Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ 27η ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2015 Κυ­ρια­κή μετά τήν Χριστοῦ Γέννησιν Ἰωσήφ μνήστ., Δαυίδ Προφ., Ἰακώβου Ἀδελφοθέου καί Στεφάνου τοῦ Πρωτομάρτυρος 27 Δεκ­εμ­βρί­ου 2015 (Πρὰξ. στ΄ 8-ζ΄5, 47-60) «Κύριε, μὴ στήσης αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην»

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ 27η ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2015

Κυ­ρια­κή μετά τήν Χριστοῦ Γέννησιν
Ἰωσήφ μνήστ., Δαυίδ Προφ., Ἰακώβου Ἀδελφοθέου
καί Στεφάνου τοῦ Πρωτομάρτυρος
27 Δεκ­εμ­βρί­ου 2015
(Πρὰξ. στ΄ 8-ζ΄5, 47-60)
«Κύριε, μὴ στήσης αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην»
Ἡ ζωή, ἀδελφοί μου, εἶναι ἕνα ταξίδι. Ὁ σωστὸς δρόμος ποὺ πρέπει ὅλοι ν’ ἀκολουθήσουμε γιὰ νὰ φτάσουμε στὸ τέρμα, στὸν Παράδεισο, εἶναι ἕνας. Ὁ δρόμος ποὺ χάραξε ὁ Χριστός μας. Αὐτὸν τὸ δρόμο βάδισαν οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Μάρτυρες, οἱ Ὁμολογητές, οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ δρόμος αὐτὸς εἶναι δύσκολος, ἀνηφορικός. «Στενὴ ἡ πύλη καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωὴν» (Ματθ. ζ΄14). Ἀντίθετα ὁ δρόμος τῆς κακίας, τῆς διαφθορᾶς, τῆς ἀπιστίας εἶναι εὔκολος, κατηφορικός. Ὡς ἐλεύθεροι ποὺ εἴμαστε μποροῦμε νὰ διαλέξουμε ποιὸ δρόμο θ’ ἀκολουθήσουμε: Τοῦ Χριστοῦ ἢ τοῦ σατανᾶ; Τοῦ Παραδείσου ἢ τῆς κόλασης;

Δύσκολο πράγμα οἱ ἀρετές. Κι ἂν ρωτήσετε ποιὰ εἶναι ἡ πιὸ δύσκολη, ὁ φιλάργυρος θὰ πεῖ ἡ ἐλεημοσύνη, ὁ κοιλιόδουλος θὰ πεῖ ἡ νηστεία, ὁ σαρκολάτρης θὰ πεῖ ἡ παρθενία, ὁ ἐγωιστὴς θὰ πεῖ ἡ ταπείνωση. Ἡ πιὸ δύσκολη ἀρετὴ ὅμως ἀπ’ ὅλες εἶναι ἡ συγχώρηση.
Σήμερα, τρίτη μέρα τῶν Χριστουγέννων λάμπει στὴν Ἐκκλησία μας ὁ πρωτομάρτυρας Στέφανος. Ἐξελέγη γιὰ νὰ ὑπηρετήσει τὶς ἀνάγκες τῆς πρώτης χριστιανικῆς κοινότητας ποὺ ζοῦσε μὲ κοινοκτημοσύνη. Εἶχαν τὰ πάντα κοινά. Κανεὶς δὲν ἔλεγε τοῦτο εἶναι δικό μου, ἐκεῖνο εἶναι δικό σου. Ἔτρωγαν κάθε βράδυ ὅλοι μαζί, φέρνοντας ὅ,τι εἶχε ὁ καθένας, ἄκουγαν τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων καὶ μετὰ κοινωνοῦσαν τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας. Ὁ Ἅγιος Στέφανος ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ὑλικὲς ἀνάγκες τῶν ἀδελφῶν του, ὑπηρετοῦσε καὶ τὶς πνευματικές. Κήρυττε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ μὲ ἐπιχειρήματα καὶ ἔφερνε στὴν πίστη πολλοὺς συμπατριῶτες του.
Αὐτὴ ἡ δράση προκάλεσε τὸ φθόνο. Οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸ δικαστήριο. Ἐνῶ τοῦ ἀπήγγειλαν συκοφαντικὲς κατηγορίες, ἐκεῖνος ἦταν ἤρεμος. Εἶδαν ὅλοι τους «τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡσεὶ πρόσωπον ἀγγέλου». Στὴν ἀπολογία του μίλησε κάνοντας μία ἀνασκόπηση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Δὲν σᾶς λέω, τοὺς εἶπε, ν’ ἀκούσετε ἐμένα. Ἀκοῦστε τὸν Ἀβραάμ, τὸν Μωυσῆ, τὸν Ἡσαΐα, τὸν Ἱερεμία. Ὅλους αὐτοὺς ποὺ λέτε πὼς σέβεστε καὶ ἀνήγγειλαν τὴν ἔλευση τοῦ Μεσσία. Βλέποντας πὼς δυσφοροῦν μ’ αὐτὰ τὰ λόγια, σκλήρυνε κι ἐκεῖνος τὸ λόγο του. «Σκληροτράχηλοι καὶ ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ» ὅπως καὶ οἱ πατέρες σας, ποὺ σκότωσαν τοὺς προφῆτες ἔτσι κι ἐσεῖς φονιάδες καὶ προδότες, θανατώσατε τὸ Μεσσία. Ἔγιναν θηρία ἀκούγοντας τὴν ἀλήθεια. Τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ τὸν λιθοβολοῦσαν. Ἐκεῖνος ὑπέμενε καρτερικά. Κι ὅταν κατάλαβε πὼς ἐρχόταν τὸ τέλος, μιμήθηκε τὸν Κύριό του. Ὅπως ὁ Χριστός μας πάνω στὸ Σταυρὸ εἶπε «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς˙ οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» ἔτσι κι ὁ ἅγιος Στέφανος: «Κύριε, μὴν τοὺς λογαριάσεις τὴν ἁμαρτία αὐτή». Καὶ μὲ τὸ λόγο αὐτὸ ἐκοιμήθη.
