑ­βρί­ζει, ξε­χνῶν­τας τὶς ποι­κί­λες καὶ σω­τή­ρι­ες εὐ­ερ­γε­σί­ες Του.
Ἡ ρί­ζα λοι­πὸν τῆς ἀ­γνω­μο­σύ­νης εἶ­ναι ὁ ἐ­γω­ι­σμός. Ὁ ἐ­γω­ι­στὴς ἄν­θρω­πος δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἐ­ρευ­νή­σει τὸν ἐ­σω­τε­ρι­κὸ του κό­σμο, δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἔλθει σὲ αὐ­το­γνω­σί­α καὶ νὰ δεῖ ποι­ὸς εἶ­ναι. Ἔ­χει φτιά­ξει ἕ­να ψεύ­τι­κο εἴ­δω­λο καὶ ὅ­λους τοὺς ἄλ­λους τοὺς θε­ω­ρεῖ ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νους νὰ τὸν ὑ­πη­ρε­τοῦν. Πῶς εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ αἰ­σθά­νε­ται εὐ­γνω­μο­σύ­νη ἕ­νας τέ­τοι­ος ἄν­θρω­πος;
Ἄς ἔλθου­με ὅ­μως, ἀ­γα­πη­τοὶ μου, καὶ στὸν Σα­μα­ρεί­τη τῆς ση­με­ρι­νῆς Εὐ­αγ­γε­λι­κῆς πε­ρι­κο­πῆς. Ἐ­κεῖ­νος εὐ­χα­ρί­στη­σε τὸν Χρι­στὸ γιὰ τὴν θε­ρα­πεί­α του καὶ ὁ Θε­ὸς δὲν τὸν θε­ρά­πευ­σε μό­νο ἀ­πὸ τὴν σω­μα­τι­κὴ ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πὸ τὴν ψυ­χι­κὴ λέ­πρα, ποὺ εἶ­ναι ἡ ἁ­μαρ­τί­α.
Κά­θε ἄν­θρω­πος ποὺ εἶ­ναι εὐ­γνώ­μων, εὐ­χα­ρι­στεῖ κα­θη­με­ρι­νὰ τὸν Θε­ὸ γιὰ τὶς πολ­λα­πλὲς εὐ­ερ­γε­σί­ες Του. Δὲν ξε­χνᾶ τὴν εὐ­ερ­γε­σί­α καὶ προ­σπα­θεῖ νὰ τὴν ἀν­τα­πο­δώ­σει μὲ ὅ­ποι­ο τρό­πο μπο­ρεῖ. Ἐ­μεῖς ποὺ δε­χό­μα­στε κα­θη­με­ρι­νὰ τὶς εὐ­ερ­γε­σί­ες Του Τὸν εὐ­χα­ρι­στοῦ­με; Ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με τὸ ὅ­τι καὶ ποὺ ζοῦ­με εἶ­ναι ἔρ­γο τῆς πρό­νοι­ας καὶ τῆς ἀ­γά­πης Του;
Ἔ­χου­με χρέ­ος νὰ εὐ­χα­ρι­στοῦ­με τὸν Θε­ὸ ἀ­πὸ τὸν ὁ­ποῖ­ο «πᾶ­σα δό­σις ἀ­γα­θὴ καὶ πᾶν δώ­ρη­μα τέ­λει­ον ἄ­νω­θέν ἐ­στι κα­τα­βαῖ­νον». Τὸ κα­θῆ­κον αὐ­τὸ ὑ­πο­γραμ­μί­ζει καὶ ὁ ἀ­πό­στο­λος τῶν ἐ­θνῶν Παῦ­λος γρά­φον­τας: «Εὐ­χα­ρι­στοῦν­τες πάν­το­τε καὶ ὑ­πὲρ πάντων τῷ Θε­ῷ καὶ πα­τρὶ».
Ἄν θέ­λου­με νὰ ἀ­κο­λου­θή­σου­με αὐ­τὸ ποὺ ἔ­κα­νε ὁ Χρι­στὸς καὶ οἱ Ἅ­γιοί μας θὰ πρέ­πει νὰ εὐ­χα­ρι­στοῦ­με τὸν Θε­ὸ ὄ­χι μό­νο γιὰ τὶς εὐ­ερ­γε­σί­ες Του, ἀλ­λὰ καὶ γι’ αὐ­τὰ ποὺ μᾶς φαί­νον­ται ὡς δο­κι­μα­σί­ες. Οἱ θλί­ψεις, οἱ πό­νοι, οἱ ἀ­σθέ­νει­ες εἶ­ναι εὐ­ερ­γε­σί­ες τοῦ Θε­οῦ, ἐ­πι­σκέ­ψεις τῆς ἀ­γά­πης Του ποὺ μᾶς παι­δα­γω­γοῦν καὶ μᾶς ὁ­δη­γοῦν στὴν σω­τη­ρί­α. Ἄς ἀ­να­φω­νοῦ­με καὶ ἐ­μεῖς ἐ­κεῖ­νο ποὺ στὶς δύ­σκο­λες στιγ­μές του ἔ­λε­γε ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος: «Δό­ξα τῷ Θε­ῷ πάν­των ἔ­νε­κεν».
Ἀ­γα­πη­τοί μου, ἀ­πὸ τοὺς δέ­κα θε­ρα­πευ­θέν­τες λε­προὺς τῆς ση­με­ρι­νῆς πε­ρι­κο­πῆς μό­νο ἕ­νας γύ­ρι­σε καὶ εὐ­χα­ρί­στη­σε τὸν Χρι­στό. Αὐ­τὸ μᾶς δεί­χνει πό­σο δύ­σκο­λο πρᾶγ­μα εἶ­ναι ἡ εὐ­γνω­μο­σύ­νη. Ἐ­κεῖ­νο ποὺ μᾶς ἐμ­πο­δί­ζει νὰ δοῦ­με τὸ κα­λὸ ποὺ μᾶς ἔ­κα­νε ὁ ἄλ­λος εἶ­ναι ὁ ἐ­γω­ι­σμός. Γιὰ νὰ ἐκ­φρά­σου­με τὴν εὐ­γνω­μο­σύ­νη μας πρέ­πει νὰ τα­πει­νω­θοῦ­με. Ἄς εἴ­μα­στε πάν­το­τε τα­πει­νοὶ καὶ εὐ­γνώ­μο­νες πρὸς τὸν Θε­ὸ καὶ πα­τέ­ρα μας ἀλ­λὰ καὶ στοὺς συ­ναν­θρώ­πους μας. Ἀ­μήν.
ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ 

Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2016

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ 10 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2016 ICXCNIKA Ἀ­ριθ­μὸς 2 Κυ­ρια­κὴ Με­τά τὰ Φῶ­τα 10 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 2016 (Ματθ. δ΄, 12-17) Ὁ προ­φή­της Ἠ­σα­ΐ­ας, ἀ­δελ­φοί μου, προ­λέ­γει ὅ­τι μέ­σα στὸ βα­θύ­τα­το σκο­τά­δι τῆς ἐ­πο­χῆς πρὸ τοῦ Κυ­ρί­ου ἔ­μελ­λε νὰ ἀ­να­τεί­λη με­γά­λο καὶ θαυ­μά­σιο φῶς. Καὶ πράγ­μα­τι μὲ τὸν ἐρ­χο­μὸ τοῦ Κυ­ρί­ου ἀ­να­τέλ­λει μί­α νέ­α φω­τει­νὴ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, για­τί στὸ πρό­σω­πό Του καὶ ἡ προ­φη­τεί­α αὐ­τὴ ἐκ­πλη­ρώ­νε­ται.

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ 10 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2016


ICXCNIKA
Ἀ­ριθ­μὸς 2
Κυ­ρια­κὴ Με­τά τὰ Φῶ­τα
10 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 2016
(Ματθ. δ΄, 12-17)
Ὁ προ­φή­της Ἠ­σα­ΐ­ας, ἀ­δελ­φοί μου, προ­λέ­γει ὅ­τι μέ­σα στὸ βα­θύ­τα­το σκο­τά­δι τῆς ἐ­πο­χῆς πρὸ τοῦ Κυ­ρί­ου ἔ­μελ­λε νὰ ἀ­να­τεί­λη με­γά­λο καὶ θαυ­μά­σιο φῶς. Καὶ πράγ­μα­τι μὲ τὸν ἐρ­χο­μὸ τοῦ Κυ­ρί­ου ἀ­να­τέλ­λει μί­α νέ­α φω­τει­νὴ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, για­τί στὸ πρό­σω­πό Του καὶ ἡ προ­φη­τεί­α αὐ­τὴ ἐκ­πλη­ρώ­νε­ται.
Ἦλ­θε στὸν κό­σμο καὶ προ­φη­τι­κὰ ἀ­πὸ τὸν πρε­σβύ­τη Συ­με­ὼν χα­ρα­κτη­ρί­σθη­κε «φῶς εἰς ἀ­πο­κά­λυ­ψιν ἐ­θνῶν». Τὸ σκο­τά­δι τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρεί­ας θὰ δι­α­λυ­θεῖ καὶ τὸ ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κὸ φῶς θὰ ἐγ­κα­τα­στα­θεῖ μο­νί­μως στὴ γῆ, γιὰ νὰ φω­τί­ζει κά­θε ἄν­θρω­πο ποὺ θὰ ἤ­θε­λε νὰ τὸ ἀν­τι­κρύ­σει. Ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Ἰ­ω­άν­νης δι­α­τυ­πώ­νει αὐ­τὴν ἀ­κρι­βῶς τὴν ἀ­λή­θεια: «Ἡ χά­ρις καὶ ἡ ἀ­λή­θεια διὰ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ ἐ­γέ­νε­το». Ὁ ἱ­ε­ρὸς Ὑ­μνω­δὸς ἀ­να­φω­νεῖ: «ἐ­πε­φά­νης σή­με­ρον τῇ οἰ­κου­μέ­νῃ καὶ τὸ φῶς Σου Κύ­ρι­ε ἐ­ση­μει­ώ­θη ἐφ᾿ ἡ­μᾶς, ἦλ­θες,  ἐ­φά­νης τὸ φῶς τὸ ἀ­πρό­σι­τον». Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος τοῦ­το τὸ φῶς τὸ θε­ω­ρεῖ χά­ρη καὶ γιὰ αὐ­τὸ γρά­φει «ἐ­πε­φά­νη ἡ χά­ρις τοῦ Θε­οῦ ἡ σω­τή­ριος πᾶ­σιν ἀν­θρώ­ποις». Τοῦ­το τὸ φῶς, τού­τη ἡ χά­ρις, ἡ Θεί­α Χά­ρις, εἶ­ναι ἡ εὔ­σπλαγ­χνη εὔ­νοι­α τοῦ Θε­οῦ, μὲ τὴν ὁ­ποί­α δω­ρί­ζει στὸν ἄν­θρω­πο τὰ χα­ρί­σμα­τά Του. Συ­νε­πῶς τὸ φῶς τοῦ Χρι­στοῦ, ἡ χά­ρις Του, εἶ­ναι δω­ρε­ὰ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος ποὺ πα­ρέ­χε­ται «ἐν Τριά­δι πα­ρὰ Πα­τρὸς δι᾿ Υἱ­οῦ ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι». Εἶ­ναι δὲ δῶ­ρον - δω­ρε­ά, για­τί δί­νε­ται πλου­σι­ο­πά­ρο­χα ἀ­πὸ τὸν Κύ­ριο, ὄ­χι γιὰ τὴν τυ­χὸν ἀ­ξι­ο­μι­σθί­α τοῦ ἀν­θρώ­που, ἀλ­λὰ ἐ­πει­δὴ ὁ Δω­ρε­ο­δό­της εἶ­ναι χά­ρις καὶ φῶς καὶ σω­τη­ρί­α. Ἃς μὴ λη­σμο­νοῦ­με δὲ ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος, ἀ­κό­μα καὶ ἂν πρά­ξει «πάν­τα τὰ δι­α­τα­χθέν­τα», δὲν παύ­ει νὰ εἶ­ναι «δοῦ­λος ἀ­χρεῖ­ος» καὶ νὰ ἔ­χει πρά­ξει «ὃ ὤ­φει­λε ποι­ῆ­σαι».
Ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, πολ­λὰ ἀ­πὸ τὰ με­γά­λα πνεύ­μα­τα τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τος πρό­βαλ­λαν τοὺς ἑ­αυ­τούς τους ὡς σω­τῆ­ρες τοῦ κό­σμου. Ὅ­μως πα­ρῆλ­θαν καὶ αὐ­τοὶ καὶ οἱ ἰ­δέ­ες τους. Τί­πο­τα δὲν μπο­ρεῖ νὰ στα­θεῖ πλη­σί­ον τοῦ Χρι­στοῦ ἢ νὰ ἀ­να­με­τρη­θεῖ μὲ τὸ αἰ­ώ­νιο φῶς Του καὶ τὴν δι­δα­σκα­λί­α Του. Γιὰ αὐ­τὸ καὶ ἵ­δρυ­σε ἐ­πὶ γῆς τὴν Ἐκ­κλη­σί­α Του καὶ κατ᾿ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο τὸ φῶς τῆς δι­δα­σκα­λί­ας Του πα­ρα­μέ­νει δια­ρκῶς στὸν κό­σμο. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ὁ «Χρι­στὸς πα­ρα­τει­νό­με­νος εἰς τοὺς αἰ­ῶ­νας». Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι τὸ δῶ­ρο καὶ τὸ μέ­σον τῆς σω­τη­ρί­ας. Ὁ Θε­ὸς θέ­λει «πάν­τας ἀν­θρώ­πους σω­θῆ­ναι» καὶ τοὺς προ­σφέ­ρει ὡς δῶ­ρο τὸ φῶς τὸ ἀ­λη­θι­νό, ἀλ­λὰ καὶ τὸ μέ­σον ποὺ τοὺς χρει­ά­ζε­ται γι᾿αὐ­τὸ τὸ σκο­πό, ποὺ εἶ­ναι τὰ μυ­στή­ρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Του. Ὁ Χρι­στὸς «φῶς εἰς τὸν κό­σμον ἐ­λή­λυ­θε». Ἀλ­λὰ πα­ρὰ ταῦ­τα ἀ­παι­σι­ό­δο­ξη εἶ­ναι ἡ εἰ­κό­να καὶ τῆς ἐ­πο­χῆς μας, τό­σον ὥ­στε ὁ Κύ­ριος εἶ­πεν: «Τὸ φῶς ἐ­λή­λυ­θεν εἰς τὸν κό­σμον καὶ ἠ­γά­πη­σαν οἱ ἄν­θρω­ποι μᾶλ­λον τὸ σκό­τος ἢ τὸ φῶς». Ἡ ζω­ὴ τῆς ἀρ­νή­σε­ως, ἡ ζω­ὴ τῆς φαυ­λό­τη­τος καὶ τῆς ἀ­δι­κί­ας, τὸ μῖ­σος καὶ ἡ ἔ­χθρα, ἡ πει­σμα­τι­κὴ πα­ρα­μο­νὴ μέ­σα στὴν ἁ­μαρ­τί­α, ἡ ἀ­που­σί­α τῆς φι­λο­θε­ΐ­ας ὁ­δη­γοῦν τοὺς ἀν­θρώ­πους στὸ σκό­τος καὶ τὴ σκιὰ τοῦ θα­νά­του. Καὶ ὁ «πε­ρι­πα­τῶν ἐν τῇ σκο­τί­ᾳ οὐκ οἶ­δε ποῦ ὑ­πά­γει. Ἕ­ως τὸ φῶς ἔ­χε­τε, πι­στεύ­ε­τε εἰς τὸ φῶς, ἵ­να υἱ­οὶ φω­τὸς γέ­νη­σθε».
