Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ 22α ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2015 / Ἀ­ριθ­μὸς 47 Κυ­ρια­κή κε΄ Ἐ­πι­στο­λῶν 22 Νο­εμ­βρί­ου 2015 (Ἐ­φεσ. δ΄ 1-7) «Σπου­δά­ζον­τες τη­ρεῖ­ν τή­ν ἑ­νό­τη­τα τοῦ πνεύ­μα­τος ἐν τῷ συν­δέ­σμῳ τῆς εἰ­ρή­νης»

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ 22α ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2015

E-mail Εκτύπωση PDF
ICXCNIKA
Ἀ­ριθ­μὸς 47
Κυ­ρια­κή κε΄ Ἐ­πι­στο­λῶν
22 Νο­εμ­βρί­ου 2015
(Ἐ­φεσ. δ΄ 1-7)
«Σπου­δά­ζον­τες τη­ρεῖ­ν τή­ν ἑ­νό­τη­τα τοῦ πνεύ­μα­τος ἐν τῷ συν­δέ­σμῳ τῆς εἰ­ρή­νης»
Νά ἐ­πι­με­λεῖ­σθε καί νά ἀ­γω­νί­ζε­σθε νά δι­α­τη­ρεῖ­τε τήν ἑ­νό­τη­τα, μέ τήν ὁ­ποί­α τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα σᾶς ἔ­χει συν­δέ­σει, ἔ­χον­τας ὡς σύν­δε­σμο τήν εἰ­ρή­νη, ἡ ὁ­ποί­α θά βα­σι­λεύ­ει μα­τα­ξύ σας καί θά σᾶς ἑ­νώ­νει σέ ἕ­να πνευ­μα­τι­κό σῶ­μα. Νά ἔ­χου­με ἑ­νό­τη­τα, ἀ­δελ­φοί μου, μᾶς συμ­βου­λεύ­ει ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, νά ζοῦ­με μο­νοι­α­σμέ­νοι σάν μί­α οἰ­κο­γέ­νεια πού ἔ­χει ἕ­να Πα­τέ­ρα, τό Θε­ό.
Πό­σο μα­κριά εἶ­ναι δυ­στυ­χῶς ὁ κό­σμος ἀ­π’ αὐ­τή τήν ἑ­νό­τη­τα! Στόν προ­η­γού­με­νο αἰ­ώ­να ἔ­γι­ναν δύ­ο παγ­κό­σμιοι πό­λε­μοι. Τά ἔ­θνη δι­αι­ρέ­θη­καν σέ δύ­ο με­γά­λες πα­ρα­τά­ξεις. Ἑ­κα­τομ­μύ­ρια νε­κροί καί τραυ­μα­τί­ες, ἑ­κα­τομ­μύ­ρια χῆ­ρες καί ὀρ­φα­νά, ἄ­στε­γοι καί πει­να­σμέ­νοι. Πό­λεις κα­τα­στρά­φη­καν. Τό­σο αἷ­μα καί δά­κρυ­α, πό­νος καί θλί­ψη! Ἔ­βα­λαν μυα­λό οἱ ἄν­θρω­ποι με­τά ἀ­π’ ὅ­λη αὐ­τή τήν κα­τα­στρο­φή; Ἱ­δρύ­θη­κε ἕ­νας παγ­κό­σμιος ὀρ­γα­νι­σμός, ὁ Ὀρ­γα­νι­σμός Ἡ­νω­μέ­νων Ἐ­θνῶν, μέ σκο­πό τά ἔ­θνη νά λύ­νουν τίς δι­α­φο­ρές τους εἰ­ρη­νι­κά, μέ δι­ά­λο­γο, μέ συ­ζή­τη­ση, μέ δί­και­η κρί­ση ὅ­λων τῶν ἐ­θνῶν. Δυ­στυ­χῶς ὁ Ο.Η.Ε. δέν κα­τά­φε­ρε νά στα­μα­τή­σει τούς πο­λέ­μους. Ἀ­πό τίς 26 Ἰ­ου­νί­ου 1945 πού ἱ­δρύ­θη­κε στό Σάν Φραν­τζί­σκο τῆς Ἀ­με­ρι­κῆς καί ἄρ­χι­σε νά λει­τουρ­γεῖ ἀ­πό τίς 24 Ὀ­κτω­βρί­ου 1945, πό­σες φω­τι­ές πο­λέ­μου ἄ­να­ψαν σέ ὅ­λο τόν κό­σμο μέ κίν­δυ­νο, σέ πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις, ἕ­ναν τρί­το παγ­κό­σμιο πό­λε­μο! Στήν πρώ­τη πα­ρά­γρα­φο τοῦ προ­οι­μί­ου τοῦ Κα­τα­στα­τι­κοῦ Χάρ­τη τοῦ Ὀρ­γα­νι­σμοῦ ἀ­να­φέ­ρε­ται: «Νά σώ­σου­με τίς ἐ­περ­χό­με­νες γε­νι­ές ἀ­πό τή μά­στι­γα τοῦ πο­λέ­μου, πού στό δι­ά­στη­μα μιᾶς γε­νιᾶς ἐ­πι­σώ­ρευ­σε ἄ­φα­τη θλί­ψη στήν ἀν­θρω­πό­τη­τα».