Ἂς μιμηθοῦμε κι ἐμεῖς τὸν Πρωτομάστορα τῆς Ἐκκλησίας μας στὸ νὰ συγχωροῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Σήμερα ἔχουν σβήσει δυὸ πράγματα, τὸ «εὐχαριστῶ» καὶ τὸ «συγχωρῶ». Λένε πολλοί, ἐγώ νηστεύω, πηγαίνω στὴν ἐκκλησία, ἀνάβω κεριά, ἐξομολογοῦμαι, πάω στὶς ἀγρυπνίες… Ὅλα νὰ τὰ κάνεις, ἀδερφέ μου, ἐὰν στὴν καρδιά σου μισεῖς κάποιον, ὅλα εἶναι μάταια. Δὲν ζοῦμε σὲ κόσμο ἀγγελικό. Μακάρι νὰ ζούσαμε. Μέσα στὸν κόσμο ὅλοι μας, ὁ ἕνας πειράζει τὸν ἄλλο. Ὁ πατέρας τὰ παιδιά του, ὁ ἄντρας τὴ γυναίκα κι ἡ γυναίκα τὸν ἄντρα της, ἡ νύφη τὴν πεθερὰ κι ὁ συνεργάτης τὸ συνέταιρό του. Μᾶς συκοφάντησαν, μᾶς ἀδίκησαν, μᾶς ἔκαναν νὰ κλάψουμε. Λοιπόν; Ἂς σταθοῦμε στὸ ὕψος μας ὡς χριστιανοί. Ἂν πιστεύουμε στὸ Χριστό μας ἂς ἀνοίξουμε τὴν καρδιά μας καὶ μέσα ἀπὸ τὰ βάθη μας ἂς φύγει ἡ μεγάλη λέξη: «Σὲ συγχωρῶ».
Ἡ καρδιά τοῦ Ἕλληνα δὲν ἀναπαύεται στὴν ἐκδίκηση. Στὴν ἐπανάσταση τοῦ 1821 οἱ Ἕλληνες μετὰ τοὺς πρώτους μῆνες τσακώθηκαν καὶ οἱ Τοῦρκοι χαίρονταν. Τότε κάποια σφαίρα χτύπησε στὸ κεφάλι τὸν Πάνο Κολοκοτρώνη, ἀδελφό τοῦ Γέρου τοῦ Μοριᾶ, καὶ τὸν σκότωσε. Ὕστερα ἀπὸ καιρὸ ὁ Θεόδωρος πῆγε καὶ τὸν βρῆκε καὶ τὸν κάλεσε στὸ σπίτι του. Τοῦ ἔστρωσε τραπέζι. Ἡ μάνα τοῦ Κολοκοτρώνη εἶπε: «Παιδί μου, τὸ φονιὰ τοῦ παιδιοῦ μου θὰ φιλοξενήσεις;» Κι ἐκεῖνος ἀπάντησε μὲ λόγια ποὺ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσουμε: «Μάνα, τοῦτο τὸ τραπέζι εἶναι τὸ καλύτερο μνημόσυνο τοῦ ἀδελφοῦ μου».
Ὁ Χριστός μας μᾶς δίδαξε νὰ προσευχόμαστε λέγοντας στὸ «Πάτερ ἡμῶν» «Καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν». Συγχώρησε τὶς ἁμαρτίες μας ὅπως καὶ ἐμεῖς συγχωροῦμε τοὺς συνανθρώπους μας. Προϋπόθεση γιὰ νὰ συγχωρήσει ὁ Θεὸς τὶς ἀμέτρητες ἁμαρτίες μας εἶναι νὰ συγχωρήσουμε τὶς λίγες ποὺ χρωστᾶμε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο.
Ἀδελφοί μου, πρέπει νὰ τὸ καταλάβουμε. Εἶναι νόμος. Συγχωρεῖς; Θὰ συγχωρηθεῖς. Δὲν συγχωρεῖς; Δὲν θὰ σὲ συγχώρησει ὁ Θεός. Ἕνας, λοιπὸν, εἶναι ὁ δρόμος τῆς σωτηρίας μας: Νὰ συγχωρήσουμε γιὰ νὰ συγχωρηθοῦμε. Ἀμήν. ΠΗΓΗ Ρ/Σ  ΣΗΜΑΝΤΡΟ

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ13 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2015 ICXCNIKA Ἀ­ριθ­μὸς 50 Κυ­ρια­κή κη΄ Ἐ­πι­στο­λῶν Τῶν Ἁγίων Προπατόρων 13 Δεκ­εμ­βρί­ου 2015 (Κολ. γ΄ 4-11) «Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς,πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακὴν, καὶ τὴν πλεονεξίαν ἥτις ἐστίν εἰδωλολατρεία»

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ13 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2015


ICXCNIKA
Ἀ­ριθ­μὸς 50
Κυ­ρια­κή κη΄ Ἐ­πι­στο­λῶν
Τῶν Ἁγίων Προπατόρων
13 Δεκ­εμ­βρί­ου 2015
(Κολ.  γ΄ 4-11)
«Νεκρώσατε ον τ μέλη μῶν τ π τς γῆς,πορνείαν, καθαρσίαν, πάθος, πιθυμίαν κακν, κα τν πλεονεξίαν τις στίν εδωλολατρεία»
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει πρὸς τοὺς Κολασσαεῖς ποὺ πρὶν ἦταν εἰδωλολάτρες. Ἡ πορνεία, ἡ μοιχεία καὶ κάθε κακὸ βασίλευε ἐπὶ αἰῶνες. Εἶχε γίνει καθεστὼς ποὺ στηριζόταν στὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθιμα τῆς θρησκείας. Ἦταν σὰν ἕνα δένδρο πελώριο ποὺ εἶχε ρίξει τὶς ρίζες του μέσα στὶς καρδιές τοῦ διεφθαρμένου λαοῦ καὶ φαινόταν πὼς καμμία δύναμη δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ξεριζώσει.
