Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ 27η ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2015 Κυ­ρια­κή μετά τήν Χριστοῦ Γέννησιν Ἰωσήφ μνήστ., Δαυίδ Προφ., Ἰακώβου Ἀδελφοθέου καί Στεφάνου τοῦ Πρωτομάρτυρος 27 Δεκ­εμ­βρί­ου 2015 (Πρὰξ. στ΄ 8-ζ΄5, 47-60) «Κύριε, μὴ στήσης αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην»

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ 27η ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2015

Κυ­ρια­κή μετά τήν Χριστοῦ Γέννησιν
Ἰωσήφ μνήστ., Δαυίδ Προφ., Ἰακώβου Ἀδελφοθέου
καί Στεφάνου τοῦ Πρωτομάρτυρος
27 Δεκ­εμ­βρί­ου 2015
(Πρὰξ. στ΄ 8-ζ΄5, 47-60)
«Κύριε, μὴ στήσης αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην»
Ἡ ζωή, ἀδελφοί μου, εἶναι ἕνα ταξίδι. Ὁ σωστὸς δρόμος ποὺ πρέπει ὅλοι ν’ ἀκολουθήσουμε γιὰ νὰ φτάσουμε στὸ τέρμα, στὸν Παράδεισο, εἶναι ἕνας. Ὁ δρόμος ποὺ χάραξε ὁ Χριστός μας. Αὐτὸν τὸ δρόμο βάδισαν οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Μάρτυρες, οἱ Ὁμολογητές, οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ δρόμος αὐτὸς εἶναι δύσκολος, ἀνηφορικός. «Στενὴ ἡ πύλη καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωὴν» (Ματθ. ζ΄14). Ἀντίθετα ὁ δρόμος τῆς κακίας, τῆς διαφθορᾶς, τῆς ἀπιστίας εἶναι εὔκολος, κατηφορικός. Ὡς ἐλεύθεροι ποὺ εἴμαστε μποροῦμε νὰ διαλέξουμε ποιὸ δρόμο θ’ ἀκολουθήσουμε: Τοῦ Χριστοῦ ἢ τοῦ σατανᾶ; Τοῦ Παραδείσου ἢ τῆς κόλασης;

Δύσκολο πράγμα οἱ ἀρετές. Κι ἂν ρωτήσετε ποιὰ εἶναι ἡ πιὸ δύσκολη, ὁ φιλάργυρος θὰ πεῖ ἡ ἐλεημοσύνη, ὁ κοιλιόδουλος θὰ πεῖ ἡ νηστεία, ὁ σαρκολάτρης θὰ πεῖ ἡ παρθενία, ὁ ἐγωιστὴς θὰ πεῖ ἡ ταπείνωση. Ἡ πιὸ δύσκολη ἀρετὴ ὅμως ἀπ’ ὅλες εἶναι ἡ συγχώρηση.
Σήμερα, τρίτη μέρα τῶν Χριστουγέννων λάμπει στὴν Ἐκκλησία μας ὁ πρωτομάρτυρας Στέφανος. Ἐξελέγη γιὰ νὰ ὑπηρετήσει τὶς ἀνάγκες τῆς πρώτης χριστιανικῆς κοινότητας ποὺ ζοῦσε μὲ κοινοκτημοσύνη. Εἶχαν τὰ πάντα κοινά. Κανεὶς δὲν ἔλεγε τοῦτο εἶναι δικό μου, ἐκεῖνο εἶναι δικό σου. Ἔτρωγαν κάθε βράδυ ὅλοι μαζί, φέρνοντας ὅ,τι εἶχε ὁ καθένας, ἄκουγαν τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων καὶ μετὰ κοινωνοῦσαν τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας. Ὁ Ἅγιος Στέφανος ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ὑλικὲς ἀνάγκες τῶν ἀδελφῶν του, ὑπηρετοῦσε καὶ τὶς πνευματικές. Κήρυττε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ μὲ ἐπιχειρήματα καὶ ἔφερνε στὴν πίστη πολλοὺς συμπατριῶτες του.
Αὐτὴ ἡ δράση προκάλεσε τὸ φθόνο. Οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ φαρισαῖοι τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸ δικαστήριο. Ἐνῶ τοῦ ἀπήγγειλαν συκοφαντικὲς κατηγορίες, ἐκεῖνος ἦταν ἤρεμος. Εἶδαν ὅλοι τους «τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡσεὶ πρόσωπον ἀγγέλου». Στὴν ἀπολογία του μίλησε κάνοντας μία ἀνασκόπηση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Δὲν σᾶς λέω, τοὺς εἶπε, ν’ ἀκούσετε ἐμένα. Ἀκοῦστε τὸν Ἀβραάμ, τὸν Μωυσῆ, τὸν Ἡσαΐα, τὸν Ἱερεμία. Ὅλους αὐτοὺς ποὺ λέτε πὼς σέβεστε καὶ ἀνήγγειλαν τὴν ἔλευση τοῦ Μεσσία. Βλέποντας πὼς δυσφοροῦν μ’ αὐτὰ τὰ λόγια, σκλήρυνε κι ἐκεῖνος τὸ λόγο του. «Σκληροτράχηλοι καὶ ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ» ὅπως καὶ οἱ πατέρες σας, ποὺ σκότωσαν τοὺς προφῆτες ἔτσι κι ἐσεῖς φονιάδες καὶ προδότες, θανατώσατε τὸ Μεσσία. Ἔγιναν θηρία ἀκούγοντας τὴν ἀλήθεια. Τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ τὸν λιθοβολοῦσαν. Ἐκεῖνος ὑπέμενε καρτερικά. Κι ὅταν κατάλαβε πὼς ἐρχόταν τὸ τέλος, μιμήθηκε τὸν Κύριό του. Ὅπως ὁ Χριστός μας πάνω στὸ Σταυρὸ εἶπε «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς˙ οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» ἔτσι κι ὁ ἅγιος Στέφανος: «Κύριε, μὴν τοὺς λογαριάσεις τὴν ἁμαρτία αὐτή». Καὶ μὲ τὸ λόγο αὐτὸ ἐκοιμήθη.
Ἂς μιμηθοῦμε κι ἐμεῖς τὸν Πρωτομάστορα τῆς Ἐκκλησίας μας στὸ νὰ συγχωροῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Σήμερα ἔχουν σβήσει δυὸ πράγματα, τὸ «εὐχαριστῶ» καὶ τὸ «συγχωρῶ». Λένε πολλοί, ἐγώ νηστεύω, πηγαίνω στὴν ἐκκλησία, ἀνάβω κεριά, ἐξομολογοῦμαι, πάω στὶς ἀγρυπνίες… Ὅλα νὰ τὰ κάνεις, ἀδερφέ μου, ἐὰν στὴν καρδιά σου μισεῖς κάποιον, ὅλα εἶναι μάταια. Δὲν ζοῦμε σὲ κόσμο ἀγγελικό. Μακάρι νὰ ζούσαμε. Μέσα στὸν κόσμο ὅλοι μας, ὁ ἕνας πειράζει τὸν ἄλλο. Ὁ πατέρας τὰ παιδιά του, ὁ ἄντρας τὴ γυναίκα κι ἡ γυναίκα τὸν ἄντρα της, ἡ νύφη τὴν πεθερὰ κι ὁ συνεργάτης τὸ συνέταιρό του. Μᾶς συκοφάντησαν, μᾶς ἀδίκησαν, μᾶς ἔκαναν νὰ κλάψουμε. Λοιπόν; Ἂς σταθοῦμε στὸ ὕψος μας ὡς χριστιανοί. Ἂν πιστεύουμε στὸ Χριστό μας ἂς ἀνοίξουμε τὴν καρδιά μας καὶ μέσα ἀπὸ τὰ βάθη μας ἂς φύγει ἡ μεγάλη λέξη: «Σὲ συγχωρῶ».
Ἡ καρδιά τοῦ Ἕλληνα δὲν ἀναπαύεται στὴν ἐκδίκηση. Στὴν ἐπανάσταση τοῦ 1821 οἱ Ἕλληνες μετὰ τοὺς πρώτους μῆνες τσακώθηκαν καὶ οἱ Τοῦρκοι χαίρονταν. Τότε κάποια σφαίρα χτύπησε στὸ κεφάλι τὸν Πάνο Κολοκοτρώνη, ἀδελφό τοῦ Γέρου τοῦ Μοριᾶ, καὶ τὸν σκότωσε. Ὕστερα ἀπὸ καιρὸ ὁ Θεόδωρος πῆγε καὶ τὸν βρῆκε καὶ τὸν κάλεσε στὸ σπίτι του. Τοῦ ἔστρωσε τραπέζι. Ἡ μάνα τοῦ Κολοκοτρώνη εἶπε: «Παιδί μου, τὸ φονιὰ τοῦ παιδιοῦ μου θὰ φιλοξενήσεις;» Κι ἐκεῖνος ἀπάντησε μὲ λόγια ποὺ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσουμε: «Μάνα, τοῦτο τὸ τραπέζι εἶναι τὸ καλύτερο μνημόσυνο τοῦ ἀδελφοῦ μου».
Ὁ Χριστός μας μᾶς δίδαξε νὰ προσευχόμαστε λέγοντας στὸ «Πάτερ ἡμῶν» «Καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν». Συγχώρησε τὶς ἁμαρτίες μας ὅπως καὶ ἐμεῖς συγχωροῦμε τοὺς συνανθρώπους μας. Προϋπόθεση γιὰ νὰ συγχωρήσει ὁ Θεὸς τὶς ἀμέτρητες ἁμαρτίες μας εἶναι νὰ συγχωρήσουμε τὶς λίγες ποὺ χρωστᾶμε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο.
Ἀδελφοί μου, πρέπει νὰ τὸ καταλάβουμε. Εἶναι νόμος. Συγχωρεῖς; Θὰ συγχωρηθεῖς. Δὲν συγχωρεῖς; Δὲν θὰ σὲ συγχώρησει ὁ Θεός. Ἕνας, λοιπὸν, εἶναι ὁ δρόμος τῆς σωτηρίας μας: Νὰ συγχωρήσουμε γιὰ νὰ συγχωρηθοῦμε. Ἀμήν. ΠΗΓΗ Ρ/Σ  ΣΗΜΑΝΤΡΟ

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ13 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2015 ICXCNIKA Ἀ­ριθ­μὸς 50 Κυ­ρια­κή κη΄ Ἐ­πι­στο­λῶν Τῶν Ἁγίων Προπατόρων 13 Δεκ­εμ­βρί­ου 2015 (Κολ. γ΄ 4-11) «Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς,πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακὴν, καὶ τὴν πλεονεξίαν ἥτις ἐστίν εἰδωλολατρεία»

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ13 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2015


ICXCNIKA
Ἀ­ριθ­μὸς 50
Κυ­ρια­κή κη΄ Ἐ­πι­στο­λῶν
Τῶν Ἁγίων Προπατόρων
13 Δεκ­εμ­βρί­ου 2015
(Κολ.  γ΄ 4-11)
«Νεκρώσατε ον τ μέλη μῶν τ π τς γῆς,πορνείαν, καθαρσίαν, πάθος, πιθυμίαν κακν, κα τν πλεονεξίαν τις στίν εδωλολατρεία»
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει πρὸς τοὺς Κολασσαεῖς ποὺ πρὶν ἦταν εἰδωλολάτρες. Ἡ πορνεία, ἡ μοιχεία καὶ κάθε κακὸ βασίλευε ἐπὶ αἰῶνες. Εἶχε γίνει καθεστὼς ποὺ στηριζόταν στὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθιμα τῆς θρησκείας. Ἦταν σὰν ἕνα δένδρο πελώριο ποὺ εἶχε ρίξει τὶς ρίζες του μέσα στὶς καρδιές τοῦ διεφθαρμένου λαοῦ καὶ φαινόταν πὼς καμμία δύναμη δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ξεριζώσει.
Καὶ ὅμως, ἀδελφοί μου, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ μὲ δύναμη κήρυξε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ οἱ συνεργάτες του, ἔκανε τὸ θαῦμα. Οἱ ἄνθρωποι ἔπαψαν νὰ πιστεύουν στὰ εἴδωλα. Μερικὰ ἐλαττώματα ὅμως καὶ κακίες κάπου κάπου παρουσιάζονταν, ἀπόδειξη πὼς εἶχαν μείνει μέσα τους κάποιες μικρὲς ρίζες εἰδωλολατρείας. Μερικοὶ ἂν καὶ βαπτίστηκαν στὸ ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ ὑποσχέθηκαν δημόσια ὅτι θὰ πατήσουν τὸ διάβολο καὶ θὰ ἀφήσουν ὅλα τὰ ἀνθρώπινα πάθη καὶ τὶς κακίες, ξανάπεφταν σ’ ἐκεῖνα τὰ ἁμαρτήματα ποὺ ἔπρεπε τελείως νὰ ἔχουν ἀφήσει.
Ὅταν βαπτίζονται οἱ ἄνθρωποι, ἡ Ἐκκλησία μας ψάλλει: «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε». Εἶναι σὰν νὰ μᾶς λέει: «Μὴ λερώσετε τὴν καινούργια στολὴ τοῦ Χριστοῦ μας ποὺ ντυθήκατε μὲ τὰ φοβερὰ ἁμαρτήματα. Τὸ κορμὶ σας καθαρὸ ἀπὸ πορνεία καὶ μοιχεία. Ἡ γλώσσα σας καθαρὴ ἀπὸ αἰσχρολογία καὶ βλασφημία. Ἡ καρδιά σας καθαρὴ ἀπὸ θυμό, ὀργή καὶ πλεονεξία. Διῶξτε μακριὰ κάθε κακία, κάθε ἁμαρτία. Μὲ ποιὸ μέσο θὰ μπορέσουμε ὅμως νὰ πολεμήσουμε αὐτὰ τὰ πάθη; Μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία. Ἂς ποῦμε, λοιπὸν, λίγα λόγια γιὰ τὴ νηστεία, ἀφοῦ διανύουμε τὸ σαραντάμερο, ὅπως τὸ λέει ὁ λαός, τὴν περίοδο τῆς νηστείας τῶν Χριστουγέννων.
Ἡ νηστεία ἔχει τὴν ἀρχή της ἀπὸ τὴν δημιουργία τῶν πρωτοπλάστων, ὅταν ὁ Θεὸς ἔδωσε τὴν ἐντολὴ στὸν Ἀδάμ, νὰ μὴ φᾶνε ἀπὸ τὸ δέντρο τῆς γνώσης τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ. Τὴν ἀνάγκη τῆς νηστείας συναντοῦμε στὴν Παλαιά Διαθήκη. Ἀπὸ τὴν ἐνανθρώπιση τοῦ Κυρίου μας, οἱ μαρτυρίες γιὰ νηστεία εἶναι μυριόστομες, ἀφοῦ καὶ Ἐκεῖνος νήστεψε σαράντα ἡμέρες καὶ σαράντα νύχτες πρὶν ἀρχίσει τὸ ἔργο τῆς διδασκαλίας Του.
Ἡ νηστεία, λέγει ὁ ὅσιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος, εἶναι ὑπερασπιστὴς καὶ φύλακας κάθε ἀρετῆς. Εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς ὁδοῦ τοῦ χριστιανισμοῦ, καὶ ἡ μητέρα τῆς προσευχῆς καὶ τῆς σωφροσύνης. Εἶναι δάσκαλος τῆς ἡσυχίας καὶ ὁδηγὸς ὅλων τῶν καλῶν ἔργων.
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης μᾶς λέγει πὼς ἡ νηστεία εἶναι μέσον καὶ ἐργαλεῖο, ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ δώσομε τὴν προτεραιότητα σ’ αὐτό, εἰς βάρος τοῦ κύριου ἔργου, τὸ ὁποῖο εἶναι ἡ ἀρετὴ σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μας. Σωφρονεῖτε, λέγει ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, καὶ Σωτήρας τῶν ψυχῶν μας. Μὴν κρίνετε, μὴν σχολιάζετε, μὴν κατηγορεῖτε, μὴν κλέβετε, μὴν ἀδικεῖτε, μὴν συκοφαντεῖτε. Ἐκήρυξε τὴν ἀγάπη μέσα στὴν ὁποία ἐξέχουσα θέση ἔχει ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ περιφρονημένη αὐτὴ κορυφὴ τῶν ἀρετῶν. Ἐμεῖς ὅμως δὲν σταματοῦμε τὸ ψέμα, τὴν κατάκριση, τὴ συκοφαντία, τὴν ἀδικία, τρώγοντες καὶ πίνοντες τὶς σάρκες τῶν ἀδελφῶν μας καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ παίρνουμε ὡς τιποτένια καὶ ὑψώνουμε τὴ νηστεία ὡς τὴν κορυφὴ τῶν ἀρετῶν, τὴν ὁποία καὶ αὐτὴ δὲν τὴν τηροῦμε ὅπως πρέπει.
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος λέγει πὼς ἡ νηστεία εἶναι μεγάλη δύναμη καὶ μεγάλα κατορθώματα γίνονται δὶ’ αὐτῆς. Καὶ μὴ νομίσεις, ἀγαπητὲ, ὅτι τόσο ἁπλὴ εἶναι ἡ νηστεία. Γιατί ὄχι ἐκεῖνος ποὺ νηστεύει τὰ φαγητὰ κατορθώνει κάτι, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ ἀπέχει ἀπὸ κάθε πονηρὸ πράγμα θεωρεῖται ὅτι νηστεύει. Γιατί ἐὰν νηστεύεις ἀπὸ φαγητὰ καὶ δὲν ἔχεις κλειστὸ τὸ στόμα σου σὲ ψέματα, ἐπιορκίες, καταλαλιὰ ἤ ἄλλο πονηρὸ λόγο σὲ τίποτα δὲν ὠφελεῖσαι καὶ χάνεις ὅλον τὸν κόπο σου.
Ὁ Μέγας Βασίλειος λέγει ὅτι ἡ νηστεία ἡ ἀληθινὴ εἶναι ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις, δηλαδὴ τὸ νὰ ἀλλάξουμε τὶς κακές μας συνήθειες, τὰ πάθη μας. Κρέατα δὲν τρῶς ἀλλὰ τρῶς τὸν ἀδελφό σου. Ἀπέχεις ἀπὸ κρασί ἀλλὰ δὲν κρατᾶς κλειστὸ τὸ στόμα σου σὲ βρισιές. Ἀλλοίμονο σ’ αὐτοὺς ποὺ μεθοῦν ὄχι ἀπὸ κρασί. Ὁ θυμὸς εἶναι μέθη τῆς ψυχῆς.
Μεγάλο τὸ θέμα τῆς νηστείας, ἀδελφοί μου, καὶ δὲν ἐξαντλεῖται σ’ ἕνα κήρυγμα. Πρέπει νὰ προσέξουμε ὅμως τοῦτο τὸ λάθος ποὺ κάνουμε. «Παπᾶ, πόσες μέρες νὰ νηστέψω γιὰ νὰ κοινωνήσω;», εἶναι ἡ ἐρώτηση ποὺ ἀκούγεται ἀπὸ ὅλους σχεδὸν τοὺς χριστιανούς.
Οἱ ἡμέρες τῆς νηστείας εἶναι καθορισμένες ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας. Πρέπει νὰ καταλάβουμε πὼς ἡ συμμετοχή μας στὸ μυστήριο τῶν μυστηρίων, στὴ Θεία Εὐχαριστία πρέπει νὰ εἶναι συχνὴ καὶ πάντοτε μὲ τὴν ἄδεια τοῦ Πνευματικοῦ μας. Ἄρα ἐξομολόγηση πρὶν τὴ Θεία Εὐχαριστία καὶ νηστεία ὅπως διατάξει ἡ Ἐκκλησία μας. Εἴθε ὁ Θεὸς νὰ μᾶς φωτίσει νὰ καταλάβουμε πὼς ἡ Θεία Λειτουργία τελεῖται γιὰ νὰ κοινωνοῦμε τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας ἂν ὄχι καθημερινὰ τοὐλάχιστον κάθε Κυριακὴ καὶ τὶς μεγάλες γιορτές. Ἀμήν. ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ 6η ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2015 / Ἀ­ριθ­μὸς 49 Κυ­ρια­κή κζ΄ Ἐ­πι­στο­λῶν Ἁγίου Νικολάου 6 Δεκ­εμ­βρί­ου 2015 (Ἑβρ. ιγ΄17-21) «Προσεύχεσθε περὶ ἡμῶν» Νὰ προσεύχεσθε γιὰ μᾶς, λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή του καὶ φυσικὰ σὲ ὅλους τοὺς χριστιανούς. Περὶ προσευχῆς, λοιπὸν, σήμερα θὰ μιλήσουμε. Καὶ πρῶτα τί εἶναι ἡ προσευχή.