Ἀ­γα­πη­τοί μου, τὸ ση­με­ρι­νὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο ἀ­να­φέ­ρε­ται ἐ­πί­σης στὴν ἔ­ναρ­ξη τῆς δη­μό­σιας δρά­σε­ως τοῦ Θε­αν­θρώ­που καὶ τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο τοῦ κη­ρύγ­μα­τός Του ποὺ ἦ­ταν καὶ εἶ­ναι «Με­τα­νο­εῖ­τε· ἤγ­γι­κε γὰρ ἡ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν». Μὲ τὴν ὑ­πό­δει­ξη αὐ­τὴ ὁ Θε­ὸς κά­νει δι­ά­λο­γο, συ­νε­χί­ζει τὸ δι­ά­λο­γο ποὺ εἶ­χε μὲ τὸν Ἀ­δὰμ στὸν Πα­ρά­δει­σο. Με­τά­νοι­α κή­ρυτ­ταν καὶ οἱ προ­φῆ­τες τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης. Ἡ πρό­τα­ση καὶ σή­με­ρα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι «Με­τα­νο­εῖ­τε» καὶ μα­κα­ρί­ζει ὅ­ποι­ον «οὐκ ἐ­πο­ρεύ­θη ἐν βου­λῇ ἀ­σε­βῶν καὶ ἐν ὁδῷ ἁ­μαρ­τω­λῶν οὐκ ἔ­στη καὶ ἐ­πὶ κα­θέ­δρᾳ λοι­μῶν οὐκ ἐ­κά­θι­σεν». Δη­λα­δή, εἶ­ναι πα­νευ­τυ­χὴς καὶ μα­κά­ριος ἐ­κεῖ­νος ποὺ δὲν πῆ­γε πο­τὲ σὲ συ­νέ­δριο καὶ σύ­σκε­ψη ἀ­σε­βῶν καὶ δὲν στά­θη­κε σὲ δρό­μο ἁ­μαρ­τω­λῶν καὶ δὲν κά­θι­σε ἐ­κεῖ ὅ­που ἐ­πι­μέ­νουν χω­ρὶς με­τά­νοι­α νὰ πα­ρα­μέ­νουν δι­α­φθαρ­μέ­νοι ἄν­θρω­ποι καὶ φθο­ρο­ποι­οί. Ἡ με­τά­νοι­α εἶ­ναι ὁ ἀ­σφα­λὴς δρό­μος ποὺ ὁ­δη­γεῖ στὴν βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν. Καὶ ὅ­ταν ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ ἀ­να­φέ­ρη τὴν βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν, ἐν­νο­εῖ τὸν Κύ­ριον καὶ τὴν κοι­νω­νί­α μα­ζί Του, δι­ό­τι ὅ­που εἶ­ναι ὁ βα­σι­λεύς, ἐ­κεῖ εἶ­ναι καὶ ἡ βα­σι­λεί­α. Ἡ με­τά­νοι­α ζω­ο­ποι­εῖ καὶ χα­ρι­τώ­νει καὶ πο­τὲ δὲν τε­λει­ώ­νει. Ἡ με­τά­νοι­α εἶ­ναι ὥ­ρα χά­ρι­τος, εἶ­ναι δῶ­ρο ποὺ προ­σφέ­ρε­ται ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ δι­α­τη­ρεῖ τὴν χά­ρη καὶ τὸ «φῶς τὸ ἀ­λη­θι­νό» στὴν ψυ­χή μας. Καὶ λέ­γον­τας με­τά­νοι­α δὲν ἐν­νο­οῦ­με μί­α τυ­πι­κὴ ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση ἀλ­λὰ μί­α ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὴ ἀλ­λα­γὴ ζω­ῆς. Θέ­λεις, ἀ­δελ­φέ, νὰ φο­ρέ­σεις τὴν φο­ρε­σιὰ τῆς με­τα­νοί­ας; Ἀ­γά­πη­σε τὴν τα­πεί­νω­ση, για­τί αὐ­τὴ εἶ­ναι «στο­λὴ Θε­ό­τη­τος».
Ἄς πα­ρα­κα­λέ­σου­με τὸν Κύ­ριο, ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, νὰ με­τα­μορ­φώ­σει τὸ σῶ­μα μας, νὰ θε­ρα­πεύ­σει τὴν ψυ­χή μας. Νὰ θε­ώ­σει μὲ τὴ χά­ρη Του «τὴν σω­τή­ριον πᾶ­σιν ἀν­θρώ­ποις» τὴν ὕ­παρ­ξή μας. Ἀ­μήν. ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2016