Καὶ ὅμως, ἀδελφοί μου, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ μὲ δύναμη κήρυξε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ οἱ συνεργάτες του, ἔκανε τὸ θαῦμα. Οἱ ἄνθρωποι ἔπαψαν νὰ πιστεύουν στὰ εἴδωλα. Μερικὰ ἐλαττώματα ὅμως καὶ κακίες κάπου κάπου παρουσιάζονταν, ἀπόδειξη πὼς εἶχαν μείνει μέσα τους κάποιες μικρὲς ρίζες εἰδωλολατρείας. Μερικοὶ ἂν καὶ βαπτίστηκαν στὸ ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ ὑποσχέθηκαν δημόσια ὅτι θὰ πατήσουν τὸ διάβολο καὶ θὰ ἀφήσουν ὅλα τὰ ἀνθρώπινα πάθη καὶ τὶς κακίες, ξανάπεφταν σ’ ἐκεῖνα τὰ ἁμαρτήματα ποὺ ἔπρεπε τελείως νὰ ἔχουν ἀφήσει.
Ὅταν βαπτίζονται οἱ ἄνθρωποι, ἡ Ἐκκλησία μας ψάλλει: «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε». Εἶναι σὰν νὰ μᾶς λέει: «Μὴ λερώσετε τὴν καινούργια στολὴ τοῦ Χριστοῦ μας ποὺ ντυθήκατε μὲ τὰ φοβερὰ ἁμαρτήματα. Τὸ κορμὶ σας καθαρὸ ἀπὸ πορνεία καὶ μοιχεία. Ἡ γλώσσα σας καθαρὴ ἀπὸ αἰσχρολογία καὶ βλασφημία. Ἡ καρδιά σας καθαρὴ ἀπὸ θυμό, ὀργή καὶ πλεονεξία. Διῶξτε μακριὰ κάθε κακία, κάθε ἁμαρτία. Μὲ ποιὸ μέσο θὰ μπορέσουμε ὅμως νὰ πολεμήσουμε αὐτὰ τὰ πάθη; Μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία. Ἂς ποῦμε, λοιπὸν, λίγα λόγια γιὰ τὴ νηστεία, ἀφοῦ διανύουμε τὸ σαραντάμερο, ὅπως τὸ λέει ὁ λαός, τὴν περίοδο τῆς νηστείας τῶν Χριστουγέννων.
Ἡ νηστεία ἔχει τὴν ἀρχή της ἀπὸ τὴν δημιουργία τῶν πρωτοπλάστων, ὅταν ὁ Θεὸς ἔδωσε τὴν ἐντολὴ στὸν Ἀδάμ, νὰ μὴ φᾶνε ἀπὸ τὸ δέντρο τῆς γνώσης τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ. Τὴν ἀνάγκη τῆς νηστείας συναντοῦμε στὴν Παλαιά Διαθήκη. Ἀπὸ τὴν ἐνανθρώπιση τοῦ Κυρίου μας, οἱ μαρτυρίες γιὰ νηστεία εἶναι μυριόστομες, ἀφοῦ καὶ Ἐκεῖνος νήστεψε σαράντα ἡμέρες καὶ σαράντα νύχτες πρὶν ἀρχίσει τὸ ἔργο τῆς διδασκαλίας Του.
Ἡ νηστεία, λέγει ὁ ὅσιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος, εἶναι ὑπερασπιστὴς καὶ φύλακας κάθε ἀρετῆς. Εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς ὁδοῦ τοῦ χριστιανισμοῦ, καὶ ἡ μητέρα τῆς προσευχῆς καὶ τῆς σωφροσύνης. Εἶναι δάσκαλος τῆς ἡσυχίας καὶ ὁδηγὸς ὅλων τῶν καλῶν ἔργων.