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ 6η ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2015

E-mail Εκτύπωση PDF
ICXCNIKA
Ἀ­ριθ­μὸς 49
Κυ­ρια­κή κζ΄ Ἐ­πι­στο­λῶν
Ἁγίου Νικολάου
6 Δεκ­εμ­βρί­ου 2015
(Ἑβρ. ιγ΄17-21)
«Προσεύχεσθε περ μῶν»
Νὰ προσεύχεσθε γιὰ μᾶς, λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή του καὶ φυσικὰ σὲ ὅλους τοὺς χριστιανούς. Περὶ προσευχῆς, λοιπὸν, σήμερα θὰ μιλήσουμε. Καὶ πρῶτα τί εἶναι ἡ προσευχή.
Ἡ προσευχή, ἀδελφοί μου, εἶναι μία μεγάλη δύναμη ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο ἤ καλύτερα ποὺ δίδαξε ὁ Θεάνθρωπος Σωτήρας καὶ Λυτρωτής μας, γιὰ νὰ ἐπικοινωνοῦμε μαζί Του. Εἶναι τὸ τηλέφωνο ποὺ συνδέει τὴ γῆ μὲ τὸν οὐρανό. Ὅταν θέλεις νὰ ἐπικοινωνήσεις μὲ κάποιον δικό σου στὴν Ἀμερική, στὴν Αὐστραλια ἤ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ, σηκώνεις τὸ ἀκουστικό, ἀνοίγεις γραμμὴ καὶ συνδέεσαι. Κι ὅταν ἀκούσεις τὴ φωνὴ τοῦ δικοῦ σου ἀνθρώπου, ποὺ βρίσκεται τόσο μακριά, εὐχαριστεῖσαι. Ἐὰν εἶναι ἀναγκαῖο καὶ εὐχάριστο ν’ ἀκοῦς τὴ φωνὴ τῶν ἀνθρώπων σου ἀπὸ μακρινὴ χώρα, πόσο περισσότερο τὸ νὰ ἐπικοινωνεῖς μὲ τὸν Θεό;
Ἄραγε τί ἔχει νὰ πεῖ ὁ ἄνθρωπος στὸ Θεό; Ποιὸ μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ θέμα τῆς τηλεφωνικῆς ἐπικοινωνίας; Ἄλλοτε μέν, ὅταν βλέπει τὰ ἔξοχα δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ νὰ Τὸν δοξολογεῖ, νὰ λέγει «δόξα σοι ὁ Θεός». Ὅταν πάλι ἀναλογίζεται τὶς ἄπειρες εὐεργεσίες Του – τὸν ἀέρα ποὺ ἀναπνέουμε, τὸ νερὸ ποὺ πίνουμε, τὸν ἥλιο ποὺ μᾶς ζεσταίνει, τὴν καθημερινὴ τροφὴ καὶ προπάντων τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας – νὰ Τὸν εὐχαριστεῖ. Κι ὅταν πάλι νοιώθει τὶς ποικίλες ἀνθρώπινες ἀνάγκες, τὰ «μικρὰ συννεφάκια» στὴ ζωή του, νὰ παρακαλεῖ τὸν Θεό. Ἡ προσευχὴ, λοιπὸν, εἶναι ἄλλοτε δοξολογία, ἄλλοτε δέηση, παράκληση καὶ ἄλλοτε – δυστυχῶς λιγότερο- εὐχαριστία.
Ἡ προσευχὴ μπορεῖ νὰ γίνεται ἀτομικά, ἀπὸ τὸν καθένα χωριστά, στὸ δωμάτιό του ἤ στὸ χῶρο τῆς δουλειᾶς του. Νὰ ποῦμε τὸ «Πάτερ ἡμῶν», τὸ «Πιστεύω», νὰ ποῦμε τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» ποὺ εἶναι δυνατὴ προσευχή, σιωπηλά, χωρὶς νὰ παίρνει εἴδηση ὁ διπλανός μας, ἀλλὰ ἂν γίνεται σωστά, φτάνει στὸ Θεὸ δυνατά. Ὅπως τότε ποὺ προσευχόταν ὁ Μωυσῆς χωρὶς νὰ ἀκούγεται καὶ τοῦ εἶπε ὁ Θεὸς νὰ μὴ φωνάζει γιατί Τὸν ξεκούφανε. Μπορεῖ ἡ προσευχὴ νὰ γίνεται ἀπὸ ὅλη τὴν οἰκογένεια, οἰκογενειακὴ προσευχή, ὅπως ἔκαναν οἱ πρόγονοί μας τὰ παλαιότερα καὶ ἁγιασμένα χρόνια. Ἐμεῖς σήμερα δὲν προσευχόμαστε οἰκογενειακά. Ἀποτέλεσμα; Ἔφυγε ὁ Θεὸς ἀπὸ κοντά μας καὶ βλέπετε ποῦ καταντήσαμε. Ἀγρίεψαν οἱ ἄνθρωποι, ἔγιναν θηρία. Οἱ εἰδήσεις στάζουν αἷμα. Σκοτώνει ὁ πατέρας τὰ παιδιά του καὶ τὰ παιδιὰ τὸν πατέρα καὶ τὴ μάνα. Καὶ μετὰ ἀπ’ αὐτὰ τί συμμετοχὴ νὰ περιμένουμε στὴν κοινὴ λατρεία; Ἄδειασαν οἱ Ἱεροὶ Ναοὶ καὶ γέμισαν οἱ φυλακές.
Τὸ παράδειγμα τῆς προσευχῆς μᾶς τὸ ἔδωσε ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Λυτρωτής μας, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Ὁποῖος προσευχήθηκε πολλὲς φορὲς, ὅπως βεβαιώνουν οἱ Εὐαγγελιστές. Προσευχήθηκε γιὰ τοὺς μαθητές Του, τοὺς φίλους Του, γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς σταυρωτές Του, γι’ αὐτοὺς ποὺ Τοῦ ἔβαζαν τὰ καρφιά. Προσεύχονταν καὶ οἱ Ἀπόστολοι μετὰ τὴν Πεντηκοστή, προσευχόταν ἡ Παναγία μας. Προσεύχονταν ὅλοι οἱ ἅγιοι, ὅπως ὁ Ἅγιος Νικόλαος, τοῦ ὁποίου τὴ μνήμη σήμερα ἑορτάζουμε. Ὅλο προσευχὴ ἦταν ἡ ζωή τους. Καὶ ἡ ὡραιότερη προσευχὴ τους ἦταν ὅταν τοὺς συγχωροῦσαν ὅλους καὶ παρακαλοῦσαν καὶ γι’ αὐτοὺς ἀκόμη ποὺ τοὺς βασάνιζαν, γιὰ τοὺς δημίους τους. Τότε ἐπαναλάμβαναν τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μας: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23, 34).
Ἡ προσευχή, ἀδελφοί μου, κάνει θαύματα. Ποιὰ προσευχὴ ὅμως εἰσακούεται; Αὐτὴ ποὺ γίνεται μὲ πίστη. Μὲ ἐμπιστοσύνη στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Μὲ σιγουριὰ πὼς ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ μᾶς δώσει αὐτὸ ποὺ ζητᾶμε. Μὲ ἐπιμονὴ πρέπει νὰ γίνεται ἡ προσευχή μας. Ὄχι μία καὶ δύο φορὲς∙ νὰ ζητᾶμε καὶ νὰ κουραζόμαστε. Μὲ ὑπομονή, νὰ μὴν εἴμαστε βιαστικοί. Ὁ Θεός, μᾶς βεβαιώνει ὁ Χριστός μας, πρὶν ζητήσουμε ξέρει τὶς ἀνάγκες μας. Πρέπει ἡ προσευχὴ νὰ γίνεται μὲ ἀγάπη στὴν καρδιά μας, μὲ εἰρήνη. Πάνω ἀπ’ ὅλα πρέπει νὰ προσέχουμε τὰ αἰτήματά μας. Ὅταν ὁ Μωυσῆς πέρασε τοὺς Ἰσραηλίτες ἀπὸ τὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα καὶ τοὺς ἔφερε στὴν ἔρημο, τοῦ ζητοῦσαν τὰ κρεμμύδια καὶ τὰ σκόρδα τῆς Αἰγύπτου. Ὅταν προσευχόμαστε λοιπὸν κι ἐμεῖς νὰ ζητᾶμε μεγάλα, ὄχι μικρά. «Μνήσθητί μου, Κύριε, ἐν τῇ βασιλείᾳ Σου». Αὐτὸ ἂς εἶναι ἡ προσευχή μας.
Νὰ μὴ ζητοῦμε εὐτελῆ ὑλικὰ πράγματα. Νὰ ζητοῦμε πολύτιμα πνευματικὰ πράγματα, ἀδελφοί μου. Καὶ τότε ὁ Θεός, κοντὰ στὰ μεγάλα θὰ μᾶς δώσει καὶ τὰ μικρά. Τὸ βεβαίωσε ὁ ἴδιος: «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην Αὐτοῦ καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν». Ἀμήν.ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ 29 Νο­εμ­βρί­ου 2015 / Ἀ­ριθ­μὸς 48 Κυ­ρια­κή κστ΄ Ἐ­πι­στο­λῶν 29 Νο­εμ­βρί­ου 2015 (Ἐ­φεσ. ε΄ 8-19) «Καὶ μὴ συγ­κοι­νω­νεῖ­τε τοῖς ἔρ­γοι­ς τοῖς ἀ­κάρ­ποις τοῦ σκό­τους, μᾶλ­λον δὲ καὶ ἐ­λέγ­χε­τε» «Καί νά μή συμ­με­τέ­χε­τε στά ἔρ­γα τοῦ σκό­τους πού εἶ­ναι ἄ­καρ­πα καί ἐ­πι­βλα­βῆ. Οὔ­τε κἄν νά τά ἀ­νέ­χε­σθε, ἀλ­λά μᾶλ­λον νά τά ἐ­λέγ­χε­τε καί νά τά πα­ρου­σι­ά­ζε­τε στά μά­τια ὅ­λων ἐ­πι­βλα­βῆ καί ὀ­λέ­θρια», μᾶς δι­α­κη­ρύτ­τει ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, ἀ­δελ­φοί μου, μέ­σῳ τῶν χρι­στια­νῶν τῆς Ἐ­φέ­σου.

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ 29 Νο­εμ­βρί­ου 2015

  

ICXCNIKA
Ἀ­ριθ­μὸς 48
Κυ­ρια­κή κστ΄ Ἐ­πι­στο­λῶν
29 Νο­εμ­βρί­ου 2015
(Ἐ­φεσ. ε΄ 8-19)
  «Καὶ μὴ συγ­κοι­νω­νεῖ­τε τοῖς ἔρ­γοι­ς τοῖς ἀ­κάρ­ποις τοῦ σκό­τους, μᾶλ­λον δὲ καὶ ἐ­λέγ­χε­τε» 
  
«Καί νά μή συμ­με­τέ­χε­τε στά ἔρ­γα τοῦ σκό­τους πού εἶ­ναι ἄ­καρ­πα καί ἐ­πι­βλα­βῆ. Οὔ­τε κἄν νά τά ἀ­νέ­χε­σθε, ἀλ­λά μᾶλ­λον νά τά ἐ­λέγ­χε­τε καί νά τά πα­ρου­σι­ά­ζε­τε στά μά­τια ὅ­λων ἐ­πι­βλα­βῆ καί ὀ­λέ­θρια», μᾶς δι­α­κη­ρύτ­τει ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, ἀ­δελ­φοί μου, μέ­σῳ τῶν χρι­στια­νῶν τῆς Ἐ­φέ­σου. Ἡ Ἔ­φε­σος ἦ­ταν μί­α ἀ­πό τίς πιό με­γά­λες πό­λεις τῆς Μι­κρᾶς Ἀ­ςί­ας, κον­τά στή θά­λασ­σα καί γι’ αὐ­τό εἶ­χε με­γά­λη ἐμ­πο­ρι­κή κί­νη­ση. Πλού­σια πό­λη καί ὅ­που πλοῦ­τος ἐ­κεῖ καί δι­α­φθο­ρά. Τα­βέρ­νες, κρα­σί, γυ­ναῖ­κες, γλέν­τια, ἀ­σω­τί­α. Ἡ εἰ­δω­λο­λα­τρί­α ἐ­νί­σχυ­ε αὐ­τή τήν ἀ­σω­τί­α τῶν κα­τοί­κων. Ἀ­φοῦ οἱ θε­οί πού πί­στευ­αν ἔ­κλε­βαν, με­θοῦ­σαν καί σκό­τω­ναν, φαν­τα­σθεῖ­τε τί ἔ­κα­ναν οἱ ἄν­θρω­ποι. Ὅ­λοι ζοῦ­σαν στό σκο­τά­δι.