3 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 2016 - Κυ­ρια­κὴ πρὸ τῶν Φώ­των ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ Ἀ­ριθ­μὸς 1 Κυ­ρια­κὴ πρὸ τῶν Φώ­των 3 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 2016 (Μάρκ. α΄, 1-8) Ἡ ση­με­ρι­νὴ Κυ­ρια­κή, ἀ­γα­πη­τοὶ ἐν Κυ­ρί­ῳ ἀ­δελ­φοί, εἶ­ναι ἡ Κυ­ρια­κὴ πρὸ τῶν Φώ­των. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ δι­α­βά­σα­με τὴν εὐ­αγ­γε­λι­κή πε­ρι­κο­πή, ποὺ μό­λις ἀ­κού­σα­με, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­να­φέ­ρε­ται στὴ Βά­πτι­ση τοῦ Κυ­ρί­ου.

3 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 2016 - Κυ­ρια­κὴ πρὸ τῶν Φώ­των

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ
Ἀ­ριθ­μὸς 1
Κυ­ρια­κὴ πρὸ τῶν Φώ­των
3 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 2016
(Μάρκ. α΄, 1-8)

Ἡ ση­με­ρι­νὴ Κυ­ρια­κή, ἀ­γα­πη­τοὶ ἐν Κυ­ρί­ῳ ἀ­δελ­φοί, εἶ­ναι ἡ Κυ­ρια­κὴ πρὸ τῶν Φώ­των. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ δι­α­βά­σα­με τὴν εὐ­αγ­γε­λι­κή πε­ρι­κο­πή, ποὺ μό­λις ἀ­κού­σα­με, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­να­φέ­ρε­ται στὴ Βά­πτι­ση τοῦ Κυ­ρί­ου.