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης μᾶς λέγει πὼς ἡ νηστεία εἶναι μέσον καὶ ἐργαλεῖο, ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ δώσομε τὴν προτεραιότητα σ’ αὐτό, εἰς βάρος τοῦ κύριου ἔργου, τὸ ὁποῖο εἶναι ἡ ἀρετὴ σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μας. Σωφρονεῖτε, λέγει ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, καὶ Σωτήρας τῶν ψυχῶν μας. Μὴν κρίνετε, μὴν σχολιάζετε, μὴν κατηγορεῖτε, μὴν κλέβετε, μὴν ἀδικεῖτε, μὴν συκοφαντεῖτε. Ἐκήρυξε τὴν ἀγάπη μέσα στὴν ὁποία ἐξέχουσα θέση ἔχει ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ περιφρονημένη αὐτὴ κορυφὴ τῶν ἀρετῶν. Ἐμεῖς ὅμως δὲν σταματοῦμε τὸ ψέμα, τὴν κατάκριση, τὴ συκοφαντία, τὴν ἀδικία, τρώγοντες καὶ πίνοντες τὶς σάρκες τῶν ἀδελφῶν μας καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ παίρνουμε ὡς τιποτένια καὶ ὑψώνουμε τὴ νηστεία ὡς τὴν κορυφὴ τῶν ἀρετῶν, τὴν ὁποία καὶ αὐτὴ δὲν τὴν τηροῦμε ὅπως πρέπει.
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος λέγει πὼς ἡ νηστεία εἶναι μεγάλη δύναμη καὶ μεγάλα κατορθώματα γίνονται δὶ’ αὐτῆς. Καὶ μὴ νομίσεις, ἀγαπητὲ, ὅτι τόσο ἁπλὴ εἶναι ἡ νηστεία. Γιατί ὄχι ἐκεῖνος ποὺ νηστεύει τὰ φαγητὰ κατορθώνει κάτι, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ ἀπέχει ἀπὸ κάθε πονηρὸ πράγμα θεωρεῖται ὅτι νηστεύει. Γιατί ἐὰν νηστεύεις ἀπὸ φαγητὰ καὶ δὲν ἔχεις κλειστὸ τὸ στόμα σου σὲ ψέματα, ἐπιορκίες, καταλαλιὰ ἤ ἄλλο πονηρὸ λόγο σὲ τίποτα δὲν ὠφελεῖσαι καὶ χάνεις ὅλον τὸν κόπο σου.
Ὁ Μέγας Βασίλειος λέγει ὅτι ἡ νηστεία ἡ ἀληθινὴ εἶναι ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις, δηλαδὴ τὸ νὰ ἀλλάξουμε τὶς κακές μας συνήθειες, τὰ πάθη μας. Κρέατα δὲν τρῶς ἀλλὰ τρῶς τὸν ἀδελφό σου. Ἀπέχεις ἀπὸ κρασί ἀλλὰ δὲν κρατᾶς κλειστὸ τὸ στόμα σου σὲ βρισιές. Ἀλλοίμονο σ’ αὐτοὺς ποὺ μεθοῦν ὄχι ἀπὸ κρασί. Ὁ θυμὸς εἶναι μέθη τῆς ψυχῆς.
Μεγάλο τὸ θέμα τῆς νηστείας, ἀδελφοί μου, καὶ δὲν ἐξαντλεῖται σ’ ἕνα κήρυγμα. Πρέπει νὰ προσέξουμε ὅμως τοῦτο τὸ λάθος ποὺ κάνουμε. «Παπᾶ, πόσες μέρες νὰ νηστέψω γιὰ νὰ κοινωνήσω;», εἶναι ἡ ἐρώτηση ποὺ ἀκούγεται ἀπὸ ὅλους σχεδὸν τοὺς χριστιανούς.
Οἱ ἡμέρες τῆς νηστείας εἶναι καθορισμένες ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας. Πρέπει νὰ καταλάβουμε πὼς ἡ συμμετοχή μας στὸ μυστήριο τῶν μυστηρίων, στὴ Θεία Εὐχαριστία πρέπει νὰ εἶναι συχνὴ καὶ πάντοτε μὲ τὴν ἄδεια τοῦ Πνευματικοῦ μας. Ἄρα ἐξομολόγηση πρὶν τὴ Θεία Εὐχαριστία καὶ νηστεία ὅπως διατάξει ἡ Ἐκκλησία μας. Εἴθε ὁ Θεὸς νὰ μᾶς φωτίσει νὰ καταλάβουμε πὼς ἡ Θεία Λειτουργία τελεῖται γιὰ νὰ κοινωνοῦμε τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας ἂν ὄχι καθημερινὰ τοὐλάχιστον κάθε Κυριακὴ καὶ τὶς μεγάλες γιορτές. Ἀμήν. ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ 6η ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2015 / Ἀ­ριθ­μὸς 49 Κυ­ρια­κή κζ΄ Ἐ­πι­στο­λῶν Ἁγίου Νικολάου 6 Δεκ­εμ­βρί­ου 2015 (Ἑβρ. ιγ΄17-21) «Προσεύχεσθε περὶ ἡμῶν» Νὰ προσεύχεσθε γιὰ μᾶς, λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή του καὶ φυσικὰ σὲ ὅλους τοὺς χριστιανούς. Περὶ προσευχῆς, λοιπὸν, σήμερα θὰ μιλήσουμε. Καὶ πρῶτα τί εἶναι ἡ προσευχή.

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ 6η ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2015

E-mail Εκτύπωση PDF
ICXCNIKA
Ἀ­ριθ­μὸς 49
Κυ­ρια­κή κζ΄ Ἐ­πι­στο­λῶν
Ἁγίου Νικολάου
6 Δεκ­εμ­βρί­ου 2015
(Ἑβρ. ιγ΄17-21)
«Προσεύχεσθε περ μῶν»
Νὰ προσεύχεσθε γιὰ μᾶς, λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή του καὶ φυσικὰ σὲ ὅλους τοὺς χριστιανούς. Περὶ προσευχῆς, λοιπὸν, σήμερα θὰ μιλήσουμε. Καὶ πρῶτα τί εἶναι ἡ προσευχή.