Ἀλ­λά ὁ Θε­ός, πού θέ­λει ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι νά πι­στέ­ψουν καί νά σω­θοῦν, ἔ­στει­λε τόν Ἀ­πό­στο­λο Παῦ­λο. Τά θεῖ­α λό­για του πού ἦ­ταν σάν τό φῶς τοῦ ἥ­λιου δι­έ­λυ­σαν τά σκο­τά­δια τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρί­ας. Ἄν­θρω­ποι πού πρίν ἔρ­θει ὁ Παῦ­λος ζοῦ­σαν τήν πιό δι­ε­φθαρ­μέ­νη ζω­ή, ὅ­ταν ἄ­κου­σαν τό κή­ρυγ­μα αἰ­σθάν­θη­καν κά­τι με­γά­λο στήν καρ­διά τους. Ἄ­νοι­ξαν τά μά­τια τῆς ψυ­χῆς καί εἶ­δαν τό ἀ­λη­θι­νό φῶς τοῦ Χρι­στοῦ, πί­στε­ψαν, με­τά­νι­ω­σαν, ἔ­κλα­ψαν γιά τά ἁ­μαρ­τή­μα­τά τους, μί­ση­σαν τό σα­τα­νᾶ καί τά πο­νη­ρά ἔρ­γα του, βα­πτί­σθη­καν κι ἔ­γι­ναν Χρι­στια­νοί. Καί συμ­πο­λί­τες τους, πού ἔ­βλε­παν τή ζω­ή τους καί τούς θαύ­μα­ζαν, πα­ρα­κι­νοῦν­ταν καί πί­στευ­αν στό Χρι­στό.
Ἀλ­λά ὑ­πῆρ­χαν καί ἄν­θρω­ποι κα­κοί καί δι­ε­στραμ­μέ­νοι πού δέν ἔ­βλε­παν μέ κα­λό μά­τι αὐ­τή τήν ἀλ­λα­γή. Μι­σοῦ­σαν τό φῶς τοῦ Χρι­στοῦ, για­τί ἔ­χα­ναν πε­λά­τες. Ἡ εἰ­δω­λο­λα­τρί­α γι’ αὐ­τούς ἦ­ταν ἐμ­πό­ριο. Ἔ­φτια­χναν μι­κρά καί με­γά­λα ἀ­γάλ­μα­τα πού τά που­λοῦ­σαν. Δι­α­τη­ροῦ­σαν τα­βέρ­νες μέ ἄ­φθο­νο κρα­σί, σπί­τια μέ­σα στά ὁ­ποῖ­α ἐρ­γα­ζό­ταν ἡ ἁ­μαρ­τί­α. Ὅ­λο αὐ­τό τό ἐμ­πό­ριο κιν­δύ­νευ­ε νά χα­θεῖ ἄν οἱ κά­τοι­κοι τῆς Ἐ­φέ­σου γί­νον­ταν Χρι­στια­νοί. Μί­ση­σαν τόν Παῦ­λο καί τόν θε­ώ­ρη­σαν ἐ­πι­κίν­δυ­νο ἐ­χθρό τους. Θά τόν σκό­τω­ναν ἄν ὁ Θε­ός δέν τόν προ­στά­τευ­ε ἀ­πό τή μα­νί­α τους.
Ὁ Παῦ­λος ἔ­φυ­γε ἀ­πό τήν Ἔ­φε­σο καί πῆ­γε σ’ ἄλ­λα μέ­ρη. Ἤ­ξε­ρε πώς οἱ Χρι­στια­νοί ἔ­πρε­πε νά στη­ρι­χθοῦν στήν πί­στη γιά νά μή νι­κη­θοῦν ἀ­πό τούς ὑ­πό­λοι­πους εἰ­δω­λο­λά­τρες, συγ­γε­νεῖς, φί­λους καί γνω­στούς, πού θά προ­σπα­θοῦ­σαν νά τούς τρα­βή­ξουν στήν πα­λιά θρη­σκεί­α. Ὁ δι­ά­βο­λος ἀρ­χί­ζει ἀ­πό τά μι­κρά δῆ­θεν καί ἀ­θῶ­α, γιά νά κα­τα­λή­ξει στά με­γά­λα ἁ­μαρ­τή­μα­τα. «Ἔ­λα κα­η­μέ­νε, ἕ­να πο­τη­ρά­κι κρα­σί θά πι­οῦ­με, δέ χά­θη­κε ὁ κό­σμος»! Ναὶ, ἀλ­λά ἐ­άν τὸ ἕ­να πο­τη­ρά­κι γί­νουν δύ­ο, τά δύ­ο τέσ­σε­ρα, ἡ κα­τά­λη­ξη θὰ εἶ­ναι ἕ­νας ἀλ­κο­ο­λι­κός μέ­θυ­σος πού δέ θά μπο­ρεῖ νά ξε­φύ­γει ἀ­π’ τό πο­τή­ρι τό κρα­σί, τό οὖ­ζο, τό ἀλ­κο­όλ.
Ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος συ­νι­στᾶ σέ ὅ­λους μας νά μήν ἔ­χου­με φι­λί­ες μέ ἀν­θρώ­πους πού ζοῦν μέ­σα στήν αἰ­σχρή ζω­ή. Πο­τέ νά μήν δι­και­ο­λο­γοῦ­με τά πο­νη­ρά τους ἔρ­γα. Μέ τά λό­για μας καί τό πα­ρά­δειγ­μά μας νά τούς ἐ­λέγ­χου­με μή­πως με­τα­νι­ώ­σουν κι αὐ­τοί καί ἐ­πι­στρέ­ψουν. Ὁ ἔ­λεγ­χος πού θά κά­νουν οἱ Χρι­στια­νοί, πάν­το­τε μέ ἀ­γά­πη καί συγ­κα­τά­βα­ση, θά ξε­σκε­πά­σει ὅ­λη τή δι­α­φθο­ρά τους κι ὅ­σοι ἀ­π’ αὐ­τούς εἶ­ναι κα­λο­προ­αί­ρε­τοι μπο­ροῦν νά με­τα­νο­ή­σουν καί νά σω­θοῦν. Ὁ ἔ­λεγ­χος θά εἶ­ναι σάν τό φάρ­μα­κο, πού εἶ­ναι πι­κρό καί δυ­σά­ρε­στο καί δέ θέ­λει νά τό πά­ρει ὁ ἄρ­ρω­στος. Κι ὅ­μως τό πι­κρό αὐ­τό φάρ­μα­κο θά εἶ­ναι ἡ σω­τη­ρί­α του.
Χω­ρίς δι­δα­σκα­λί­α, χω­ρίς ἔ­λεγ­χο τῆς κα­κί­ας καί τῆς δι­α­φθο­ρᾶς οἱ κοι­νω­νί­ες θά σα­πί­σουν καί θά κα­τα­στρα­φοῦν. Ἀλ­λοί­μο­νο στίς κοι­νω­νί­ες πού μι­σοῦν τόν ἔ­λεγ­χο καί κα­τα­δι­ώ­κουν τούς ἀν­θρώ­πους ἐ­κεί­νους πού κη­ρύτ­τουν καί γρά­φουν τήν ἀ­λή­θεια. «Καὶ μὴ με­θύ­σκε­σθε οἴ­νῳ ἐ­ν ᾧ ἐ­στὶ ἀ­σω­τί­α», γρά­φει στούς Ἐ­φε­σί­ους. Κά­θε βρά­δυ ἔ­βλε­πε ἀν­θρώ­πους πολ­λούς νά εἶ­ναι με­θυ­σμέ­νοι, νά μήν ξέ­ρουν τί λέ­νε καί τί κά­νουν, νά γυ­ρί­ζουν στά σπί­τια τους καί νά βα­σα­νί­ζουν τίς γυ­ναῖ­κες καί τά παι­διά τους. Μα­κριά ἀ­πό τήν ἁ­μαρ­τί­α τῆς μέ­θης. Εἰ­δω­λο­λά­τρης καί μέ­θυ­σος ται­ριά­ζει. Χρι­στια­νός καί μέ­θυ­σος δέν ται­ριά­ζει. Τό ἀλ­κο­όλ κα­τα­στρέ­φει τήν ὑ­γεί­α, πο­τί­ζει ὅ­λο τό σῶ­μα μέ δη­λη­τή­ριο, σκο­τώ­νει τόν ἄν­θρω­πο.
Ἀ­δελ­φοί μου, ὅ­ταν ἐ­μεῖς οἱ Χρι­στια­νοί δέν δι­δά­σκου­με καί δέν ἐ­λέγ­χου­με μέ λό­για καί προ­πάν­των μέ τή ζω­ή μας, τό κα­κό αὐ­τό μέ τήν ἔ­νο­χη σι­ω­πή μας ἐ­ξα­πλώ­νε­ται. Εἴ­θε ὁ Θε­ός, διά πρε­σβει­ῶν τῆς Θε­ο­τό­κου καί ὅ­λων τῶν Ἁ­γί­ων, νά φω­τί­σει καί νά δυ­να­μώ­σει κλη­ρι­κούς καί λα­ϊ­κούς, ὥ­στε νά ἀ­κου­σθεῖ καί πά­λι στόν τό­πο μας ἡ σάλ­πιγ­γα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, τό κή­ρυγ­μα τῆς με­τα­νοί­ας, γιά νά ἀ­ξι­ω­θοῦ­με νά γί­νου­με πο­λί­τες τοῦ Πα­ρα­δεί­σου. Ἀ­μήν.
ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ 

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ 22α ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2015 / Ἀ­ριθ­μὸς 47 Κυ­ρια­κή κε΄ Ἐ­πι­στο­λῶν 22 Νο­εμ­βρί­ου 2015 (Ἐ­φεσ. δ΄ 1-7) «Σπου­δά­ζον­τες τη­ρεῖ­ν τή­ν ἑ­νό­τη­τα τοῦ πνεύ­μα­τος ἐν τῷ συν­δέ­σμῳ τῆς εἰ­ρή­νης»

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ 22α ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2015

E-mail Εκτύπωση PDF
ICXCNIKA
Ἀ­ριθ­μὸς 47
Κυ­ρια­κή κε΄ Ἐ­πι­στο­λῶν
22 Νο­εμ­βρί­ου 2015
(Ἐ­φεσ. δ΄ 1-7)
«Σπου­δά­ζον­τες τη­ρεῖ­ν τή­ν ἑ­νό­τη­τα τοῦ πνεύ­μα­τος ἐν τῷ συν­δέ­σμῳ τῆς εἰ­ρή­νης»
Νά ἐ­πι­με­λεῖ­σθε καί νά ἀ­γω­νί­ζε­σθε νά δι­α­τη­ρεῖ­τε τήν ἑ­νό­τη­τα, μέ τήν ὁ­ποί­α τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα σᾶς ἔ­χει συν­δέ­σει, ἔ­χον­τας ὡς σύν­δε­σμο τήν εἰ­ρή­νη, ἡ ὁ­ποί­α θά βα­σι­λεύ­ει μα­τα­ξύ σας καί θά σᾶς ἑ­νώ­νει σέ ἕ­να πνευ­μα­τι­κό σῶ­μα. Νά ἔ­χου­με ἑ­νό­τη­τα, ἀ­δελ­φοί μου, μᾶς συμ­βου­λεύ­ει ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, νά ζοῦ­με μο­νοι­α­σμέ­νοι σάν μί­α οἰ­κο­γέ­νεια πού ἔ­χει ἕ­να Πα­τέ­ρα, τό Θε­ό.
Πό­σο μα­κριά εἶ­ναι δυ­στυ­χῶς ὁ κό­σμος ἀ­π’ αὐ­τή τήν ἑ­νό­τη­τα! Στόν προ­η­γού­με­νο αἰ­ώ­να ἔ­γι­ναν δύ­ο παγ­κό­σμιοι πό­λε­μοι. Τά ἔ­θνη δι­αι­ρέ­θη­καν σέ δύ­ο με­γά­λες πα­ρα­τά­ξεις. Ἑ­κα­τομ­μύ­ρια νε­κροί καί τραυ­μα­τί­ες, ἑ­κα­τομ­μύ­ρια χῆ­ρες καί ὀρ­φα­νά, ἄ­στε­γοι καί πει­να­σμέ­νοι. Πό­λεις κα­τα­στρά­φη­καν. Τό­σο αἷ­μα καί δά­κρυ­α, πό­νος καί θλί­ψη! Ἔ­βα­λαν μυα­λό οἱ ἄν­θρω­ποι με­τά ἀ­π’ ὅ­λη αὐ­τή τήν κα­τα­στρο­φή; Ἱ­δρύ­θη­κε ἕ­νας παγ­κό­σμιος ὀρ­γα­νι­σμός, ὁ Ὀρ­γα­νι­σμός Ἡ­νω­μέ­νων Ἐ­θνῶν, μέ σκο­πό τά ἔ­θνη νά λύ­νουν τίς δι­α­φο­ρές τους εἰ­ρη­νι­κά, μέ δι­ά­λο­γο, μέ συ­ζή­τη­ση, μέ δί­και­η κρί­ση ὅ­λων τῶν ἐ­θνῶν. Δυ­στυ­χῶς ὁ Ο.Η.Ε. δέν κα­τά­φε­ρε νά στα­μα­τή­σει τούς πο­λέ­μους. Ἀ­πό τίς 26 Ἰ­ου­νί­ου 1945 πού ἱ­δρύ­θη­κε στό Σάν Φραν­τζί­σκο τῆς Ἀ­με­ρι­κῆς καί ἄρ­χι­σε νά λει­τουρ­γεῖ ἀ­πό τίς 24 Ὀ­κτω­βρί­ου 1945, πό­σες φω­τι­ές πο­λέ­μου ἄ­να­ψαν σέ ὅ­λο τόν κό­σμο μέ κίν­δυ­νο, σέ πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις, ἕ­ναν τρί­το παγ­κό­σμιο πό­λε­μο! Στήν πρώ­τη πα­ρά­γρα­φο τοῦ προ­οι­μί­ου τοῦ Κα­τα­στα­τι­κοῦ Χάρ­τη τοῦ Ὀρ­γα­νι­σμοῦ ἀ­να­φέ­ρε­ται: «Νά σώ­σου­με τίς ἐ­περ­χό­με­νες γε­νι­ές ἀ­πό τή μά­στι­γα τοῦ πο­λέ­μου, πού στό δι­ά­στη­μα μιᾶς γε­νιᾶς ἐ­πι­σώ­ρευ­σε ἄ­φα­τη θλί­ψη στήν ἀν­θρω­πό­τη­τα».
Δυ­στυ­χῶς ὁ Ο.Η.Ε. ποὺ ὑ­πο­σχέ­θη­κε νά κα­ταρ­γή­σει τόν πό­λε­μο καί νά φέ­ρει εἰ­ρή­νη στόν κό­σμο, δέν ἔ­χει στα­θε­ρά θε­μέ­λια. Καί σή­με­ρα ὑ­πάρ­χουν κρά­τη πού οἱ πο­λί­τες ἔ­χουν με­τα­ξύ τους μῖ­σος καί παίρ­νουν τά ὅ­πλα, σκο­τώ­νουν καί σκο­τώ­νον­ται καί δη­μι­ουρ­γοῦν δυ­στυ­χί­α, πό­νο, προ­σφυ­γιά, δά­κρυ­α, πολ­λά δει­νά. Ἔ­τσι ἦ­ταν καί ἡ Κοι­νω­νί­α τῶν Ἐ­θνῶν, πού ἱ­δρύ­θη­κε με­τά τόν Πρῶ­το Παγ­κό­σμιο Πό­λε­μο καί δι­α­λύ­θη­κε τίς πα­ρα­μο­νές τοῦ Δευ­τέ­ρου Παγ­κο­σμί­ου Πο­λέ­μου. Ἀ­πέ­τυ­χε τό σκο­πό της. Ἐ­πε­κρά­τη­σε τό δί­και­ο τοῦ ἰ­σχυ­ρο­τέ­ρου. Τό ἴ­διο συμ­βαί­νει καί σή­με­ρα. Τά μι­κρά κρά­τη ὑ­πο­φέ­ρουν καί ἀ­δι­κοῦν­ται, τά με­γά­λα καί ἰ­σχυ­ρά κρά­τη κά­νουν ὅ,τι θέ­λουν.
Ἀλ­λά ἑ­νό­τη­τα δέν ὑ­πάρ­χει οὔ­τε καί μέ­σα στό ἴ­διο κρά­τος. Οἱ ἄν­θρω­ποι πού ζοῦν μέ­σα σ’ ἕ­να κρά­τος, μι­λοῦν τήν ἴ­δια γλώσ­σα, ἔ­χουν τὴν ἴ­δια πί­στη, τά ἴ­δια ἤ­θη καί ἔ­θι­μα, τό ἴ­διο νό­μι­σμα, δυ­στυ­χῶς ἀλ­λη­λο­μι­σοῦν­ται. Τό σα­ρά­κι τῆς δι­χό­νοι­ας πού τό­ση θλί­ψη ἔ­χει φέ­ρει καί στήν πα­τρί­δα μας μέ τό­σους ἐμ­φυ­λί­ους πο­λέ­μους, κα­τα­στρέ­φει συ­νε­χῶς τίς κοι­νω­νί­ες.
Ἀλ­λά μή­πως ὑ­πάρ­χει αὐ­τή ἡ ἑ­νό­τη­τα μέ­σα στήν οἰ­κο­γέ­νεια; Τά γε­γο­νό­τα ἀ­πο­δει­κνύ­ουν ὅ­τι οἰ­κο­γέ­νει­ες πού ζοῦν εἰ­ρη­νι­κά, ἁρ­μο­νι­κά, χω­ρίς δι­αι­ρέ­σεις, εἶ­ναι σπά­νι­ες. Ὅ,τι θέ­λει κά­νει ὁ κα­θέ­νας, ὁ πα­τέ­ρας, ἡ μη­τέ­ρα, τά παι­διά, χω­ρίς νά συ­ζη­τοῦν πρῶ­τα τό κα­θε­τί.
Στά ἔ­θνη, στά κρά­τη, στήν οἰ­κο­γέ­νεια δέν ὑ­πάρ­χει ἑ­νό­τη­τα. Μή­πως ὑ­πάρ­χει στήν Ἐκ­κλη­σί­α; Θά ἔ­πρε­πε οἱ Χρι­στια­νοί, κλῆ­ρος καί λα­ός πού πι­στεύ­ουν στό Θε­άν­θρω­πο Λυ­τρω­τή μας νά εἴ­μα­στε ἑ­νω­μέ­νοι καί τί­πο­τα νά μή μᾶς δια­σπᾶ. «Πα­τέ­ρα, δῶ­σε ὅ­λοι ὅ­σοι πι­στεύ­ουν σ’ ἐ­μέ­να νά εἶ­ναι ἑ­νω­μέ­νοι» ζή­τη­σε ὁ Χρι­στός μας ἀ­πό τό Θε­ό Πα­τέ­ρα τή νύ­χτα τοῦ Μυ­στι­κοῦ Δεί­πνου. Στά πρῶ­τα χρό­νια ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἦ­ταν ἑ­νω­μέ­νη. Οἱ χρι­στια­νοί λει­τουρ­γοῦ­σαν σάν νά εἶ­χαν μί­α καρ­διά κι ἕ­να σῶ­μα. Κι οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες βλέ­πον­τας αὐ­τή τήν ἀ­γά­πη, τήν ἑ­νό­τη­τα, τήν εἰ­ρή­νη με­τα­ξύ τῶν Χρι­στια­νῶν, πί­στευ­αν στό Χρι­στό.
Δυ­στυ­χῶς, ἡ ἑ­νό­τη­τα αὐ­τή δέν κρά­τη­σε. Ἕ­να με­γά­λο μέ­ρος τῆς χρι­στι­α­νο­σύ­νης ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κε καί ἀ­πε­τέ­λε­σε τόν πα­πι­σμό. Κι ὁ πα­πι­σμός δι­α­σπά­σθη­κε καί δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ὁ προ­τε­σταν­τι­σμός, πού εἶ­ναι χω­ρι­σμέ­νος σέ 2.000 ὁ­μο­λο­γί­ες καί δόγ­μα­τα. Ἀλ­λά καί στήν Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ἑλ­λά­δος δέν ἔ­χου­με ἑ­νό­τη­τα. Ἕ­να μέ­ρος τῶν Χρι­στια­νῶν, μέ ἀ­φορ­μή τό ἡ­με­ρο­λό­γιο, ἔ­φυ­γε καί ἔ­κα­νε δι­κή του πα­ρά­τα­ξη, αὐ­τή τῶν πα­λαι­ο­η­με­ρο­λο­γι­τῶν. Ἀλ­λά κι αὐ­τοί δέν ἔ­μει­ναν ἑ­νω­μέ­νοι. Δι­α­σπά­σθη­καν σέ δι­ά­φο­ρα κομ­μά­τια.
Βλέ­πον­τας πό­σο δύ­σκο­λο πρᾶγ­μα εἶ­ναι ἡ ἑ­νό­τη­τα τῶν ἀν­θρώ­πων, ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος συ­νι­στᾶ στούς Χρι­στια­νούς νά μεί­νουν ἑ­νω­μέ­νοι. Νά για­τί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας σέ κά­θε Θεί­α Λει­τουρ­γί­α πα­ρα­κα­λεῖ τό Θε­ό νά δι­α­λύ­ει κά­θε φι­λο­νι­κί­α καί δι­χό­νοι­α με­τα­ξύ τῶν πι­στῶν καί οἱ Χρι­στια­νοί νά δί­νουν τό πα­ρά­δειγ­μα τῆς ἑ­νό­τη­τας.
Ὁ σα­τα­νᾶς, ἀ­δελ­φοί μου, δια­ιρεῖ τόν κό­σμο, ὁ Χρι­στός τόν ἑ­νώ­νει. Ἄς πα­ρα­κα­λοῦ­με τόν Κύ­ριό μας νά δί­νει ἑ­νό­τη­τα καί ὁ­μό­νοι­α στά σπί­τια μας, στίς πό­λεις καί στήν πα­τρί­δα μας, στά γει­το­νι­κά κρά­τη καί σ’ ὅ­λο τόν κό­σμο. Ἀ­μήν
 ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ 15η ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2015 / Ἀ­ριθ­μὸς 46 Κυ­ρια­κή κδ΄ Ἐ­πι­στο­λῶν 15 Νο­εμ­βρί­ου 2015 (Ἑ­φεσ. β΄ 14-22) «ἄ­ρα οὖν οὐ­κέ­τι ἐ­στὲ ξέ­νοι καὶ πά­ροι­κοι,ἀλ­λὰ συμ­πο­λῖ­ται τῶν ἁ­γί­ων καὶ οἰ­κεῖ­οι τοῦ Θε­οῦ»