Αὐ­τή ἡ πε­ρι­κο­πὴ ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν ἀρ­χὴ τοῦ κα­τὰ Μᾶρ­κον Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο αὐ­τό, ποὺ θε­ω­ρεῖ­ται τὸ πρῶ­το χρο­νο­λο­γι­κὰ ποὺ γρά­φτη­κε, πα­ρα­λεί­πον­τας τὰ σχε­τι­κὰ μὲ τὴ Γέν­νη­ση τοῦ Χρι­στοῦ μας, ἀρ­χί­ζει τὴ δι­ή­γη­ση ἀ­πὸ τὸ κή­ρυγ­μα καὶ τὸ βά­πτι­σμα τοῦ Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Προ­δρό­μου, κα­θὼς καὶ τὴ Βά­πτι­ση τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Καὶ πῶς ἀρ­χί­ζει; «Ἀρ­χὴ τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, Υἱ­οῦ τοῦ Θε­οῦ». Τού­τη ἡ μι­κρὴ φρά­ση συ­νο­ψί­ζει τὸ ὅ­λο σω­τή­ριο ἔρ­γο τοῦ ἐ­ναν­θρω­πή­σαν­τος Υἱ­οῦ τοῦ Θε­οῦ. Εὐ­αγ­γέ­λιο θὰ πεῖ ἡ κα­λὴ, χαρ­μό­συ­νη ἀγ­γε­λί­α, τὸ εὐ­φρό­συ­νο μή­νυ­μα, τὸ μό­νο χα­ρο­ποι­ὸ μή­νυ­μα, ὅ­τι ὁ Υἱ­ὸς καὶ Λό­γος τοῦ Θε­οῦ, ἀ­πὸ ἄ­κρα ἀ­γά­πη στὸ πλά­σμα Του, ποὺ ἔ­πε­σε στὴν ἁ­μαρ­τί­α τῆς πα­ρα­κο­ῆς τοῦ θεί­ου θε­λή­μα­τος καὶ ἐ­ξο­ρί­στη­κε ἀ­πὸ τὸν πα­ρά­δει­σο σὲ τού­τη τὴ γῆ τοῦ κλαυθ­μῶ­νος, ὑ­πέ­πε­σε δὲ στὴ φθο­ρὰ καὶ τὸν θά­να­το, ἦλ­θε στὴ γῆ, ἔ­λα­βε σάρ­κα καὶ ψυ­χὴ ἀν­θρώ­πι­νη, προ­σέ­λα­βε ὅ­λη τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση, γιὰ νὰ τὴν ἁ­γιά­σει, νὰ τὴ θε­ώ­σει.

Καί, ὅ­πως κα­τὰ και­ροὺς εἶ­χε στεί­λει στὴν ἐ­πο­χὴ τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης δί­και­ους καὶ προ­φῆ­τες, ἀ­πέ­στει­λε «πρὸ προ­σώ­που αὐ­τοῦ» τὸν ἔν­σαρ­κο ἄγ­γε­λό Του, δηλ. ἀγ­γε­λι­α­φό­ρο, τὸν Ἰ­ω­άν­νη τὸν Πρό­δρο­μο, ποὺ μὲ τὸ κή­ρυγ­μά του καὶ τὸ βά­πτι­σμά του προ­ε­τοί­μα­σε τὸν δρό­μο γιὰ τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο τῆς τε­λει­ό­τη­τος, τὴ ζω­ὴ τῆς χά­ρι­τος, ποὺ ἐ­πρό­κει­το σύν­το­μα νὰ κη­ρύ­ξει ὁ Κύ­ριος ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός.