Ἡ προσευχή, ἀδελφοί μου, εἶναι μία μεγάλη δύναμη ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο ἤ καλύτερα ποὺ δίδαξε ὁ Θεάνθρωπος Σωτήρας καὶ Λυτρωτής μας, γιὰ νὰ ἐπικοινωνοῦμε μαζί Του. Εἶναι τὸ τηλέφωνο ποὺ συνδέει τὴ γῆ μὲ τὸν οὐρανό. Ὅταν θέλεις νὰ ἐπικοινωνήσεις μὲ κάποιον δικό σου στὴν Ἀμερική, στὴν Αὐστραλια ἤ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ, σηκώνεις τὸ ἀκουστικό, ἀνοίγεις γραμμὴ καὶ συνδέεσαι. Κι ὅταν ἀκούσεις τὴ φωνὴ τοῦ δικοῦ σου ἀνθρώπου, ποὺ βρίσκεται τόσο μακριά, εὐχαριστεῖσαι. Ἐὰν εἶναι ἀναγκαῖο καὶ εὐχάριστο ν’ ἀκοῦς τὴ φωνὴ τῶν ἀνθρώπων σου ἀπὸ μακρινὴ χώρα, πόσο περισσότερο τὸ νὰ ἐπικοινωνεῖς μὲ τὸν Θεό;
Ἄραγε τί ἔχει νὰ πεῖ ὁ ἄνθρωπος στὸ Θεό; Ποιὸ μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ θέμα τῆς τηλεφωνικῆς ἐπικοινωνίας; Ἄλλοτε μέν, ὅταν βλέπει τὰ ἔξοχα δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ νὰ Τὸν δοξολογεῖ, νὰ λέγει «δόξα σοι ὁ Θεός». Ὅταν πάλι ἀναλογίζεται τὶς ἄπειρες εὐεργεσίες Του – τὸν ἀέρα ποὺ ἀναπνέουμε, τὸ νερὸ ποὺ πίνουμε, τὸν ἥλιο ποὺ μᾶς ζεσταίνει, τὴν καθημερινὴ τροφὴ καὶ προπάντων τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας – νὰ Τὸν εὐχαριστεῖ. Κι ὅταν πάλι νοιώθει τὶς ποικίλες ἀνθρώπινες ἀνάγκες, τὰ «μικρὰ συννεφάκια» στὴ ζωή του, νὰ παρακαλεῖ τὸν Θεό. Ἡ προσευχὴ, λοιπὸν, εἶναι ἄλλοτε δοξολογία, ἄλλοτε δέηση, παράκληση καὶ ἄλλοτε – δυστυχῶς λιγότερο- εὐχαριστία.
Ἡ προσευχὴ μπορεῖ νὰ γίνεται ἀτομικά, ἀπὸ τὸν καθένα χωριστά, στὸ δωμάτιό του ἤ στὸ χῶρο τῆς δουλειᾶς του. Νὰ ποῦμε τὸ «Πάτερ ἡμῶν», τὸ «Πιστεύω», νὰ ποῦμε τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» ποὺ εἶναι δυνατὴ προσευχή, σιωπηλά, χωρὶς νὰ παίρνει εἴδηση ὁ διπλανός μας, ἀλλὰ ἂν γίνεται σωστά, φτάνει στὸ Θεὸ δυνατά. Ὅπως τότε ποὺ προσευχόταν ὁ Μωυσῆς χωρὶς νὰ ἀκούγεται καὶ τοῦ εἶπε ὁ Θεὸς νὰ μὴ φωνάζει γιατί Τὸν ξεκούφανε. Μπορεῖ ἡ προσευχὴ νὰ γίνεται ἀπὸ ὅλη τὴν οἰκογένεια, οἰκογενειακὴ προσευχή, ὅπως ἔκαναν οἱ πρόγονοί μας τὰ παλαιότερα καὶ ἁγιασμένα χρόνια. Ἐμεῖς σήμερα δὲν προσευχόμαστε οἰκογενειακά. Ἀποτέλεσμα; Ἔφυγε ὁ Θεὸς ἀπὸ κοντά μας καὶ βλέπετε ποῦ καταντήσαμε. Ἀγρίεψαν οἱ ἄνθρωποι, ἔγιναν θηρία. Οἱ εἰδήσεις στάζουν αἷμα. Σκοτώνει ὁ πατέρας τὰ παιδιά του καὶ τὰ παιδιὰ τὸν πατέρα καὶ τὴ μάνα. Καὶ μετὰ ἀπ’ αὐτὰ τί συμμετοχὴ νὰ περιμένουμε στὴν κοινὴ λατρεία; Ἄδειασαν οἱ Ἱεροὶ Ναοὶ καὶ γέμισαν οἱ φυλακές.