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ 15η ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2015

E-mail Εκτύπωση PDF
ICXCNIKA
Ἀ­ριθ­μὸς 46
Κυ­ρια­κή κδ΄ Ἐ­πι­στο­λῶν
15 Νο­εμ­βρί­ου 2015
(Ἑ­φεσ. β΄ 14-22)
«ἄ­ρα οὖν οὐ­κέ­τι ἐ­στὲ ξέ­νοι καὶ πά­ροι­κοι,ἀλ­λὰ συμ­πο­λῖ­ται τῶν ἁ­γί­ων καὶ οἰ­κεῖ­οι τοῦ Θε­οῦ»
Ἄ­ρα δέν εἶ­στε πλέ­ον ξέ­νοι, ὅ­πως προ­η­γου­μέ­νως, καί προ­σω­ρι­νοί πο­λί­τες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ, ἀλ­λά εἶ­στε συμ­πο­λί­τες ὅ­λων τῶν ἁ­γί­ων καί οἰ­κια­κοί τοῦ Θε­οῦ. Ὅ­λες οἱ χι­λιά­δες τῶν με­τα­να­στῶν πού ἔρ­χον­ται στήν πα­τρί­δα μας, μέ σκο­πό τήν ἐγ­κα­τα­βί­ω­σή τους στίς χῶ­ρες τῆς Εὐ­ρώ­πης, φέρ­νουν στό νοῦ μας ὅ­λους τοὺς προ­γό­νους μας, πού ἀ­ναγ­κά­στη­καν νά ζή­σουν μα­κριά ἀ­πό τόν τό­πο πού γεν­νή­θη­καν. Ἡ πλού­σια ἱ­στο­ρί­α τοῦ ἔ­θνους μας εἶ­ναι γε­μά­τη ἀ­πό πε­ρι­πτώ­σεις προ­σφυ­γιᾶς ἤ με­τα­νά­στευ­σης γιά δι­ά­φο­ρους λό­γους.
Αὐ­τός πού ξε­νι­τεύ­ε­ται, ἀ­δελ­φοί μου, ἀ­πο­χαι­ρε­τᾶ μέ θλί­ψη τούς συγ­γε­νεῖς καί τούς φί­λους γιά τό τα­ξί­δι, πού σέ πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις δέν ἔ­χει γυ­ρι­σμό. Ἐ­κεῖ πού φτά­νει μοιά­ζει μέ τό που­λί πού στε­ρή­θη­κε τή φω­λιά του. Ξέ­νος μέ­σα στούς ξέ­νους, μό­νος μέ­σα σ’ ἕ­να πλῆ­θος ἀν­θρώ­πων, πού ἐ­πει­δή δέν μι­λά­ει τή γλώσ­σα τους, δέν τόν κα­τα­λα­βαί­νουν. Μέ δι­α­φο­ρε­τι­κό τρό­πο ζω­ῆς, ἄλ­λη νο­ο­τρο­πί­α, ἄλ­λες συ­νή­θει­ες. Ὁ με­τα­νά­στης ἀ­γω­νί­ζε­ται μέ κό­πο καί κιν­δύ­νους, μέ ἱ­δρώ­τα καί ἀ­γω­νί­α νά βγά­λει τό ψω­μί του. Γιά ξε­νι­τε­μέ­νους μι­λά­ει καί ὁ Ἀ­πό­στο­λος σή­με­ρα.
Με­τά τήν πα­ρα­κο­ή τῶν Πρω­το­πλά­στων καί τήν ἐκ­δί­ω­ξή τους ἀ­πό τόν Πα­ρά­δει­σο, ὁ Ἀ­δάμ καί ἡ Εὔ­α καί ἐν συ­νέ­χειᾳ ὅ­λο τό ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος, ὅ­λοι ἐ­μεῖς οἱ ἄν­θρω­ποι, βρε­θή­κα­με μα­κριά ἀ­πό τήν πα­τρί­δα μας. Ἔρ­χον­ται στιγ­μές πού θε­ω­ροῦ­με αὐ­τή τή γῆ ὡ­ραί­α καί τή ζω­ή μας εὐ­τυ­χι­σμέ­νη. Τίς πε­ρισ­σό­τε­ρες ὅ­μως φο­ρές νο­σταλ­γοῦ­με τήν οὐ­ρά­νια πα­τρί­δα καί νι­ώ­θου­με τή γῆ σάν ξε­νι­τειά. Νι­ώ­θου­με ὅ­πως οἱ Ἑ­βραῖ­οι ὅ­ταν βρέ­θη­καν αἰχ­μά­λω­τοι στή Βα­βυ­λώ­να. Ἦ­ταν ἀ­πα­ρη­γό­ρη­τοι, κρέ­μα­σαν στίς ἰ­τι­ές, πλά­ϊ στό πο­τά­μι τά μου­σι­κά ὄρ­γα­νά τους καί θρη­νοῦ­σαν τήν ἐ­ξο­ρί­α τους. (Ψαλμ. 136ος)
Καί δέν ἤ­μα­στε μό­νο ξε­νη­τε­μέ­νοι ἀλ­λά καί ἐ­ξο­ρι­σμέ­νοι. Για­τί ἡ ἐ­ξο­ρί­α εἶ­ναι χει­ρό­τε­ρη ἀ­πό τήν ξε­νι­τιά. Αὐ­τός πού ξε­νι­τεύ­ε­ται γιά κα­λύ­τε­ρη ζω­ή, ἄν δέν τοῦ ἀ­ρέ­σει, ἐ­λεύ­θε­ρος εἶ­ναι νά ἐ­πι­στρέ­ψει. Στήν ἐ­ξο­ρί­α ὅ­μως ὁ­δη­γοῦν­ται κά­ποι­οι διά τῆς βί­ας, ἔ­ρη­μοι, πει­να­σμέ­νοι, γυ­μνοί, τα­πει­νω­μέ­νοι, χω­ρίς νά ξέ­ρουν ἄν θά ἀ­ξι­ω­θοῦν πο­τέ νά γυ­ρί­σουν στόν τό­πο τους. Ἐ­ξό­ρι­στοι λοι­πόν ὁ Ἀ­δάμ καί ἡ Εὔ­α με­τά τό προ­πα­το­ρι­κό ἁ­μάρ­τη­μα. Ἀ­πο­ξε­νω­μέ­νοι ἀ­πό τό Θε­ό, ἀ­πο­μο­νω­μέ­νοι ἀ­πό τούς ἀγ­γέ­λους. Οἱ σχέ­σεις τους μέ τόν οὐ­ρα­νό ψυ­χρές, ἐ­χθρι­κές.
Ἀλ­λά, δό­ξα τῷ Θε­ῷ, ἡ θλι­βε­ρή αὐ­τή κα­τά­στα­ση δέν ἦ­ταν μό­νι­μη. Ὅ­πως γιά τόν ξε­νι­τε­μέ­νο καί πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο γιά τόν ἐ­ξό­ρι­στο ἡ πιό χαρ­μό­συ­νη εἴ­δη­ση εἶ­ναι ὅ­τι ἡ τα­λαι­πω­ρί­α του ἤ ἡ ποι­νή του τε­λεί­ω­σε καί μπο­ρεῖ νά ἐ­πι­στρέ­ψει στό σπί­τι του. Ὁ Πα­νά­γα­θος Θε­ός δέν ἄ­φη­σε τόν ἄν­θρω­πο αἰ­ώ­νια στήν ἐ­ξο­ρί­α καί τήν ἀ­πο­ξέ­νω­ση. Ἔ­στει­λε τό Μο­νο­γε­νῆ Υἱ­ό του, τόν Κύ­ριο ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό καί ἔ­φε­ρε τό μή­νυ­μα τῆς συγ­χώ­ρη­σης, τῆς συμ­φι­λί­ω­σης, τοῦ ἐ­πα­να­πα­τρι­σμοῦ. Μέ τή σταυ­ρι­κή θυ­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ μας ἄ­νοι­ξε ὁ δρό­μος γιά τόν Πα­ρά­δει­σο. Ὄ­χι μό­νο γι’ αὐ­τούς πού ἦ­ταν σέ κον­τι­νό μέ­ρος ἀλ­λά καί σέ πιό ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­νο. Στούς «μα­κράν καί στούς ἐγ­γύς», λέ­γει ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος. «Μα­κράν» εἶ­ναι τά εἰ­δω­λο­λα­τρι­κά ἔ­θνη, ὅ­σοι λά­τρευ­αν τά εἴ­δω­λα. «Ἐγ­γύς» εἶ­ναι οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι πού γνώ­ρι­ζαν μέν τόν ἀ­λη­θι­νό Θε­ό ἀ­πό τήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη, ἀλ­λά ἁ­μάρ­τη­σαν πά­ρα πο­λύ, ἀ­φοῦ ἔ­φτα­σαν στό ση­μεῖ­ο νά σταυ­ρώ­σουν τό Χρι­στό.
Μέ τήν ἐ­ναν­θρώ­πι­ση τοῦ Χρι­στοῦ καί ὅ­λο τό ἀ­πο­λυ­τρω­τι­κό Του ἔρ­γο δό­θη­καν στόν κό­σμο δύ­ο εὐ­λο­γί­ες. Πρώ­τη εἶ­ναι ὅ­τι Ἰ­ου­δαῖ­οι καί εἰ­δω­λο­λά­τρες, πού ἀρ­χι­κά εἶ­χαν μῖ­σος, τώ­ρα εἰ­ρη­νεύ­ουν. «Οὐκ ἔ­νι Ἰ­ου­δαῖ­ος οὐ­δέ Ἕλ­λην». Δεύ­τε­ρη με­γα­λύ­τε­ρη εὐ­λο­γί­α ὅ­τι συμ­φι­λί­ω­σε τούς ἀν­θρώ­πους μέ τό Θε­ό. Μέ τό βά­πτι­σμά μας στό ὄ­νο­μα τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δας ἐ­μεῖς οἱ ξέ­νοι καί ἐ­ξό­ρι­στοι γί­να­με οἰ­κεῖ­οι τοῦ Θε­οῦ. Οἱ ἄν­θρω­ποι θε­ω­ροῦν με­γά­λο πράγ­μα τή φι­λί­α καί τίς στε­νές σχέ­σεις μέ κά­ποι­ον ἀ­πό τούς ἰ­σχυ­ρούς τῆς γῆς. Ἡ φι­λί­α ὅ­μως καί ἡ οἰ­κει­ό­τη­τα μέ τό Θε­ό εἶ­ναι ἡ μό­νη πού ἀ­ξί­ζει. Πρέ­πει ὅ­μως νά το­νί­σου­με πώς ἡ οἰ­κει­ό­τη­τα χα­ρί­ζε­ται μό­νο σέ ὅ­σους ἔ­δει­ξαν προ­η­γου­μέ­νως φό­βο Θε­οῦ καί τή­ρη­σαν τίς ἐν­το­λές Του.
Ὡς ὑ­πά­κου­α παι­διά, ἀ­δελ­φοί μου, ἄς προ­σευ­χό­μα­στε μέ πί­στη στόν Κύ­ριο καί Θε­ό μας. Μέ ἐμ­πι­στο­σύ­νη ἄς τοῦ ἀ­να­θέ­του­με ὅ­λες τίς ἐλ­πί­δες μας. Γιά νά φτά­σου­με κι ἐ­μεῖς μα­ζί μέ τούς ἁ­γί­ους νά ἑ­νω­θοῦ­με αἰ­ώ­νια μέ τό Θε­ό στόν Πα­ρά­δει­σο. Ἀ­μήν.
ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ 

Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ 15η ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2015 / Ἀ­ριθ­μὸς 46 Κυ­ρια­κή κδ΄ Ἐ­πι­στο­λῶν 15 Νο­εμ­βρί­ου 2015 (Ἑ­φεσ. β΄ 14-22) «ἄ­ρα οὖν οὐ­κέ­τι ἐ­στὲ ξέ­νοι καὶ πά­ροι­κοι,ἀλ­λὰ συμ­πο­λῖ­ται τῶν ἁ­γί­ων καὶ οἰ­κεῖ­οι τοῦ Θε­οῦ»

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ 15η ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2015