Με­τὰ λοι­πὸν ἀ­πὸ μί­α ἰ­σάγ­γε­λη ζω­ὴ τριά­ντα τό­σων χρό­νων στὴν ἔ­ρη­μο τοῦ Ἰ­ορ­δά­νη, ὑ­πα­κού­ον­τας σὲ θε­ϊ­κὴ προ­στα­γὴ ὁ Ἰ­ω­άν­νης, ὁ υἱ­ὸς τοῦ ἀρ­χι­ε­ρέ­α Ζα­χα­ρί­α καὶ τῆς Ἐ­λι­σά­βετ, ἔρ­χε­ται στὰ πε­ρί­χω­ρα τοῦ Ἰ­ορ­δά­νη πο­τα­μοῦ, γιὰ νὰ κη­ρύ­ξει βά­πτι­σμα με­τα­νοί­ας.

Ὁ Ἰ­ω­άν­νης ὑ­πῆρ­ξε ὁ πρῶ­τος ἀ­σκη­τὴς τῆς ἐ­πο­χῆς τῆς χά­ρι­τος, τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης, καὶ ἔ­γι­νε ὁ μέ­γι­στος τῶν προ­φη­τῶν καὶ εὔ­λο­γα κα­τέ­στη ὁ προ­στά­της καὶ ἀρ­χη­γὸς τοῦ τάγ­μα­τος τῶν μο­να­χῶν. Καὶ τί κή­ρυσ­σε ὁ Τί­μιος Πρό­δρο­μος; Δύ­ο με­γά­λα πράγ­μα­τα: Τὴ με­τά­νοι­α καὶ τὴν πί­στη στὴν ἐ­πι­κεί­με­νη τό­τε ἔ­λευ­ση τοῦ Λυ­τρω­τῆ Ἰ­η­σοῦ. Βλέ­πον­τας οἱ ἄν­θρω­ποι τῆς πε­ρι­ο­χῆς ὅ­λης τῆς Ἰ­ου­δαί­ας καὶ τῶν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων τὴν ἰ­σάγ­γε­λη βι­ο­τή του, ἔ­τρε­χαν δι­ψα­σμέ­νοι γιὰ λό­γο Θε­οῦ σ᾿ αὐ­τόν. Κι ἀ­κού­γον­τας τὸ πύ­ρι­νο ἐ­κεῖ­νο καὶ οὐ­ρά­νιο κή­ρυγ­μα τῆς με­τά­νοι­ας, ἐ­ξο­μο­λο­γοῦν­ταν δη­μό­σια ὁ κα­θέ­νας τὶς ἁ­μαρ­τί­ες του καὶ βα­πτί­ζον­ταν ἀπ᾿ αὐ­τὸν στὸν Ἰ­ορ­δά­νη, σὰν σύμ­βο­λο τῆς ἄ­φε­σης, τῆς συγ­χώ­ρη­σής τους. 

Κι ἐ­πει­δὴ ὁ­ρι­σμέ­νοι θε­ω­ροῦ­σαν, πὼς αὐ­τὸς ἦ­ταν ὁ ἀ­να­με­νό­με­νος Μεσ­σί­ας, κή­ρυσ­σε ξε­κά­θα­ρα ὁ θεῖ­ος Βα­πτι­στής καὶ μὲ κά­θε τα­πεί­νω­ση: «Ἐ­γὼ κά­νω τὸ ἔρ­γο, ποὺ μὲ πρό­στα­ξε ὁ Θε­ός, μὰ δέν εἶ­μαι τί­πο­τα. Ἔρ­χε­ται σύν­το­μα ὁ ἰ­σχυ­ρό­τε­ρός μου, ὁ σαρ­κω­μέ­νος Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ, τοῦ ὁ­ποί­ου δὲν εἶ­μαι ἄ­ξιος νὰ σκύ­ψω καὶ νὰ λύ­σω τὰ ράμ­μα­τα τῶν ὑ­πο­δη­μά­των του. Ἐ­γὼ σᾶς βα­πτί­ζω στὸ νε­ρὸ συμ­βο­λι­κά. Αὐ­τὸς θὰ σᾶς βα­πτί­σει μὲ τὸ Μυ­στή­ριο τοῦ Ἁ­γί­ου Βα­πτί­σμα­τος ποὺ θὰ δω­ρή­σει τὴ χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος».