Τὸ παράδειγμα τῆς προσευχῆς μᾶς τὸ ἔδωσε ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Λυτρωτής μας, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Ὁποῖος προσευχήθηκε πολλὲς φορὲς, ὅπως βεβαιώνουν οἱ Εὐαγγελιστές. Προσευχήθηκε γιὰ τοὺς μαθητές Του, τοὺς φίλους Του, γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς σταυρωτές Του, γι’ αὐτοὺς ποὺ Τοῦ ἔβαζαν τὰ καρφιά. Προσεύχονταν καὶ οἱ Ἀπόστολοι μετὰ τὴν Πεντηκοστή, προσευχόταν ἡ Παναγία μας. Προσεύχονταν ὅλοι οἱ ἅγιοι, ὅπως ὁ Ἅγιος Νικόλαος, τοῦ ὁποίου τὴ μνήμη σήμερα ἑορτάζουμε. Ὅλο προσευχὴ ἦταν ἡ ζωή τους. Καὶ ἡ ὡραιότερη προσευχὴ τους ἦταν ὅταν τοὺς συγχωροῦσαν ὅλους καὶ παρακαλοῦσαν καὶ γι’ αὐτοὺς ἀκόμη ποὺ τοὺς βασάνιζαν, γιὰ τοὺς δημίους τους. Τότε ἐπαναλάμβαναν τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μας: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23, 34).
Ἡ προσευχή, ἀδελφοί μου, κάνει θαύματα. Ποιὰ προσευχὴ ὅμως εἰσακούεται; Αὐτὴ ποὺ γίνεται μὲ πίστη. Μὲ ἐμπιστοσύνη στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Μὲ σιγουριὰ πὼς ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ μᾶς δώσει αὐτὸ ποὺ ζητᾶμε. Μὲ ἐπιμονὴ πρέπει νὰ γίνεται ἡ προσευχή μας. Ὄχι μία καὶ δύο φορὲς∙ νὰ ζητᾶμε καὶ νὰ κουραζόμαστε. Μὲ ὑπομονή, νὰ μὴν εἴμαστε βιαστικοί. Ὁ Θεός, μᾶς βεβαιώνει ὁ Χριστός μας, πρὶν ζητήσουμε ξέρει τὶς ἀνάγκες μας. Πρέπει ἡ προσευχὴ νὰ γίνεται μὲ ἀγάπη στὴν καρδιά μας, μὲ εἰρήνη. Πάνω ἀπ’ ὅλα πρέπει νὰ προσέχουμε τὰ αἰτήματά μας. Ὅταν ὁ Μωυσῆς πέρασε τοὺς Ἰσραηλίτες ἀπὸ τὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα καὶ τοὺς ἔφερε στὴν ἔρημο, τοῦ ζητοῦσαν τὰ κρεμμύδια καὶ τὰ σκόρδα τῆς Αἰγύπτου. Ὅταν προσευχόμαστε λοιπὸν κι ἐμεῖς νὰ ζητᾶμε μεγάλα, ὄχι μικρά. «Μνήσθητί μου, Κύριε, ἐν τῇ βασιλείᾳ Σου». Αὐτὸ ἂς εἶναι ἡ προσευχή μας.
Νὰ μὴ ζητοῦμε εὐτελῆ ὑλικὰ πράγματα. Νὰ ζητοῦμε πολύτιμα πνευματικὰ πράγματα, ἀδελφοί μου. Καὶ τότε ὁ Θεός, κοντὰ στὰ μεγάλα θὰ μᾶς δώσει καὶ τὰ μικρά. Τὸ βεβαίωσε ὁ ἴδιος: «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην Αὐτοῦ καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν». Ἀμήν.ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ 29 Νο­εμ­βρί­ου 2015 / Ἀ­ριθ­μὸς 48 Κυ­ρια­κή κστ΄ Ἐ­πι­στο­λῶν 29 Νο­εμ­βρί­ου 2015 (Ἐ­φεσ. ε΄ 8-19) «Καὶ μὴ συγ­κοι­νω­νεῖ­τε τοῖς ἔρ­γοι­ς τοῖς ἀ­κάρ­ποις τοῦ σκό­τους, μᾶλ­λον δὲ καὶ ἐ­λέγ­χε­τε» «Καί νά μή συμ­με­τέ­χε­τε στά ἔρ­γα τοῦ σκό­τους πού εἶ­ναι ἄ­καρ­πα καί ἐ­πι­βλα­βῆ. Οὔ­τε κἄν νά τά ἀ­νέ­χε­σθε, ἀλ­λά μᾶλ­λον νά τά ἐ­λέγ­χε­τε καί νά τά πα­ρου­σι­ά­ζε­τε στά μά­τια ὅ­λων ἐ­πι­βλα­βῆ καί ὀ­λέ­θρια», μᾶς δι­α­κη­ρύτ­τει ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, ἀ­δελ­φοί μου, μέ­σῳ τῶν χρι­στια­νῶν τῆς Ἐ­φέ­σου.