E-mail Εκτύπωση PDF
ICXCNIKA
Ἀ­ριθ­μὸς 46
Κυ­ρια­κή κδ΄ Ἐ­πι­στο­λῶν
15 Νο­εμ­βρί­ου 2015
(Ἑ­φεσ. β΄ 14-22)
«ἄ­ρα οὖν οὐ­κέ­τι ἐ­στὲ ξέ­νοι καὶ πά­ροι­κοι,ἀλ­λὰ συμ­πο­λῖ­ται τῶν ἁ­γί­ων καὶ οἰ­κεῖ­οι τοῦ Θε­οῦ»
Ἄ­ρα δέν εἶ­στε πλέ­ον ξέ­νοι, ὅ­πως προ­η­γου­μέ­νως, καί προ­σω­ρι­νοί πο­λί­τες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ, ἀλ­λά εἶ­στε συμ­πο­λί­τες ὅ­λων τῶν ἁ­γί­ων καί οἰ­κια­κοί τοῦ Θε­οῦ. Ὅ­λες οἱ χι­λιά­δες τῶν με­τα­να­στῶν πού ἔρ­χον­ται στήν πα­τρί­δα μας, μέ σκο­πό τήν ἐγ­κα­τα­βί­ω­σή τους στίς χῶ­ρες τῆς Εὐ­ρώ­πης, φέρ­νουν στό νοῦ μας ὅ­λους τοὺς προ­γό­νους μας, πού ἀ­ναγ­κά­στη­καν νά ζή­σουν μα­κριά ἀ­πό τόν τό­πο πού γεν­νή­θη­καν. Ἡ πλού­σια ἱ­στο­ρί­α τοῦ ἔ­θνους μας εἶ­ναι γε­μά­τη ἀ­πό πε­ρι­πτώ­σεις προ­σφυ­γιᾶς ἤ με­τα­νά­στευ­σης γιά δι­ά­φο­ρους λό­γους.
Αὐ­τός πού ξε­νι­τεύ­ε­ται, ἀ­δελ­φοί μου, ἀ­πο­χαι­ρε­τᾶ μέ θλί­ψη τούς συγ­γε­νεῖς καί τούς φί­λους γιά τό τα­ξί­δι, πού σέ πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις δέν ἔ­χει γυ­ρι­σμό. Ἐ­κεῖ πού φτά­νει μοιά­ζει μέ τό που­λί πού στε­ρή­θη­κε τή φω­λιά του. Ξέ­νος μέ­σα στούς ξέ­νους, μό­νος μέ­σα σ’ ἕ­να πλῆ­θος ἀν­θρώ­πων, πού ἐ­πει­δή δέν μι­λά­ει τή γλώσ­σα τους, δέν τόν κα­τα­λα­βαί­νουν. Μέ δι­α­φο­ρε­τι­κό τρό­πο ζω­ῆς, ἄλ­λη νο­ο­τρο­πί­α, ἄλ­λες συ­νή­θει­ες. Ὁ με­τα­νά­στης ἀ­γω­νί­ζε­ται μέ κό­πο καί κιν­δύ­νους, μέ ἱ­δρώ­τα καί ἀ­γω­νί­α νά βγά­λει τό ψω­μί του. Γιά ξε­νι­τε­μέ­νους μι­λά­ει καί ὁ Ἀ­πό­στο­λος σή­με­ρα.
Με­τά τήν πα­ρα­κο­ή τῶν Πρω­το­πλά­στων καί τήν ἐκ­δί­ω­ξή τους ἀ­πό τόν Πα­ρά­δει­σο, ὁ Ἀ­δάμ καί ἡ Εὔ­α καί ἐν συ­νέ­χειᾳ ὅ­λο τό ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος, ὅ­λοι ἐ­μεῖς οἱ ἄν­θρω­ποι, βρε­θή­κα­με μα­κριά ἀ­πό τήν πα­τρί­δα μας. Ἔρ­χον­ται στιγ­μές πού θε­ω­ροῦ­με αὐ­τή τή γῆ ὡ­ραί­α καί τή ζω­ή μας εὐ­τυ­χι­σμέ­νη. Τίς πε­ρισ­σό­τε­ρες ὅ­μως φο­ρές νο­σταλ­γοῦ­με τήν οὐ­ρά­νια πα­τρί­δα καί νι­ώ­θου­με τή γῆ σάν ξε­νι­τειά. Νι­ώ­θου­με ὅ­πως οἱ Ἑ­βραῖ­οι ὅ­ταν βρέ­θη­καν αἰχ­μά­λω­τοι στή Βα­βυ­λώ­να. Ἦ­ταν ἀ­πα­ρη­γό­ρη­τοι, κρέ­μα­σαν στίς ἰ­τι­ές, πλά­ϊ στό πο­τά­μι τά μου­σι­κά ὄρ­γα­νά τους καί θρη­νοῦ­σαν τήν ἐ­ξο­ρί­α τους. (Ψαλμ. 136ος)
Καί δέν ἤ­μα­στε μό­νο ξε­νη­τε­μέ­νοι ἀλ­λά καί ἐ­ξο­ρι­σμέ­νοι. Για­τί ἡ ἐ­ξο­ρί­α εἶ­ναι χει­ρό­τε­ρη ἀ­πό τήν ξε­νι­τιά. Αὐ­τός πού ξε­νι­τεύ­ε­ται γιά κα­λύ­τε­ρη ζω­ή, ἄν δέν τοῦ ἀ­ρέ­σει, ἐ­λεύ­θε­ρος εἶ­ναι νά ἐ­πι­στρέ­ψει. Στήν ἐ­ξο­ρί­α ὅ­μως ὁ­δη­γοῦν­ται κά­ποι­οι διά τῆς βί­ας, ἔ­ρη­μοι, πει­να­σμέ­νοι, γυ­μνοί, τα­πει­νω­μέ­νοι, χω­ρίς νά ξέ­ρουν ἄν θά ἀ­ξι­ω­θοῦν πο­τέ νά γυ­ρί­σουν στόν τό­πο τους. Ἐ­ξό­ρι­στοι λοι­πόν ὁ Ἀ­δάμ καί ἡ Εὔ­α με­τά τό προ­πα­το­ρι­κό ἁ­μάρ­τη­μα. Ἀ­πο­ξε­νω­μέ­νοι ἀ­πό τό Θε­ό, ἀ­πο­μο­νω­μέ­νοι ἀ­πό τούς ἀγ­γέ­λους. Οἱ σχέ­σεις τους μέ τόν οὐ­ρα­νό ψυ­χρές, ἐ­χθρι­κές.
Ἀλ­λά, δό­ξα τῷ Θε­ῷ, ἡ θλι­βε­ρή αὐ­τή κα­τά­στα­ση δέν ἦ­ταν μό­νι­μη. Ὅ­πως γιά τόν ξε­νι­τε­μέ­νο καί πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο γιά τόν ἐ­ξό­ρι­στο ἡ πιό χαρ­μό­συ­νη εἴ­δη­ση εἶ­ναι ὅ­τι ἡ τα­λαι­πω­ρί­α του ἤ ἡ ποι­νή του τε­λεί­ω­σε καί μπο­ρεῖ νά ἐ­πι­στρέ­ψει στό σπί­τι του. Ὁ Πα­νά­γα­θος Θε­ός δέν ἄ­φη­σε τόν ἄν­θρω­πο αἰ­ώ­νια στήν ἐ­ξο­ρί­α καί τήν ἀ­πο­ξέ­νω­ση. Ἔ­στει­λε τό Μο­νο­γε­νῆ Υἱ­ό του, τόν Κύ­ριο ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό καί ἔ­φε­ρε τό μή­νυ­μα τῆς συγ­χώ­ρη­σης, τῆς συμ­φι­λί­ω­σης, τοῦ ἐ­πα­να­πα­τρι­σμοῦ. Μέ τή σταυ­ρι­κή θυ­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ μας ἄ­νοι­ξε ὁ δρό­μος γιά τόν Πα­ρά­δει­σο. Ὄ­χι μό­νο γι’ αὐ­τούς πού ἦ­ταν σέ κον­τι­νό μέ­ρος ἀλ­λά καί σέ πιό ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­νο. Στούς «μα­κράν καί στούς ἐγ­γύς», λέ­γει ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος. «Μα­κράν» εἶ­ναι τά εἰ­δω­λο­λα­τρι­κά ἔ­θνη, ὅ­σοι λά­τρευ­αν τά εἴ­δω­λα. «Ἐγ­γύς» εἶ­ναι οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι πού γνώ­ρι­ζαν μέν τόν ἀ­λη­θι­νό Θε­ό ἀ­πό τήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη, ἀλ­λά ἁ­μάρ­τη­σαν πά­ρα πο­λύ, ἀ­φοῦ ἔ­φτα­σαν στό ση­μεῖ­ο νά σταυ­ρώ­σουν τό Χρι­στό.
Μέ τήν ἐ­ναν­θρώ­πι­ση τοῦ Χρι­στοῦ καί ὅ­λο τό ἀ­πο­λυ­τρω­τι­κό Του ἔρ­γο δό­θη­καν στόν κό­σμο δύ­ο εὐ­λο­γί­ες. Πρώ­τη εἶ­ναι ὅ­τι Ἰ­ου­δαῖ­οι καί εἰ­δω­λο­λά­τρες, πού ἀρ­χι­κά εἶ­χαν μῖ­σος, τώ­ρα εἰ­ρη­νεύ­ουν. «Οὐκ ἔ­νι Ἰ­ου­δαῖ­ος οὐ­δέ Ἕλ­λην». Δεύ­τε­ρη με­γα­λύ­τε­ρη εὐ­λο­γί­α ὅ­τι συμ­φι­λί­ω­σε τούς ἀν­θρώ­πους μέ τό Θε­ό. Μέ τό βά­πτι­σμά μας στό ὄ­νο­μα τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δας ἐ­μεῖς οἱ ξέ­νοι καί ἐ­ξό­ρι­στοι γί­να­με οἰ­κεῖ­οι τοῦ Θε­οῦ. Οἱ ἄν­θρω­ποι θε­ω­ροῦν με­γά­λο πράγ­μα τή φι­λί­α καί τίς στε­νές σχέ­σεις μέ κά­ποι­ον ἀ­πό τούς ἰ­σχυ­ρούς τῆς γῆς. Ἡ φι­λί­α ὅ­μως καί ἡ οἰ­κει­ό­τη­τα μέ τό Θε­ό εἶ­ναι ἡ μό­νη πού ἀ­ξί­ζει. Πρέ­πει ὅ­μως νά το­νί­σου­με πώς ἡ οἰ­κει­ό­τη­τα χα­ρί­ζε­ται μό­νο σέ ὅ­σους ἔ­δει­ξαν προ­η­γου­μέ­νως φό­βο Θε­οῦ καί τή­ρη­σαν τίς ἐν­το­λές Του.
Ὡς ὑ­πά­κου­α παι­διά, ἀ­δελ­φοί μου, ἄς προ­σευ­χό­μα­στε μέ πί­στη στόν Κύ­ριο καί Θε­ό μας. Μέ ἐμ­πι­στο­σύ­νη ἄς τοῦ ἀ­να­θέ­του­με ὅ­λες τίς ἐλ­πί­δες μας. Γιά νά φτά­σου­με κι ἐ­μεῖς μα­ζί μέ τούς ἁ­γί­ους νά ἑ­νω­θοῦ­με αἰ­ώ­νια μέ τό Θε­ό στόν Πα­ρά­δει­σο. Ἀ­μήν.
ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ 

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ 8 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2015 ICXCNIKA Ἀ­ριθ­μὸς 45 Κυ­ρια­κή κγ΄ Ἐ­πι­στο­λῶν Σύ­να­ξις τῶν ἀρ­χι­στρα­τή­γων Μι­χα­ήλ καί Γα­βρι­ήλ 8 Νο­εμ­βρί­ου 2015 (Ἑ­βρ. β΄ 2-10) «Τὶ ἐ­στιν ἄν­θρω­πος ὅ­τι μι­μνή­σκῃ αὐ­τοῦ,ἤ υἱ­ός ἀν­θρώ­που ὅ­τι ἐ­πι­σκέ­πτῃ αὐ­τόν;»

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ 8 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2015