Ἀ­γα­πη­τοί μου ἀ­δελ­φοί, ἡ μορ­φή, ἡ βι­ο­τὴ καὶ τὸ κή­ρυγ­μα τοῦ Προ­δρό­μου Ἰ­ω­άν­νου ἔ­χουν πολ­λὰ νὰ μᾶς εἰ­ποῦν καὶ ἐ­μᾶς σή­με­ρα, ὄ­χι μό­νο ἐ­νό­ψει τῆς ἑ­ορ­τῆς τῆς Βά­πτι­σης τοῦ Κυ­ρί­ου, ἀλ­λὰ γιὰ ὅ­λη μας τὴ ζω­ή. Κα­λού­μα­στε νὰ μι­μη­θοῦ­με, ἔ­στω λί­γο, τὸ κα­τὰ δύ­να­μη ὁ κα­θέ­νας, τὴν ἐ­νά­ρε­τή του πο­λι­τεί­α, τὴν ἄ­σκη­σή του, τὴν ἀ­γά­πη στὸν Θε­ὸ καὶ τὴν ὑ­πα­κο­ὴ στὸ θέ­λη­μά Του. Τὸ κή­ρυγ­μα τῆς με­τά­νοι­ας πα­ρα­μέ­νει ζων­τα­νὸ στοὺς αἰ­ῶ­νες: «Με­τα­νο­εῖ­τε· ἤγ­γι­κε γὰρ ἡ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν.» Αὐ­τό, ποὺ ζη­τεῖ ἀ­πὸ ἐ­μᾶς ὁ Θε­ός, ἀ­δελ­φοί, εἶ­ναι με­τά­νοι­α, ἀλ­λα­γὴ δηλ. καὶ δι­όρ­θω­ση τοῦ νοῦ, τοῦ φρο­νή­μα­τος, τῆς ζω­ῆς μας.

Μό­νο μὲ τὸν τρό­πο τοῦ­το, τὴν ὁ­λό­ψυ­χη δηλ. με­τά­νοι­ά μας ὡς προ­σώ­πων, ὡς κοι­νω­νί­ας, ὡς ἔ­θνους, θὰ ἑλ­κύ­σου­με τὴ Χά­ρη τοῦ Φι­λάν­θρω­που Θε­οῦ, ποὺ εἶ­ναι εὔ­σπλαγ­χνος καὶ ἐ­λε­ή­μων. Καὶ οἱ ὅ­ποι­ες ση­με­ρι­νὲς κρί­σεις εἶ­ναι ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς πνευ­μα­τι­κῆς μας κρί­σης. Ἀλ­λά, νὰ ἔ­χου­με πί­στη, ἐλ­πί­δα καὶ θάρ­ρος. Ὁ Θε­ός, ποὺ ἐ­πέ­τρε­ψε γιὰ τὸ κα­λὸ καὶ συμ­φέ­ρον μας τὶς ση­με­ρι­νὲς δο­κι­μα­σί­ες, δὲν μᾶς ἐγ­κα­τα­λεί­πει. Κι ὅ­πως μᾶς ὑ­πο­σχέ­θη­κε, θὰ τη­ρή­σει τὸν λό­γο Του: «Ζη­τεῖ­τε πρῶ­τον τὴν βα­σι­λεί­αν τοῦ Θε­οῦ, καὶ ταῦ­τα πάν­τα προ­στε­θή­σε­ται ὑ­μῖν.» Ὅ­ταν ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε νὰ κά­νου­με τὸ θέ­λη­μά Του καὶ ἔ­χου­με με­τά­νοι­α, καὶ ἡ οἰ­κο­νο­μι­κὴ καὶ ἡ ἐ­θνι­κὴ καὶ ἡ ὅ­ποι­α ἄλ­λη κρί­ση θὰ πα­ρέλ­θουν. Καὶ θὰ ἀ­ξι­ω­θοῦ­με νὰ δι­έλ­θου­με καὶ τού­τη τὴν πρό­σκαι­ρη ζω­ὴ μὲ εὐ­λο­γί­α καὶ εἰ­ρή­νη καὶ νὰ εἰ­σέλ­θου­με στὴν ἀ­λη­θι­νὴ καὶ μό­νι­μη καὶ αἰ­ώ­νια ζω­ή, χά­ρι­τι καὶ φι­λαν­θρω­πί­α τοῦ ἐν Τριά­δι Θε­οῦ, στὸν ὁ­ποῖ­ο ἀ­νή­κει δό­ξα καὶ με­γα­λω­σύ­νη στοὺς αἰ­ῶ­νες. Ἀ­μήν!

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Χίου