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ 29 Νο­εμ­βρί­ου 2015

  

ICXCNIKA
Ἀ­ριθ­μὸς 48
Κυ­ρια­κή κστ΄ Ἐ­πι­στο­λῶν
29 Νο­εμ­βρί­ου 2015
(Ἐ­φεσ. ε΄ 8-19)
  «Καὶ μὴ συγ­κοι­νω­νεῖ­τε τοῖς ἔρ­γοι­ς τοῖς ἀ­κάρ­ποις τοῦ σκό­τους, μᾶλ­λον δὲ καὶ ἐ­λέγ­χε­τε» 
  
«Καί νά μή συμ­με­τέ­χε­τε στά ἔρ­γα τοῦ σκό­τους πού εἶ­ναι ἄ­καρ­πα καί ἐ­πι­βλα­βῆ. Οὔ­τε κἄν νά τά ἀ­νέ­χε­σθε, ἀλ­λά μᾶλ­λον νά τά ἐ­λέγ­χε­τε καί νά τά πα­ρου­σι­ά­ζε­τε στά μά­τια ὅ­λων ἐ­πι­βλα­βῆ καί ὀ­λέ­θρια», μᾶς δι­α­κη­ρύτ­τει ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, ἀ­δελ­φοί μου, μέ­σῳ τῶν χρι­στια­νῶν τῆς Ἐ­φέ­σου. Ἡ Ἔ­φε­σος ἦ­ταν μί­α ἀ­πό τίς πιό με­γά­λες πό­λεις τῆς Μι­κρᾶς Ἀ­ςί­ας, κον­τά στή θά­λασ­σα καί γι’ αὐ­τό εἶ­χε με­γά­λη ἐμ­πο­ρι­κή κί­νη­ση. Πλού­σια πό­λη καί ὅ­που πλοῦ­τος ἐ­κεῖ καί δι­α­φθο­ρά. Τα­βέρ­νες, κρα­σί, γυ­ναῖ­κες, γλέν­τια, ἀ­σω­τί­α. Ἡ εἰ­δω­λο­λα­τρί­α ἐ­νί­σχυ­ε αὐ­τή τήν ἀ­σω­τί­α τῶν κα­τοί­κων. Ἀ­φοῦ οἱ θε­οί πού πί­στευ­αν ἔ­κλε­βαν, με­θοῦ­σαν καί σκό­τω­ναν, φαν­τα­σθεῖ­τε τί ἔ­κα­ναν οἱ ἄν­θρω­ποι. Ὅ­λοι ζοῦ­σαν στό σκο­τά­δι.

Ἀλ­λά ὁ Θε­ός, πού θέ­λει ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι νά πι­στέ­ψουν καί νά σω­θοῦν, ἔ­στει­λε τόν Ἀ­πό­στο­λο Παῦ­λο. Τά θεῖ­α λό­για του πού ἦ­ταν σάν τό φῶς τοῦ ἥ­λιου δι­έ­λυ­σαν τά σκο­τά­δια τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρί­ας. Ἄν­θρω­ποι πού πρίν ἔρ­θει ὁ Παῦ­λος ζοῦ­σαν τήν πιό δι­ε­φθαρ­μέ­νη ζω­ή, ὅ­ταν ἄ­κου­σαν τό κή­ρυγ­μα αἰ­σθάν­θη­καν κά­τι με­γά­λο στήν καρ­διά τους. Ἄ­νοι­ξαν τά μά­τια τῆς ψυ­χῆς καί εἶ­δαν τό ἀ­λη­θι­νό φῶς τοῦ Χρι­στοῦ, πί­στε­ψαν, με­τά­νι­ω­σαν, ἔ­κλα­ψαν γιά τά ἁ­μαρ­τή­μα­τά τους, μί­ση­σαν τό σα­τα­νᾶ καί τά πο­νη­ρά ἔρ­γα του, βα­πτί­σθη­καν κι ἔ­γι­ναν Χρι­στια­νοί. Καί συμ­πο­λί­τες τους, πού ἔ­βλε­παν τή ζω­ή τους καί τούς θαύ­μα­ζαν, πα­ρα­κι­νοῦν­ταν καί πί­στευ­αν στό Χρι­στό.
Ἀλ­λά ὑ­πῆρ­χαν καί ἄν­θρω­ποι κα­κοί καί δι­ε­στραμ­μέ­νοι πού δέν ἔ­βλε­παν μέ κα­λό μά­τι αὐ­τή τήν ἀλ­λα­γή. Μι­σοῦ­σαν τό φῶς τοῦ Χρι­στοῦ, για­τί ἔ­χα­ναν πε­λά­τες. Ἡ εἰ­δω­λο­λα­τρί­α γι’ αὐ­τούς ἦ­ταν ἐμ­πό­ριο. Ἔ­φτια­χναν μι­κρά καί με­γά­λα ἀ­γάλ­μα­τα πού τά που­λοῦ­σαν. Δι­α­τη­ροῦ­σαν τα­βέρ­νες μέ ἄ­φθο­νο κρα­σί, σπί­τια μέ­σα στά ὁ­ποῖ­α ἐρ­γα­ζό­ταν ἡ ἁ­μαρ­τί­α. Ὅ­λο αὐ­τό τό ἐμ­πό­ριο κιν­δύ­νευ­ε νά χα­θεῖ ἄν οἱ κά­τοι­κοι τῆς Ἐ­φέ­σου γί­νον­ταν Χρι­στια­νοί. Μί­ση­σαν τόν Παῦ­λο καί τόν θε­ώ­ρη­σαν ἐ­πι­κίν­δυ­νο ἐ­χθρό τους. Θά τόν σκό­τω­ναν ἄν ὁ Θε­ός δέν τόν προ­στά­τευ­ε ἀ­πό τή μα­νί­α τους.