ICXCNIKA
Ἀ­ριθ­μὸς 45
Κυ­ρια­κή κγ΄ Ἐ­πι­στο­λῶν
Σύ­να­ξις τῶν ἀρ­χι­στρα­τή­γων Μι­χα­ήλ καί Γα­βρι­ήλ
8 Νο­εμ­βρί­ου 2015
(Ἑ­βρ. β΄ 2-10)
«Τὶ ἐ­στιν ἄν­θρω­πος ὅ­τι μι­μνή­σκῃ αὐ­τοῦ,ἤ υἱ­ός ἀν­θρώ­που ὅ­τι ἐ­πι­σκέ­πτῃ αὐ­τόν;»
Σή­με­ρα, ἀ­δελ­φοί μου, ἑ­ορ­τά­ζουν ἀ­να­ρίθ­μη­τα ἑ­κα­τομ­μύ­ρια ἄγ­γε­λοι καί ἀρ­χάγ­γε­λοι. Ἡ ἑ­ορ­τή αὐ­τή μᾶς βο­η­θᾶ νά αἰ­σθαν­θοῦ­με τήν ὕ­παρ­ξη τῶν ἀγ­γέ­λων καί νά τούς τι­μή­σου­με ὅ­πως πρέ­πει. Στό πρῶ­το ἄρ­θρο τοῦ «Πι­στεύ­ω» ὁ­μο­λο­γοῦ­με ὅ­τι ὁ Θε­ός εἶ­ναι «ποι­η­τής οὐ­ρα­νοῦ καί γῆς, ὁ­ρα­τῶν τέ πάν­των καί ἀ­ο­ρά­των».
Ὁ Θε­ός ἔ­φτια­ξε τά ὁ­ρα­τά καί τά ἀ­ό­ρα­τα. Ὁ­ρα­τά εἶ­ναι ἐ­κεῖ­να πού βλέ­που­με μέ τά μά­τια μας ἤ μέ τή βο­ή­θεια ὀρ­γά­νων καί δι­α­κρί­νον­ται σέ τρεῖς κα­τη­γο­ρί­ες. Στήν πρώ­τη αὐ­τά πού ὑ­πάρ­χουν, ὅ­πως τά βου­νά, τά λαγ­κά­δια, οἱ πο­τα­μοί, οἱ θά­λασ­σες. Στή δεύ­τε­ρη ἀ­νή­κουν αὐ­τά πού ὑ­πάρ­χουν καί αὐ­ξά­νον­ται. Ρί­χνου­με ἕ­να σπό­ρο στή γῆ καί ἀ­π’ αὐ­τόν φυ­τρώ­νει ὁ­λό­κλη­ρο δέν­τρο. Τά φυ­τά καί τά ζῶ­α ἀ­νή­κουν σ’ αὐ­τήν τήν κα­τη­γο­ρί­α.
Ὑ­πάρ­χει καί ἡ τρί­τη κα­τη­γο­ρί­α, ἡ ἀ­νώ­τε­ρη, στήν ὁ­ποί­α ἀ­νή­κει ὁ ἄν­θρω­πος, πού ἐ­κτός ἀ­πό τήν ὕ­παρ­ξη καί τήν αὔ­ξη­ση ἔ­χει καί τή σκέ­ψη, τό μυα­λό, τήν ψυ­χή, πού τόν ἀ­να­δει­κνύ­ει κο­ρω­νί­δα τῆς θεί­ας δη­μι­ουρ­γί­ας. Ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι δι­πλός, ὁ­ρα­τός καί ἀ­ό­ρα­τος. Ὁ­ρα­τό εἶ­ναι τό σῶ­μά του καί ἀ­ό­ρα­τη ἡ ψυ­χή του. Τό ὁ­ρα­τό τό βλέ­που­με. Τό ἀ­ό­ρα­το εἶ­ναι ἄ­γνω­στο. Βλέ­πεις ἕ­ναν χα­μο­γε­λα­στό ἄν­θρω­πο καί πᾶς νά τοῦ πεῖς κα­λη­μέ­ρα, σέ κοι­τά­ζει ἀ­μή­χα­να καί σοῦ βά­ζει τίς φω­νές. Μυ­στι­κός κό­σμος ἡ ψυ­χή τοῦ κά­θε ἀν­θρώ­που. Τό σῶ­μά μας συγ­γε­νεύ­ει μέ τόν ὑ­πό­λοι­πο ὁ­ρα­τό κό­σμο, τούς ἀγ­γέ­λους. Ὅ­λος ὁ ὑ­λι­κός κό­σμος ἔ­χει μι­κρή ἀ­ξί­α μπρο­στά στήν ἀ­ξί­α μιᾶς ψυ­χῆς. Γι’ αὐ­τό ὁ Χρι­στός μᾶς εἶ­πε: «Τί ὠ­φε­λή­σει ἄν­θρω­πον ἐ­άν κερ­δί­ςῃ τόν κό­σμον ὅ­λον καί ζη­μι­ω­θῇ τήν ψυ­χήν αὐ­τοῦ»;
Ὅ­πως ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἀ­νώ­τε­ρος ἀ­πό τά ζῶ­α καί τά ζῶ­α ἀ­νώ­τε­ρα ἀ­πό τά φυ­τά καί τά φυ­τά ἀ­νώ­τε­ρα ἀ­πό τά βρά­χια, ἔ­τσι ὑ­ψη­λό­τε­ρα δη­μι­ουρ­γή­μα­τα πά­νω ἀ­πό τόν ἄν­θρω­πο εἶ­ναι οἱ ἄγ­γε­λοι. Δέν ἔ­χουν σῶ­μα ὑ­λι­κό οἱ ἄγ­γε­λοι ἀλ­λά λε­πτό­τα­το, αἰ­θέ­ριο, σχε­δόν ἄ­ϋ­λο. Καί λό­γῳ τῆς αἰ­θέ­ριας σύ­στα­σής τους κι­νοῦν­ται τα­χύ­τα­τα. Οἱ ἄγ­γε­λοι δέν εἶ­ναι παν­τα­χοῦ πα­ρόν­τες ὅ­πως εἶ­ναι ὁ Θε­ός ἀλ­λά κι­νοῦν­ται μέ με­γά­λη τα­χύ­τη­τα.  Ἔ­τσι βλέ­πουν τά με­γα­λεῖ­α τοῦ Θε­οῦ, τόν ὑ­μνοῦν καί τόν δο­ξο­λο­γοῦν λέ­γον­τας τό «Ἅ­γιος, Ἅ­γιος, Ἅ­γιος Κύ­ριος Σα­βα­ώθ, πλή­ρης ὁ οὐ­ρα­νός καί ἡ γῆ τῆς δό­ξης σου». (Θ. Λειτ. Ἡσ. 6,3).
Ἐ­κτός ἀ­πό τούς ἀ­κα­τά­παυ­στους ὕ­μνους πρός τό Θε­ό οἱ ἄγ­γε­λοι εἶ­ναι δι­αγ­γε­λεῖς, πού με­τα­φέ­ρουν τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ στούς ἀν­θρώ­πους. Εἶ­ναι, ἐ­πί­σης, φύ­λα­κες τῶν ἀν­θρώ­πων. «Ἄγ­γε­λον εἰ­ρή­νης, πι­στόν ὁ­δη­γόν, φύ­λα­κα τῶν ψυ­χῶν καί τῶν σω­μά­των ἡ­μῶν» ζη­τοῦ­με κά­θε μέ­ρα στή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α. Ἄγ­γε­λοι εἶ­ναι δί­πλα μας. Τί με­γά­λο πράγ­μα εἶ­ναι αὐ­τό! Τό σκε­φτή­κα­με; Τό πι­στεύ­ου­με; Σέ κά­θε βῆ­μά μας ἔ­χου­με ἄγ­γε­λο φύ­λα­κα. Δί­πλα στόν κά­θε χρι­στια­νό ἀ­πό τήν ὥ­ρα πού θά βα­πτι­σθεῖ μέ­χρι τήν ὥ­ρα πού θά ξε­ψυ­χή­σει, ἄγ­γε­λος πα­ρα­στέ­κει. Καί ὁ ἄγ­γε­λός μας χαί­ρει, ὅ­ταν ἐ­μεῖς κά­νου­με τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, λυ­πᾶ­ται δέ καί θρη­νεῖ ὅ­ταν ἐ­μεῖς τό πα­ρα­βαί­νου­με. «Χα­ρά γί­νε­ται ἐν οὐ­ρα­νῶ ἐ­πί ἐ­νί ἁ­μαρ­τω­λῶ με­τα­νο­οῦν­τι». (Λουκ. 15,10) Ὅ­ταν ἐ­δῶ πέ­φτει ἕ­να δά­κρυ με­τα­νοί­ας, στόν οὐ­ρα­νό οἱ ἄγ­γε­λοι πα­νη­γυ­ρί­ζουν. Ἔ­λε­γε ὁ Ἅ­γιος Κο­σμᾶς ὁ Αἰ­τω­λός: «Ὅ­πως δέν τολ­μᾶς μπρο­στά σ’ ἕ­να μι­κρό παι­δί νά κά­νεις κά­ποι­α αἰ­σχρή πρά­ξη, ἔ­τσι καί μπρο­στά στόν ἄγ­γε­λό σου νά ζεῖς μί­α ζω­ή ἀ­κη­λί­δω­τη».
Ὁ ἄγ­γε­λος, λοι­πόν, εἶ­ναι τό ἀ­νώ­τε­ρο δη­μι­ούρ­γη­μα τοῦ Θε­οῦ στούς οὐ­ρα­νούς. Ἀλ­λά καί ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­δῶ στή γῆ μπο­ρεῖ νά γί­νει ἐ­πί­γει­ος ἄγ­γε­λος, νά μι­μη­θεῖ τούς ἀγ­γέ­λους, νά γί­νει ἔν­σαρ­κος ἄγ­γε­λος, ὅ­πως ἔ­γι­νε ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Πρό­δρο­μος, ὁ προ­φή­της Ἠ­λί­ας ὁ Θε­σβί­της, ὅ­σιοι καί ἀ­σκη­τές καί πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, ἔγ­γα­μοι καί ἄ­γα­μοι. Στόν κό­σμο τοῦ­το σή­με­ρα ἄλ­λοι ἄν­θρω­ποι ζοῦν ὡς ὑ­λι­κά ὄν­τα καί τε­τρά­πο­δα, ἄλ­λοι ὡς ἄν­θρω­ποι καί ἄλ­λοι ζοῦν ὡς ἄγ­γε­λοι.
Πα­ρα­πά­νω, ὅ­μως, ἀ­πό τούς ἀν­θρώ­πους καί τούς ἀγ­γέ­λους εἶ­ναι ὁ Θε­άν­θρω­πος Χρι­στός. Αὐ­τός πού κυ­βερ­νᾶ τά πάν­τα, πού κα­τέ­χει τά κλει­διά τῆς ζω­ῆς καί τοῦ θα­νά­του. «Εἷς ἅ­γιος, εἷς Κύ­ριος, Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, εἰς δό­ξαν Θε­οῦ Πα­τρός». Σ’ Αὐ­τόν ἁρ­μό­ζει τό εἰ­σα­γω­γι­κό χω­ρί­ο «Τί ἐ­στιν ἄν­θρω­πος». Πό­σο σπου­δαῖ­ο πλά­σμα εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος καί τόν θυ­μᾶ­σαι, Κύ­ρι­ε; Τί εἶ­ναι τό παι­δί, ὁ ἀ­πό­γο­νος τοῦ ἀν­θρώ­που καί τόν προ­σέ­χεις, ἔρ­χε­σαι καί τόν βο­η­θεῖς;
Ἀ­δελ­φοί μου, πολ­λά κυ­ρί­ως ὑ­λι­κά καί ἀν­θρώ­πι­να δη­μι­ουρ­γή­μα­τα θαυ­μά­ζου­με σή­με­ρα καί κά­ποι­α φυ­σι­κά το­πί­α, γιά τά ὁ­ποῖ­α, δυ­στυ­χῶς, θε­ο­ποι­οῦ­με τή φύ­ση καί λέ­με: «τί κά­νει ἡ φύ­ση!», ἀν­τί νά λέ­με: «Τίς Θε­ός μέ­γας ὡς ὁ Θε­ός ἡ­μῶν∙ Σύ εἶ ὁ Θε­ός ὁ ποι­ῶν θαυ­μά­σια μό­νος». Ἀ­γνο­οῦ­με, ὅ­μως, πώς ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος γιά νά σώ­σει τόν ἄν­θρω­πο καί νά τόν ξα­να­βά­λει στόν Πα­ρά­δει­σο ὅ­που ἀ­νή­κει. Ἀ­μήν.ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ 8 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2015 ICXCNIKA Ἀ­ριθ­μὸς 45 Κυ­ρια­κή κγ΄ Ἐ­πι­στο­λῶν Σύ­να­ξις τῶν ἀρ­χι­στρα­τή­γων Μι­χα­ήλ καί Γα­βρι­ήλ 8 Νο­εμ­βρί­ου 2015 (Ἑ­βρ. β΄ 2-10) «Τὶ ἐ­στιν ἄν­θρω­πος ὅ­τι μι­μνή­σκῃ αὐ­τοῦ,ἤ υἱ­ός ἀν­θρώ­που ὅ­τι ἐ­πι­σκέ­πτῃ αὐ­τόν;»

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ 8 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2015

ICXCNIKA
Ἀ­ριθ­μὸς 45
Κυ­ρια­κή κγ΄ Ἐ­πι­στο­λῶν
Σύ­να­ξις τῶν ἀρ­χι­στρα­τή­γων Μι­χα­ήλ καί Γα­βρι­ήλ
8 Νο­εμ­βρί­ου 2015
(Ἑ­βρ. β΄ 2-10)
«Τὶ ἐ­στιν ἄν­θρω­πος ὅ­τι μι­μνή­σκῃ αὐ­τοῦ,ἤ υἱ­ός ἀν­θρώ­που ὅ­τι ἐ­πι­σκέ­πτῃ αὐ­τόν;»
Σή­με­ρα, ἀ­δελ­φοί μου, ἑ­ορ­τά­ζουν ἀ­να­ρίθ­μη­τα ἑ­κα­τομ­μύ­ρια ἄγ­γε­λοι καί ἀρ­χάγ­γε­λοι. Ἡ ἑ­ορ­τή αὐ­τή μᾶς βο­η­θᾶ νά αἰ­σθαν­θοῦ­με τήν ὕ­παρ­ξη τῶν ἀγ­γέ­λων καί νά τούς τι­μή­σου­με ὅ­πως πρέ­πει. Στό πρῶ­το ἄρ­θρο τοῦ «Πι­στεύ­ω» ὁ­μο­λο­γοῦ­με ὅ­τι ὁ Θε­ός εἶ­ναι «ποι­η­τής οὐ­ρα­νοῦ καί γῆς, ὁ­ρα­τῶν τέ πάν­των καί ἀ­ο­ρά­των».
Ὁ Θε­ός ἔ­φτια­ξε τά ὁ­ρα­τά καί τά ἀ­ό­ρα­τα. Ὁ­ρα­τά εἶ­ναι ἐ­κεῖ­να πού βλέ­που­με μέ τά μά­τια μας ἤ μέ τή βο­ή­θεια ὀρ­γά­νων καί δι­α­κρί­νον­ται σέ τρεῖς κα­τη­γο­ρί­ες. Στήν πρώ­τη αὐ­τά πού ὑ­πάρ­χουν, ὅ­πως τά βου­νά, τά λαγ­κά­δια, οἱ πο­τα­μοί, οἱ θά­λασ­σες. Στή δεύ­τε­ρη ἀ­νή­κουν αὐ­τά πού ὑ­πάρ­χουν καί αὐ­ξά­νον­ται. Ρί­χνου­με ἕ­να σπό­ρο στή γῆ καί ἀ­π’ αὐ­τόν φυ­τρώ­νει ὁ­λό­κλη­ρο δέν­τρο. Τά φυ­τά καί τά ζῶ­α ἀ­νή­κουν σ’ αὐ­τήν τήν κα­τη­γο­ρί­α.
Ὑ­πάρ­χει καί ἡ τρί­τη κα­τη­γο­ρί­α, ἡ ἀ­νώ­τε­ρη, στήν ὁ­ποί­α ἀ­νή­κει ὁ ἄν­θρω­πος, πού ἐ­κτός ἀ­πό τήν ὕ­παρ­ξη καί τήν αὔ­ξη­ση ἔ­χει καί τή σκέ­ψη, τό μυα­λό, τήν ψυ­χή, πού τόν ἀ­να­δει­κνύ­ει κο­ρω­νί­δα τῆς θεί­ας δη­μι­ουρ­γί­ας. Ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι δι­πλός, ὁ­ρα­τός καί ἀ­ό­ρα­τος. Ὁ­ρα­τό εἶ­ναι τό σῶ­μά του καί ἀ­ό­ρα­τη ἡ ψυ­χή του. Τό ὁ­ρα­τό τό βλέ­που­με. Τό ἀ­ό­ρα­το εἶ­ναι ἄ­γνω­στο. Βλέ­πεις ἕ­ναν χα­μο­γε­λα­στό ἄν­θρω­πο καί πᾶς νά τοῦ πεῖς κα­λη­μέ­ρα, σέ κοι­τά­ζει ἀ­μή­χα­να καί σοῦ βά­ζει τίς φω­νές. Μυ­στι­κός κό­σμος ἡ ψυ­χή τοῦ κά­θε ἀν­θρώ­που. Τό σῶ­μά μας συγ­γε­νεύ­ει μέ τόν ὑ­πό­λοι­πο ὁ­ρα­τό κό­σμο, τούς ἀγ­γέ­λους. Ὅ­λος ὁ ὑ­λι­κός κό­σμος ἔ­χει μι­κρή ἀ­ξί­α μπρο­στά στήν ἀ­ξί­α μιᾶς ψυ­χῆς. Γι’ αὐ­τό ὁ Χρι­στός μᾶς εἶ­πε: «Τί ὠ­φε­λή­σει ἄν­θρω­πον ἐ­άν κερ­δί­ςῃ τόν κό­σμον ὅ­λον καί ζη­μι­ω­θῇ τήν ψυ­χήν αὐ­τοῦ»;
Ὅ­πως ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἀ­νώ­τε­ρος ἀ­πό τά ζῶ­α καί τά ζῶ­α ἀ­νώ­τε­ρα ἀ­πό τά φυ­τά καί τά φυ­τά ἀ­νώ­τε­ρα ἀ­πό τά βρά­χια, ἔ­τσι ὑ­ψη­λό­τε­ρα δη­μι­ουρ­γή­μα­τα πά­νω ἀ­πό τόν ἄν­θρω­πο εἶ­ναι οἱ ἄγ­γε­λοι. Δέν ἔ­χουν σῶ­μα ὑ­λι­κό οἱ ἄγ­γε­λοι ἀλ­λά λε­πτό­τα­το, αἰ­θέ­ριο, σχε­δόν ἄ­ϋ­λο. Καί λό­γῳ τῆς αἰ­θέ­ριας σύ­στα­σής τους κι­νοῦν­ται τα­χύ­τα­τα. Οἱ ἄγ­γε­λοι δέν εἶ­ναι παν­τα­χοῦ πα­ρόν­τες ὅ­πως εἶ­ναι ὁ Θε­ός ἀλ­λά κι­νοῦν­ται μέ με­γά­λη τα­χύ­τη­τα.  Ἔ­τσι βλέ­πουν τά με­γα­λεῖ­α τοῦ Θε­οῦ, τόν ὑ­μνοῦν καί τόν δο­ξο­λο­γοῦν λέ­γον­τας τό «Ἅ­γιος, Ἅ­γιος, Ἅ­γιος Κύ­ριος Σα­βα­ώθ, πλή­ρης ὁ οὐ­ρα­νός καί ἡ γῆ τῆς δό­ξης σου». (Θ. Λειτ. Ἡσ. 6,3).
Ἐ­κτός ἀ­πό τούς ἀ­κα­τά­παυ­στους ὕ­μνους πρός τό Θε­ό οἱ ἄγ­γε­λοι εἶ­ναι δι­αγ­γε­λεῖς, πού με­τα­φέ­ρουν τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ στούς ἀν­θρώ­πους. Εἶ­ναι, ἐ­πί­σης, φύ­λα­κες τῶν ἀν­θρώ­πων. «Ἄγ­γε­λον εἰ­ρή­νης, πι­στόν ὁ­δη­γόν, φύ­λα­κα τῶν ψυ­χῶν καί τῶν σω­μά­των ἡ­μῶν» ζη­τοῦ­με κά­θε μέ­ρα στή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α. Ἄγ­γε­λοι εἶ­ναι δί­πλα μας. Τί με­γά­λο πράγ­μα εἶ­ναι αὐ­τό! Τό σκε­φτή­κα­με; Τό πι­στεύ­ου­με; Σέ κά­θε βῆ­μά μας ἔ­χου­με ἄγ­γε­λο φύ­λα­κα. Δί­πλα στόν κά­θε χρι­στια­νό ἀ­πό τήν ὥ­ρα πού θά βα­πτι­σθεῖ μέ­χρι τήν ὥ­ρα πού θά ξε­ψυ­χή­σει, ἄγ­γε­λος πα­ρα­στέ­κει. Καί ὁ ἄγ­γε­λός μας χαί­ρει, ὅ­ταν ἐ­μεῖς κά­νου­με τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, λυ­πᾶ­ται δέ καί θρη­νεῖ ὅ­ταν ἐ­μεῖς τό πα­ρα­βαί­νου­με. «Χα­ρά γί­νε­ται ἐν οὐ­ρα­νῶ ἐ­πί ἐ­νί ἁ­μαρ­τω­λῶ με­τα­νο­οῦν­τι». (Λουκ. 15,10) Ὅ­ταν ἐ­δῶ πέ­φτει ἕ­να δά­κρυ με­τα­νοί­ας, στόν οὐ­ρα­νό οἱ ἄγ­γε­λοι πα­νη­γυ­ρί­ζουν. Ἔ­λε­γε ὁ Ἅ­γιος Κο­σμᾶς ὁ Αἰ­τω­λός: «Ὅ­πως δέν τολ­μᾶς μπρο­στά σ’ ἕ­να μι­κρό παι­δί νά κά­νεις κά­ποι­α αἰ­σχρή πρά­ξη, ἔ­τσι καί μπρο­στά στόν ἄγ­γε­λό σου νά ζεῖς μί­α ζω­ή ἀ­κη­λί­δω­τη».
Ὁ ἄγ­γε­λος, λοι­πόν, εἶ­ναι τό ἀ­νώ­τε­ρο δη­μι­ούρ­γη­μα τοῦ Θε­οῦ στούς οὐ­ρα­νούς. Ἀλ­λά καί ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­δῶ στή γῆ μπο­ρεῖ νά γί­νει ἐ­πί­γει­ος ἄγ­γε­λος, νά μι­μη­θεῖ τούς ἀγ­γέ­λους, νά γί­νει ἔν­σαρ­κος ἄγ­γε­λος, ὅ­πως ἔ­γι­νε ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Πρό­δρο­μος, ὁ προ­φή­της Ἠ­λί­ας ὁ Θε­σβί­της, ὅ­σιοι καί ἀ­σκη­τές καί πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, ἔγ­γα­μοι καί ἄ­γα­μοι. Στόν κό­σμο τοῦ­το σή­με­ρα ἄλ­λοι ἄν­θρω­ποι ζοῦν ὡς ὑ­λι­κά ὄν­τα καί τε­τρά­πο­δα, ἄλ­λοι ὡς ἄν­θρω­ποι καί ἄλ­λοι ζοῦν ὡς ἄγ­γε­λοι.
Πα­ρα­πά­νω, ὅ­μως, ἀ­πό τούς ἀν­θρώ­πους καί τούς ἀγ­γέ­λους εἶ­ναι ὁ Θε­άν­θρω­πος Χρι­στός. Αὐ­τός πού κυ­βερ­νᾶ τά πάν­τα, πού κα­τέ­χει τά κλει­διά τῆς ζω­ῆς καί τοῦ θα­νά­του. «Εἷς ἅ­γιος, εἷς Κύ­ριος, Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, εἰς δό­ξαν Θε­οῦ Πα­τρός». Σ’ Αὐ­τόν ἁρ­μό­ζει τό εἰ­σα­γω­γι­κό χω­ρί­ο «Τί ἐ­στιν ἄν­θρω­πος». Πό­σο σπου­δαῖ­ο πλά­σμα εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος καί τόν θυ­μᾶ­σαι, Κύ­ρι­ε; Τί εἶ­ναι τό παι­δί, ὁ ἀ­πό­γο­νος τοῦ ἀν­θρώ­που καί τόν προ­σέ­χεις, ἔρ­χε­σαι καί τόν βο­η­θεῖς;
Ἀ­δελ­φοί μου, πολ­λά κυ­ρί­ως ὑ­λι­κά καί ἀν­θρώ­πι­να δη­μι­ουρ­γή­μα­τα θαυ­μά­ζου­με σή­με­ρα καί κά­ποι­α φυ­σι­κά το­πί­α, γιά τά ὁ­ποῖ­α, δυ­στυ­χῶς, θε­ο­ποι­οῦ­με τή φύ­ση καί λέ­με: «τί κά­νει ἡ φύ­ση!», ἀν­τί νά λέ­με: «Τίς Θε­ός μέ­γας ὡς ὁ Θε­ός ἡ­μῶν∙ Σύ εἶ ὁ Θε­ός ὁ ποι­ῶν θαυ­μά­σια μό­νος». Ἀ­γνο­οῦ­με, ὅ­μως, πώς ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος γιά νά σώ­σει τόν ἄν­θρω­πο καί νά τόν ξα­να­βά­λει στόν Πα­ρά­δει­σο ὅ­που ἀ­νή­κει. Ἀ­μήν.ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ Ἀ­ριθ­μὸς 44 Κυ­ρια­κή κβ΄ Ἐ­πι­στο­λῶν Τῶν Ἁ­γί­ων Κο­σμᾶ καί Δα­μια­νοῦ τῶν ἀ­ναρ­γύ­ρων 1 Νο­εμ­βρί­ου 2015 (Α΄ Κορ. ιβ΄, 27 – ιγ΄ 7) «Ἡ ἀ­γά­πη πάν­τα στέ­γει… οὐ­δέ­πο­τε ἐκ­πί­πτει» Ὕ­μνος τῆς ἀ­γά­πης, ἀ­δελ­φοί μου, ἔ­χει ὀ­νο­μα­στεῖ τὸ 13ο κε­φά­λαι­ο τῆς Α΄ πρὸς Κο­ριν­θί­ους ἐ­πι­στο­λῆς τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι ἡ πε­ρι­κο­πὴ ποὺ ἀ­κού­σα­με σή­με­ρα, ἑ­ορ­τὴ τῶν Ἁ­γί­ων Ἀ­ναρ­γύ­ρων. Θε­ω­ρεῖ­ται, ὄ­χι ἄ­δι­κα, ὡς μί­α ἀ­πὸ τὶς ὡ­ραι­ό­τε­ρες σε­λί­δες στὴν παγ­κό­σμια φι­λο­λο­γί­α καὶ ὡς τὸ ἰ­σχυ­ρό­τε­ρο κομ­μά­τι ἀ­π’ ὅ­σα ἔ­γρα­ψε ὁ Ἀ­πό­στο­λος.