Ὁ Παῦ­λος ἔ­φυ­γε ἀ­πό τήν Ἔ­φε­σο καί πῆ­γε σ’ ἄλ­λα μέ­ρη. Ἤ­ξε­ρε πώς οἱ Χρι­στια­νοί ἔ­πρε­πε νά στη­ρι­χθοῦν στήν πί­στη γιά νά μή νι­κη­θοῦν ἀ­πό τούς ὑ­πό­λοι­πους εἰ­δω­λο­λά­τρες, συγ­γε­νεῖς, φί­λους καί γνω­στούς, πού θά προ­σπα­θοῦ­σαν νά τούς τρα­βή­ξουν στήν πα­λιά θρη­σκεί­α. Ὁ δι­ά­βο­λος ἀρ­χί­ζει ἀ­πό τά μι­κρά δῆ­θεν καί ἀ­θῶ­α, γιά νά κα­τα­λή­ξει στά με­γά­λα ἁ­μαρ­τή­μα­τα. «Ἔ­λα κα­η­μέ­νε, ἕ­να πο­τη­ρά­κι κρα­σί θά πι­οῦ­με, δέ χά­θη­κε ὁ κό­σμος»! Ναὶ, ἀλ­λά ἐ­άν τὸ ἕ­να πο­τη­ρά­κι γί­νουν δύ­ο, τά δύ­ο τέσ­σε­ρα, ἡ κα­τά­λη­ξη θὰ εἶ­ναι ἕ­νας ἀλ­κο­ο­λι­κός μέ­θυ­σος πού δέ θά μπο­ρεῖ νά ξε­φύ­γει ἀ­π’ τό πο­τή­ρι τό κρα­σί, τό οὖ­ζο, τό ἀλ­κο­όλ.
Ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος συ­νι­στᾶ σέ ὅ­λους μας νά μήν ἔ­χου­με φι­λί­ες μέ ἀν­θρώ­πους πού ζοῦν μέ­σα στήν αἰ­σχρή ζω­ή. Πο­τέ νά μήν δι­και­ο­λο­γοῦ­με τά πο­νη­ρά τους ἔρ­γα. Μέ τά λό­για μας καί τό πα­ρά­δειγ­μά μας νά τούς ἐ­λέγ­χου­με μή­πως με­τα­νι­ώ­σουν κι αὐ­τοί καί ἐ­πι­στρέ­ψουν. Ὁ ἔ­λεγ­χος πού θά κά­νουν οἱ Χρι­στια­νοί, πάν­το­τε μέ ἀ­γά­πη καί συγ­κα­τά­βα­ση, θά ξε­σκε­πά­σει ὅ­λη τή δι­α­φθο­ρά τους κι ὅ­σοι ἀ­π’ αὐ­τούς εἶ­ναι κα­λο­προ­αί­ρε­τοι μπο­ροῦν νά με­τα­νο­ή­σουν καί νά σω­θοῦν. Ὁ ἔ­λεγ­χος θά εἶ­ναι σάν τό φάρ­μα­κο, πού εἶ­ναι πι­κρό καί δυ­σά­ρε­στο καί δέ θέ­λει νά τό πά­ρει ὁ ἄρ­ρω­στος. Κι ὅ­μως τό πι­κρό αὐ­τό φάρ­μα­κο θά εἶ­ναι ἡ σω­τη­ρί­α του.
Χω­ρίς δι­δα­σκα­λί­α, χω­ρίς ἔ­λεγ­χο τῆς κα­κί­ας καί τῆς δι­α­φθο­ρᾶς οἱ κοι­νω­νί­ες θά σα­πί­σουν καί θά κα­τα­στρα­φοῦν. Ἀλ­λοί­μο­νο στίς κοι­νω­νί­ες πού μι­σοῦν τόν ἔ­λεγ­χο καί κα­τα­δι­ώ­κουν τούς ἀν­θρώ­πους ἐ­κεί­νους πού κη­ρύτ­τουν καί γρά­φουν τήν ἀ­λή­θεια. «Καὶ μὴ με­θύ­σκε­σθε οἴ­νῳ ἐ­ν ᾧ ἐ­στὶ ἀ­σω­τί­α», γρά­φει στούς Ἐ­φε­σί­ους. Κά­θε βρά­δυ ἔ­βλε­πε ἀν­θρώ­πους πολ­λούς νά εἶ­ναι με­θυ­σμέ­νοι, νά μήν ξέ­ρουν τί λέ­νε καί τί κά­νουν, νά γυ­ρί­ζουν στά σπί­τια τους καί νά βα­σα­νί­ζουν τίς γυ­ναῖ­κες καί τά παι­διά τους. Μα­κριά ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α τῆς μέ­θης. Εἰ­δω­λο­λά­τρης καί μέ­θυ­σος ται­ριά­ζει. Χρι­στια­νός καί μέ­θυ­σος δέν ται­ριά­ζει. Τό ἀλ­κο­όλ κα­τα­στρέ­φει τήν ὑ­γεί­α, πο­τί­ζει ὅ­λο τό σῶ­μα μέ δη­λη­τή­ριο, σκο­τώ­νει τόν ἄν­θρω­πο.
Ἀ­δελ­φοί μου, ὅ­ταν ἐ­μεῖς οἱ Χρι­στια­νοί δέν δι­δά­σκου­με καί δέν ἐ­λέγ­χου­με μέ λό­για καί προ­πάν­των μέ τή ζω­ή μας, τό κα­κό αὐ­τό μέ τήν ἔ­νο­χη σι­ω­πή μας ἐ­ξα­πλώ­νε­ται. Εἴ­θε ὁ Θε­ός, διά πρε­σβει­ῶν τῆς Θε­ο­τό­κου καί ὅ­λων τῶν Ἁ­γί­ων, νά φω­τί­σει καί νά δυ­να­μώ­σει κλη­ρι­κούς καί λα­ϊ­κούς, ὥ­στε νά ἀ­κου­σθεῖ καί πά­λι στόν τό­πο μας ἡ σάλ­πιγ­γα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, τό κή­ρυγ­μα τῆς με­τα­νοί­ας, γιά νά ἀ­ξι­ω­θοῦ­με νά γί­νου­με πο­λί­τες τοῦ Πα­ρα­δεί­σου. Ἀ­μήν.
ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