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
Ἀ­ριθ­μὸς 44
Κυ­ρια­κή κβ΄ Ἐ­πι­στο­λῶν
Τῶν Ἁ­γί­ων Κο­σμᾶ καί Δα­μια­νοῦ τῶν ἀ­ναρ­γύ­ρων
1 Νο­εμ­βρί­ου 2015
(Α΄ Κορ. ιβ΄, 27 – ιγ΄ 7)

«Ἡ ἀ­γά­πη πάν­τα στέ­γει… οὐ­δέ­πο­τε ἐκ­πί­πτει»

Ὕ­μνος τῆς ἀ­γά­πης, ἀ­δελ­φοί μου, ἔ­χει ὀ­νο­μα­στεῖ τὸ 13ο κε­φά­λαι­ο τῆς Α΄ πρὸς Κο­ριν­θί­ους ἐ­πι­στο­λῆς τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι ἡ πε­ρι­κο­πὴ ποὺ ἀ­κού­σα­με σή­με­ρα, ἑ­ορ­τὴ τῶν Ἁ­γί­ων Ἀ­ναρ­γύ­ρων. Θε­ω­ρεῖ­ται, ὄ­χι ἄ­δι­κα, ὡς μί­α ἀ­πὸ τὶς ὡ­ραι­ό­τε­ρες σε­λί­δες στὴν παγ­κό­σμια φι­λο­λο­γί­α καὶ ὡς τὸ ἰ­σχυ­ρό­τε­ρο κομ­μά­τι ἀ­π’ ὅ­σα ἔ­γρα­ψε ὁ Ἀ­πό­στο­λος.

Ἡ ἀ­γά­πη σκε­πά­ζει ὅ­λες τὶς ἐλ­λεί­ψεις τοῦ πλη­σί­ον καὶ δὲν τὸν δι­α­πομ­πεύ­ει γι’ αὐ­τές. Αὐ­τὸς ποὺ ἀ­γα­πᾶ, συμ­βου­λεύ­ει καὶ ὑ­πο­δει­κνύ­ει στὸν ἀ­δελ­φό του τὰ σφάλ­μα­τά του ἀλ­λὰ πο­τέ δὲν τὰ δη­μο­σι­εύ­ει γιὰ νὰ τὸν ντρο­πια­σει μπρο­στα σὲ ἄλ­λους. Ἐ­νῶ ὑ­πάρ­χουν πε­ρι­πτώ­σεις ποὺ ὁ πι­στὸς πρέ­πει νὰ δι­εκ­δι­κεῖ τὰ δι­και­ώ­μα­τά του – γιὰ νὰ μὴν τὸν θε­ω­ροῦν καὶ βλά­κα ποὺ ὁ κα­θέ­νας μπο­ρεῖ νὰ τὸν κα­τα­φρο­νεῖ – ὑ­πάρ­χουν ἄλ­λες πε­ρι­πτώ­σεις ποὺ πρέ­πει νὰ θυ­σιά­ζει τὰ δι­και­ώ­μα­τά του.

Ἕ­νας νέ­ος παν­τρεύ­τη­κε, ἔ­βα­λε στε­φά­νι, ἔ­γι­νε πα­τέ­ρας. Δὲν μπο­ρεῖ νὰ ζεῖ ὅ­πως πρῶ­τα. Ὅ­σο ἦ­ταν ἐ­λεύ­θε­ρος νοι­α­ζό­ταν μό­νο γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του. Τώ­ρα θὰ θυ­σιά­σει τὰ προ­σω­πι­κά του. Τώ­ρα ἔ­χει γυ­ναῖ­κα, πρέ­πει νὰ νοι­ά­ζε­ται γι’ αὐ­τήν, γιὰ τὸ σπί­τι, γιὰ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του. Δὲν μπο­ρεῖ νὰ ξο­δεύ­ει τὰ χρή­μα­τα μό­νο γιά τὸν ἑ­αυ­τό του. Θὰ πε­ρι­ο­ρί­σει τὶς ἀ­παι­τή­σεις του γιὰ τοὺς δι­κούς του.

Τὸ ἴ­διο ἰ­σχύ­ει γιὰ μί­α κο­πέλ­λα ποὺ παν­τρεύ­τη­κε κι ἔ­γι­νε μά­να. Δὲν μπο­ρεῖ νὰ ζεῖ ὅ­πως πρῶ­τα. Τώ­ρα ἔ­χει ἄν­τρα καὶ παι­διά. Θὰ θυ­σιά­σει τὸ δι­καί­ω­μα τῆς ἀ­να­ψυ­χῆς, ἀ­κό­μα καὶ τοῦ ὕ­πνου καὶ θὰ κα­θί­σει στὸ προ­σκέ­φα­λο τοῦ παι­διοῦ της. Τὸ ἔρ­γο τῆς μά­νας εἶ­ναι ἀ­νώ­τε­ρο ἀ­πὸ κά­θε ἄλ­λο. Ἡ ζω­ὴ εἶ­ναι θυ­σί­α.

Ὁ πα­τέ­ρας καὶ ἡ μά­να κα­λοῦν­ται νὰ κά­νουν θυ­σί­ες. Καὶ ἐ­πει­δὴ ἀ­γα­ποῦν τὰ παι­διά τους, μπρο­στὰ σὲ ἄλ­λους δι­και­ο­λο­γοῦν τὶς πρά­ξεις τους, τὰ προ­στα­τεύ­ουν. Ἀλ­λὰ ἐ­ὰν ὑ­πάρ­χει κά­ποι­ος ποὺ ἡ ζω­ὴ του εἶ­ναι ταυ­τι­σμέ­νη μὲ τὴ θυ­σί­α, αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ ἱ­ε­ρέ­ας. Σὰν τὴ μά­να καὶ σὰν τὸν πα­τέ­ρα πρέ­πει νὰ εἶ­ναι μέ­σα στὴν ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ. Βε­βαί­ως καὶ θὰ κη­ρύ­ξει δη­μό­σια ἤ θὰ μι­λή­σει, θὰ συμ­βου­λεύ­σει τοὺς ἐ­νο­ρί­τες του ἰ­δι­ω­τι­κά. Πο­τέ ὅ­μως δὲν θὰ δη­μο­σι­ο­ποι­ή­σει τὶς συ­ζη­τή­σεις αὐ­τές, δὲν θὰ ζη­τή­σει δι­και­ώ­μα­τα. Τὰ δά­κρυ­α τῆς μά­νας, οἱ κό­ποι τοῦ πα­τέ­ρα, οἱ ἱ­δρῶ­τες τοῦ ἱ­ε­ρέ­α δὲν πλη­ρώ­νον­ται. Ἄλ­λη εἶ­ναι ἡ δι­κή του ἀ­μοι­βή, ἡ ἱ­κα­νο­ποί­η­ση τῆς συ­νεί­δη­σης. Σ’ ἕ­να χω­ριό ὑ­πῆρ­χε ἕ­νας πάμ­πτω­χος δά­σκα­λος. «Τί κα­τά­λα­βες στὴ ζω­ή;» τὸν ρώ­τη­σε κά­ποι­ος. «Ἔ­χω τὴ χα­ρὰ ὅ­τι ἐκ­παί­δευ­σα ὅ­λο τὸ χω­ριό». Ἠ­θι­κὴ ἀ­μοι­βή.

Ὅ­λα τὰ σκε­πά­ζει ἡ ἀ­γά­πη, ἡ ἀ­λη­θι­νὴ ἀ­γά­πη, ποὺ δὲν ζη­τᾶ ἀν­ταλ­λάγ­μα­τα. Ἡ ἀ­γά­πη ποὺ εἶ­χε στὴν καρ­διά του ὁ Ἅ­γιος Δι­ο­νύ­σιος, ὁ ὁ­ποῖ­ος συγ­χώ­ρη­σε τὸ φο­νιὰ τοῦ ἀ­δελ­φοῦ του, τὸν ἔ­κρυ­ψε γιὰ νὰ τὸν προ­στα­τέ­ψει ἀ­πὸ τὸν ὄ­χλο,τὸν προ­μή­θευ­σε μὲ τρό­φι­μα καὶ νε­ρὸ καὶ τὸν ἔ­στει­λε μα­κριὰ ἀ­πὸ τὴν πε­ρι­ο­χὴ ἐ­κεί­νη γιὰ νὰ τὸν γλυ­τώ­σει.

Ἡ ἀ­γά­πη οὐ­δέ­πο­τε ἐκ­πί­πτει. «Οὐ­δέ­πο­τε παύ­ε­ται», λέ­γει ὁ Θε­ό­φρα­στος. Εἶ­ναι λου­λού­δι τοῦ ὁ­ποί­ου τὰ πέ­τα­λα δὲν πέ­φτουν πο­τέ. Ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ πα­ρα­μέ­νει καὶ με­τὰ τὸ θά­να­τό μας. Τὰ αἰ­ώ­νια ἀ­γα­θὰ εἶ­ναι ἀ­νε­ξάν­τλη­τα καὶ δὲν μοιά­ζουν μὲ ἕ­να πουγ­κὶ χρυ­σᾶ νο­μί­σμα­τα ποὺ τὰ παίρ­νου­με μί­α φο­ρά καὶ ἐ­ξαν­τλοῦν­ται. Χω­ρὶς τέ­λος καὶ πάν­το­τε ὁ σω­σμέ­νος χρι­στια­νὸς θὰ βρί­σκε­ται σὲ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μὲ τὸ Θε­ό. «Τώ­ρα, στὴν πα­ροῦ­σα ζω­ὴ μέ­νουν ἡ πί­στη, ἡ ἐλ­πί­δα καὶ ἡ ἀ­γά­πη, αὐ­τὰ τὰ τρί­α. Με­γα­λύ­τε­ρη δὲ ἀ­πὸ αὐ­τὰ εἶ­ναι ἡ ἀ­γά­πη», μᾶς λέ­γει ὁ Θεῖ­ος Παῦ­λος κλεί­νον­τας τὸ κε­φά­λαι­ο. «Τῆς συν­τε­λεί­ας ἐλ­θού­σης ἡ μὲν πί­στις καὶ ἡ ἐλ­πὶς παυ­θή­σον­ται… ἡ δὲ ἀ­γά­πη μέ­νει, κρα­ται­ο­τέ­ρα γι­νο­μέ­νη καὶ σφο­δρο­τέ­ρα», σύμ­φω­να μὲ τὴν ἑρ­μη­νεί­α τοῦ Ζι­γα­βη­νοῦ. Ἡ πί­στη φεύ­γει ὅ­ταν μὲ τὰ μά­τια μας θὰ δοῦ­με τὸ Θε­ό. Θὰ γί­νει αὐ­το­ψί­α καὶ δὲν θὰ χρει­ά­ζε­ται πλέ­ον ἡ πί­στη. Ἡ ἐλ­πί­δα θὰ πε­ρά­σει ἀ­φοῦ θὰ μᾶς δο­θοῦν ἐ­κεῖ­να στὰ ὁ­ποῖ­α τώ­ρα ἐλ­πί­ζο­με. Ἡ ἀ­γά­πη ὅ­μως θὰ πα­ρα­μέ­νει καὶ θὰ αὐ­ξά­νε­ται σὲ τέ­λει­ο βαθ­μό. Ἐ­κεῖ­νοι ποὺ ἡ καρ­διά τους εἶ­ναι γε­μά­τη ἀ­πὸ ἀ­γά­πη, προ­σεγ­γί­ζουν πρὸς τὴν τε­λει­ό­τη­τα. Ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι ἀ­γά­πη. Καὶ ἐ­κεῖ ὅ­που ὁ Θε­ὸς πρό­κει­ται νὰ φα­νεῖ «κα­θώς ἐ­στι», πρό­σω­πον πρὸς πρό­σω­πον, πα­ρα­μέ­νει σὲ ὕ­ψι­στο βαθ­μὸ ἡ ἀ­γά­πη.

Ἀ­δελ­φοί μου, ὅ­ταν ἀ­γα­πᾶ­με εἰ­λι­κρι­νά, θὰ προ­στα­τεύ­ου­με τοὺς συ­ναν­θρώ­πους μας καὶ πάν­τα, μὲ τὴ βο­ή­θεια τοῦ Θε­οῦ θὰ ἀρ­χί­σου­με νὰ ἀ­πο­λαμ­βά­νου­με τὶς δω­ρε­ὲς τοῦ Πα­ρα­δεί­σου ἀ­πὸ τὴν πα­ροῦ­σα ζω­ή. Ἀ­μήν.

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Χίου

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2015

25 Ὀκτωβρίου 2015 - Κυριακή ΚΑ΄ Ἐπιστολῶν ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ Ἀ­ριθ­μὸς 43 Κυριακή ΚΑ΄ Ἐπιστολῶν 25 Ὀκτωβρίου 2015 (Γάλ. β΄ 16-20) «Ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ».

25 Ὀκτωβρίου 2015 - Κυριακή ΚΑ΄ Ἐπιστολῶν

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
Ἀ­ριθ­μὸς 43
Κυριακή ΚΑ΄ Ἐπιστολῶν
25 Ὀκτωβρίου 2015
(Γάλ. β΄ 16-20)

«Ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ».

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀδελφοί μου, μιλάει γιὰ κάποια ἀγάπη ποὺ ἂν δὲν τὴν αἰσθανθεῖ ὁ ἄνθρωπος σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, δὲν ἀξίζει νὰ ζεῖ. Πρὶν δοῦμε αὐτὴ τὴν ἀγάπη ἂς ποῦμε γιὰ ἄλλα εἴδη ἀγάπης ποὺ ὑπάρχουν στὸν κόσμο. 

Ἡ ἀγάπη εἶναι ἕνα συναίσθημα ποὺ ὑπάρχει στὴν καρδιά κάθε ἀνθρώπου. Κι αὐτὸς ποὺ φαίνεται κακὸς καὶ διεστραμμένος ἔχει μέσα του ἀγάπη, κάτι ἀγαπάει, εἴτε πρόσωπο εἴτε πράγμα. Χωρὶς ἀγάπη δὲν ζεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἀπελπίζεται. Ἡ ἀγάπη κρατάει τὸν κόσμο. Εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη δύναμη στὸν κόσμο κι ἂς μὴ φαίνεται. Μὲ τί νὰ τὴν παρομοιάσουμε; Βγεῖτε μία νύχτα ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι σας καὶ κοιτάξετε τὸν οὐρανό. Ἀναρίθμητα εἶναι τὰ ἀστέρια. Οἱ ἐπιστήμονες μὲ τὰ μέσα ποὺ διαθέτουν σήμερα ἀνακαλύπτουν συνεχῶς καὶ νέα ἀστέρια. Πολλὰ ἀπ’ αὐτὰ εἶναι ἑκατοντάδες φορὲς μεγαλύτερα ἀπὸ τὴ γῆ ποὺ κατοικοῦμε κι ἄλλα πιό λαμπρὰ ἀπὸ τὸν ἥλιο τοῦ ἡλιακοῦ μας συστήματος. Ὅλες αὐτὲς οἱ σφαῖρες δὲν πέφτουν ἀπὸ κεῖ ποὺ τὶς ἔβαλε ὁ Θεὸς καὶ τρέχουν μέσα στὸ διάστημα μὲ ταχύτητες ἀφάνταστες στὶς τροχιές τους. Εἶναι τόσο κανονικὰ τὰ δρομολόγια τῶν ἀστεριῶν ποὺ οἱ ἐπιστήμονες ξέρουν ἀκριβῶς πότε θὰ περάσει τὸ καθένα. Τί μεγαλεῖο ἔχει ὁ οὐρανός! Οἱ ἀστρονόμοι λένε ὅτι τὰ ἀστέρια τὰ συγκρατεῖ μία δύναμη ποὺ τὴν ὀνομάζουν ἕλξη. 

Σ’ αὐτὴν τὴν ἕλξη τῶν οὐράνιων σωμάτων βρίσκουμε ἕνα λαμπρὸ παράδειγμα γιὰ τὴν ἀγάπη. Ὅπως δηλαδὴ ὁ Θεὸς ἔκρυψε μέσα στ’ ἀστέρια τὴν ἕλξη μὲ τὴν ὁποία κινοῦνται κανονικὰ καὶ ἁρμονικὰ ἔτσι καὶ μέσα στὶς καρδιές τῶν ἀνθρώπων ἔκρυψε μία ἄλλη ἕλξη, τὴν ἀγάπη, γιὰ νὰ συγκρατεῖ τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ δημιουργεῖ μία ἁρμονικὴ κι εὐτυχισμένη κοινωνία. Ἀλλὰ ἐνῶ τὰ ἀστέρια ὑπακούουν στὸ Δημιουργό τους, οἱ ἄνθρωποι δὲν ὑπακούουν καὶ γι’ αὐτὸ ὑπάρχει ἀταξία, συγκρούσεις, πόλεμοι καὶ δυστυχία στὸν κόσμο. 

Ἡ ἀγάπη εἶναι νόμος ἄγραφος, βαλμένος στὶς καρδιές τῶν ἀνθρώπων. Γι’ αὐτὸ παρ’ ὅλη τὴν κακία καὶ τὴν ἀνομία, ὑπάρχει ἀκόμη ἀγάπη στὴν ἀνθρωπότητα. Καὶ μέσα ἔστω στὴ λιγοστὴ ἀγάπη ποὺ ὑπάρχει ἀκόμη, βρίσκει ἀνακούφιση ὁ κουρασμένος ὁδοιπόρος τῆς ἐποχῆς μας, ὁ κάθε ἄνθρωπος. 

Ἡ νοσοκόμα, γιὰ παράδειγμα, ποὺ ὅλη τὴ νύχτα δὲν κοιμᾶται, ἀλλὰ κάθεται στὸ προσκεφάλι τοῦ ἀρρώστου καὶ τὸν παρηγορεῖ, ἔχει μέσα της ἀγάπη. 

Ἡ μάνα ποὺ ἔχει μέρες νὰ κοιμηθεῖ, γιατί τὸ παιδὶ τῆς εἶναι ἄρρωστο καὶ κινδυνεύει κι αὐτὴ δὲ φεύγει στιγμὴ ἀπὸ κοντά του ἀλλὰ γονατίζει καὶ μὲ δάκρυα παρακαλεῖ τὸ Θεὸ νὰ τὸ κάνει καλά, ἔχει ἀγάπη στὴν καρδιά της. 

Ὁ πατέρας ἐκεῖνος ποὺ δέχεται εὐχαρίστως νὰ τοῦ ἀφαιρέσουν τὸ νεφρὸ γιὰ νὰ τὸ βάλουν στὸ παιδί του ποὺ κινδυνεύει, ἔχει ἀγάπη. 

Ὁ καπετάνιος ποὺ τὸ καράβι του βουλιάζει, ἀλλ’ αὐτὸς δὲ φεύγει καὶ φροντίζει νὰ σωθοῦν οἱ ἐπιβάτες καὶ οἱ ναῦτες μὰ ὁ ἴδιος δὲν προλαβαίνει νὰ σωθεῖ καὶ βυθίζεται μὲ τὸ καράβι του, ἔχει ἀγάπη. 

Καὶ γιὰ ν’ ἀναφέρουμε ἕνα τελευταῖο παράδειγμα ἀγάπης, ἂς γυρίσουμε πίσω 93 χρόνια, τότε ποὺ συνέβη ἡ μεγάλη συμφορά, ἡ Μικρασιατικὴ καταστροφή. Οἱ Τοῦρκοι εἶχαν φτάσει ἔξω ἀπὸ τὴ Σμύρνη. Διψοῦσαν γιὰ ἑλληνικὸ αἷμα, χριστιανικό. Οἱ ἑλληνικὲς ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες εἶχαν φύγει. Ἡ ἑλληνικὴ σημαία εἶχε σταματήσει νὰ κυματίζει. Ἕνας μόνο ποὺ μὲ τὰ φλογερὰ πατριωτικά του κηρύγματα εἶχε γίνει τὸ κόκκινο πανὶ γιὰ τὸ μῖσος τῶν Τούρκων δὲν ἔφυγε νὰ σωθεῖ. Ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος, Ἐπίσκοπος Σμύρνης. Ἔμεινε κοντὰ στὸ ποίμνιό του καὶ μαρτύρησε, εἶχε ἀγάπη. 

Ἀλλὰ ὅλες οἱ ἀγάπες, ὅλων τῶν ἀνθρώπων ποὺ πέρασαν, ποὺ εἶναι καὶ θὰ περάσουν εἶναι ἕνα ψίχουλο μπροστὰ σὲ μία ἄλλη ἀγάπη, ποὺ κανένας ἀπὸ μᾶς δὲν τὴν αἰσθάνθηκε ὅσο πρέπει. Τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Τὴν ἀγάπη μὲ τὴν ὁποία μᾶς ἀγαπᾶ ὁ Χριστός μας. Ὁ Παῦλος αἰσθάνθηκε, ἔνοιωσε τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔλεγε: «Ὁ Χριστὸς μὲ ἀγάπησε καὶ παρέδωσε τὸν ἑαυτό Του γιὰ μένα. Θυσιάστηκε γιὰ χάρη μου». 

Ἀγαπᾶμε, ἀδελφοί μου, χίλια πρόσωπα καὶ πράγματα. Γιατί δὲν ἀγαπᾶμε τὸ Χριστό; Ὄχι μὲ τὰ λόγια, ἀλλὰ μὲ τὴ ζωή μας. Ἂς τὸν παρακαλέσουμε νὰ βάλει αὐτὴ τὴν ἀγάπη στὴν καρδιά μας. Ἀμήν.

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Χίου

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015

25 Ὀκτωβρίου 2015 - Κυριακή ΚΑ΄ Ἐπιστολῶν ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ Ἀ­ριθ­μὸς 43 Κυριακή ΚΑ΄ Ἐπιστολῶν 25 Ὀκτωβρίου 2015 (Γάλ. β΄ 16-20) «Ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ».

25 Ὀκτωβρίου 2015 - Κυριακή ΚΑ΄ Ἐπιστολῶν

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
Ἀ­ριθ­μὸς 43
Κυριακή ΚΑ΄ Ἐπιστολῶν
25 Ὀκτωβρίου 2015
(Γάλ. β΄ 16-20)

«Ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ».

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀδελφοί μου, μιλάει γιὰ κάποια ἀγάπη ποὺ ἂν δὲν τὴν αἰσθανθεῖ ὁ ἄνθρωπος σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, δὲν ἀξίζει νὰ ζεῖ. Πρὶν δοῦμε αὐτὴ τὴν ἀγάπη ἂς ποῦμε γιὰ ἄλλα εἴδη ἀγάπης ποὺ ὑπάρχουν στὸν κόσμο. 

Ἡ ἀγάπη εἶναι ἕνα συναίσθημα ποὺ ὑπάρχει στὴν καρδιά κάθε ἀνθρώπου. Κι αὐτὸς ποὺ φαίνεται κακὸς καὶ διεστραμμένος ἔχει μέσα του ἀγάπη, κάτι ἀγαπάει, εἴτε πρόσωπο εἴτε πράγμα. Χωρὶς ἀγάπη δὲν ζεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἀπελπίζεται. Ἡ ἀγάπη κρατάει τὸν κόσμο. Εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη δύναμη στὸν κόσμο κι ἂς μὴ φαίνεται. Μὲ τί νὰ τὴν παρομοιάσουμε; Βγεῖτε μία νύχτα ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι σας καὶ κοιτάξετε τὸν οὐρανό. Ἀναρίθμητα εἶναι τὰ ἀστέρια. Οἱ ἐπιστήμονες μὲ τὰ μέσα ποὺ διαθέτουν σήμερα ἀνακαλύπτουν συνεχῶς καὶ νέα ἀστέρια. Πολλὰ ἀπ’ αὐτὰ εἶναι ἑκατοντάδες φορὲς μεγαλύτερα ἀπὸ τὴ γῆ ποὺ κατοικοῦμε κι ἄλλα πιό λαμπρὰ ἀπὸ τὸν ἥλιο τοῦ ἡλιακοῦ μας συστήματος. Ὅλες αὐτὲς οἱ σφαῖρες δὲν πέφτουν ἀπὸ κεῖ ποὺ τὶς ἔβαλε ὁ Θεὸς καὶ τρέχουν μέσα στὸ διάστημα μὲ ταχύτητες ἀφάνταστες στὶς τροχιές τους. Εἶναι τόσο κανονικὰ τὰ δρομολόγια τῶν ἀστεριῶν ποὺ οἱ ἐπιστήμονες ξέρουν ἀκριβῶς πότε θὰ περάσει τὸ καθένα. Τί μεγαλεῖο ἔχει ὁ οὐρανός! Οἱ ἀστρονόμοι λένε ὅτι τὰ ἀστέρια τὰ συγκρατεῖ μία δύναμη ποὺ τὴν ὀνομάζουν ἕλξη. 

Σ’ αὐτὴν τὴν ἕλξη τῶν οὐράνιων σωμάτων βρίσκουμε ἕνα λαμπρὸ παράδειγμα γιὰ τὴν ἀγάπη. Ὅπως δηλαδὴ ὁ Θεὸς ἔκρυψε μέσα στ’ ἀστέρια τὴν ἕλξη μὲ τὴν ὁποία κινοῦνται κανονικὰ καὶ ἁρμονικὰ ἔτσι καὶ μέσα στὶς καρδιές τῶν ἀνθρώπων ἔκρυψε μία ἄλλη ἕλξη, τὴν ἀγάπη, γιὰ νὰ συγκρατεῖ τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ δημιουργεῖ μία ἁρμονικὴ κι εὐτυχισμένη κοινωνία. Ἀλλὰ ἐνῶ τὰ ἀστέρια ὑπακούουν στὸ Δημιουργό τους, οἱ ἄνθρωποι δὲν ὑπακούουν καὶ γι’ αὐτὸ ὑπάρχει ἀταξία, συγκρούσεις, πόλεμοι καὶ δυστυχία στὸν κόσμο. 

Ἡ ἀγάπη εἶναι νόμος ἄγραφος, βαλμένος στὶς καρδιές τῶν ἀνθρώπων. Γι’ αὐτὸ παρ’ ὅλη τὴν κακία καὶ τὴν ἀνομία, ὑπάρχει ἀκόμη ἀγάπη στὴν ἀνθρωπότητα. Καὶ μέσα ἔστω στὴ λιγοστὴ ἀγάπη ποὺ ὑπάρχει ἀκόμη, βρίσκει ἀνακούφιση ὁ κουρασμένος ὁδοιπόρος τῆς ἐποχῆς μας, ὁ κάθε ἄνθρωπος. 

Ἡ νοσοκόμα, γιὰ παράδειγμα, ποὺ ὅλη τὴ νύχτα δὲν κοιμᾶται, ἀλλὰ κάθεται στὸ προσκεφάλι τοῦ ἀρρώστου καὶ τὸν παρηγορεῖ, ἔχει μέσα της ἀγάπη. 

Ἡ μάνα ποὺ ἔχει μέρες νὰ κοιμηθεῖ, γιατί τὸ παιδὶ τῆς εἶναι ἄρρωστο καὶ κινδυνεύει κι αὐτὴ δὲ φεύγει στιγμὴ ἀπὸ κοντά του ἀλλὰ γονατίζει καὶ μὲ δάκρυα παρακαλεῖ τὸ Θεὸ νὰ τὸ κάνει καλά, ἔχει ἀγάπη στὴν καρδιά της. 

Ὁ πατέρας ἐκεῖνος ποὺ δέχεται εὐχαρίστως νὰ τοῦ ἀφαιρέσουν τὸ νεφρὸ γιὰ νὰ τὸ βάλουν στὸ παιδί του ποὺ κινδυνεύει, ἔχει ἀγάπη. 

Ὁ καπετάνιος ποὺ τὸ καράβι του βουλιάζει, ἀλλ’ αὐτὸς δὲ φεύγει καὶ φροντίζει νὰ σωθοῦν οἱ ἐπιβάτες καὶ οἱ ναῦτες μὰ ὁ ἴδιος δὲν προλαβαίνει νὰ σωθεῖ καὶ βυθίζεται μὲ τὸ καράβι του, ἔχει ἀγάπη. 

Καὶ γιὰ ν’ ἀναφέρουμε ἕνα τελευταῖο παράδειγμα ἀγάπης, ἂς γυρίσουμε πίσω 93 χρόνια, τότε ποὺ συνέβη ἡ μεγάλη συμφορά, ἡ Μικρασιατικὴ καταστροφή. Οἱ Τοῦρκοι εἶχαν φτάσει ἔξω ἀπὸ τὴ Σμύρνη. Διψοῦσαν γιὰ ἑλληνικὸ αἷμα, χριστιανικό. Οἱ ἑλληνικὲς ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες εἶχαν φύγει. Ἡ ἑλληνικὴ σημαία εἶχε σταματήσει νὰ κυματίζει. Ἕνας μόνο ποὺ μὲ τὰ φλογερὰ πατριωτικά του κηρύγματα εἶχε γίνει τὸ κόκκινο πανὶ γιὰ τὸ μῖσος τῶν Τούρκων δὲν ἔφυγε νὰ σωθεῖ. Ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος, Ἐπίσκοπος Σμύρνης. Ἔμεινε κοντὰ στὸ ποίμνιό του καὶ μαρτύρησε, εἶχε ἀγάπη. 

Ἀλλὰ ὅλες οἱ ἀγάπες, ὅλων τῶν ἀνθρώπων ποὺ πέρασαν, ποὺ εἶναι καὶ θὰ περάσουν εἶναι ἕνα ψίχουλο μπροστὰ σὲ μία ἄλλη ἀγάπη, ποὺ κανένας ἀπὸ μᾶς δὲν τὴν αἰσθάνθηκε ὅσο πρέπει. Τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Τὴν ἀγάπη μὲ τὴν ὁποία μᾶς ἀγαπᾶ ὁ Χριστός μας. Ὁ Παῦλος αἰσθάνθηκε, ἔνοιωσε τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔλεγε: «Ὁ Χριστὸς μὲ ἀγάπησε καὶ παρέδωσε τὸν ἑαυτό Του γιὰ μένα. Θυσιάστηκε γιὰ χάρη μου». 

Ἀγαπᾶμε, ἀδελφοί μου, χίλια πρόσωπα καὶ πράγματα. Γιατί δὲν ἀγαπᾶμε τὸ Χριστό; Ὄχι μὲ τὰ λόγια, ἀλλὰ μὲ τὴ ζωή μας. Ἂς τὸν παρακαλέσουμε νὰ βάλει αὐτὴ τὴν ἀγάπη στὴν καρδιά μας. Ἀμήν.

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Χίου