Δυ­στυ­χῶς ὁ Ο.Η.Ε. ποὺ ὑ­πο­σχέ­θη­κε νά κα­ταρ­γή­σει τόν πό­λε­μο καί νά φέ­ρει εἰ­ρή­νη στόν κό­σμο, δέν ἔ­χει στα­θε­ρά θε­μέ­λια. Καί σή­με­ρα ὑ­πάρ­χουν κρά­τη πού οἱ πο­λί­τες ἔ­χουν με­τα­ξύ τους μῖ­σος καί παίρ­νουν τά ὅ­πλα, σκο­τώ­νουν καί σκο­τώ­νον­ται καί δη­μι­ουρ­γοῦν δυ­στυ­χί­α, πό­νο, προ­σφυ­γιά, δά­κρυ­α, πολ­λά δει­νά. Ἔ­τσι ἦ­ταν καί ἡ Κοι­νω­νί­α τῶν Ἐ­θνῶν, πού ἱ­δρύ­θη­κε με­τά τόν Πρῶ­το Παγ­κό­σμιο Πό­λε­μο καί δι­α­λύ­θη­κε τίς πα­ρα­μο­νές τοῦ Δευ­τέ­ρου Παγ­κο­σμί­ου Πο­λέ­μου. Ἀ­πέ­τυ­χε τό σκο­πό της. Ἐ­πε­κρά­τη­σε τό δί­και­ο τοῦ ἰ­σχυ­ρο­τέ­ρου. Τό ἴ­διο συμ­βαί­νει καί σή­με­ρα. Τά μι­κρά κρά­τη ὑ­πο­φέ­ρουν καί ἀ­δι­κοῦν­ται, τά με­γά­λα καί ἰ­σχυ­ρά κρά­τη κά­νουν ὅ,τι θέ­λουν.
Ἀλ­λά ἑ­νό­τη­τα δέν ὑ­πάρ­χει οὔ­τε καί μέ­σα στό ἴ­διο κρά­τος. Οἱ ἄν­θρω­ποι πού ζοῦν μέ­σα σ’ ἕ­να κρά­τος, μι­λοῦν τήν ἴ­δια γλώσ­σα, ἔ­χουν τὴν ἴ­δια πί­στη, τά ἴ­δια ἤ­θη καί ἔ­θι­μα, τό ἴ­διο νό­μι­σμα, δυ­στυ­χῶς ἀλ­λη­λο­μι­σοῦν­ται. Τό σα­ρά­κι τῆς δι­χό­νοι­ας πού τό­ση θλί­ψη ἔ­χει φέ­ρει καί στήν πα­τρί­δα μας μέ τό­σους ἐμ­φυ­λί­ους πο­λέ­μους, κα­τα­στρέ­φει συ­νε­χῶς τίς κοι­νω­νί­ες.
Ἀλ­λά μή­πως ὑ­πάρ­χει αὐ­τή ἡ ἑ­νό­τη­τα μέ­σα στήν οἰ­κο­γέ­νεια; Τά γε­γο­νό­τα ἀ­πο­δει­κνύ­ουν ὅ­τι οἰ­κο­γέ­νει­ες πού ζοῦν εἰ­ρη­νι­κά, ἁρ­μο­νι­κά, χω­ρίς δι­αι­ρέ­σεις, εἶ­ναι σπά­νι­ες. Ὅ,τι θέ­λει κά­νει ὁ κα­θέ­νας, ὁ πα­τέ­ρας, ἡ μη­τέ­ρα, τά παι­διά, χω­ρίς νά συ­ζη­τοῦν πρῶ­τα τό κα­θε­τί.
Στά ἔ­θνη, στά κρά­τη, στήν οἰ­κο­γέ­νεια δέν ὑ­πάρ­χει ἑ­νό­τη­τα. Μή­πως ὑ­πάρ­χει στήν Ἐκ­κλη­σί­α; Θά ἔ­πρε­πε οἱ Χρι­στια­νοί, κλῆ­ρος καί λα­ός πού πι­στεύ­ουν στό Θε­άν­θρω­πο Λυ­τρω­τή μας νά εἴ­μα­στε ἑ­νω­μέ­νοι καί τί­πο­τα νά μή μᾶς δια­σπᾶ. «Πα­τέ­ρα, δῶ­σε ὅ­λοι ὅ­σοι πι­στεύ­ουν σ’ ἐ­μέ­να νά εἶ­ναι ἑ­νω­μέ­νοι» ζή­τη­σε ὁ Χρι­στός μας ἀ­πό τό Θε­ό Πα­τέ­ρα τή νύ­χτα τοῦ Μυ­στι­κοῦ Δεί­πνου. Στά πρῶ­τα χρό­νια ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἦ­ταν ἑ­νω­μέ­νη. Οἱ χρι­στια­νοί λει­τουρ­γοῦ­σαν σάν νά εἶ­χαν μί­α καρ­διά κι ἕ­να σῶ­μα. Κι οἱ εἰ­δω­λο­λά­τρες βλέ­πον­τας αὐ­τή τήν ἀ­γά­πη, τήν ἑ­νό­τη­τα, τήν εἰ­ρή­νη με­τα­ξύ τῶν Χρι­στια­νῶν, πί­στευ­αν στό Χρι­στό.
Δυ­στυ­χῶς, ἡ ἑ­νό­τη­τα αὐ­τή δέν κρά­τη­σε. Ἕ­να με­γά­λο μέ­ρος τῆς χρι­στι­α­νο­σύ­νης ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κε καί ἀ­πε­τέ­λε­σε τόν πα­πι­σμό. Κι ὁ πα­πι­σμός δι­α­σπά­σθη­κε καί δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ὁ προ­τε­σταν­τι­σμός, πού εἶ­ναι χω­ρι­σμέ­νος σέ 2.000 ὁ­μο­λο­γί­ες καί δόγ­μα­τα. Ἀλ­λά καί στήν Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ἑλ­λά­δος δέν ἔ­χου­με ἑ­νό­τη­τα. Ἕ­να μέ­ρος τῶν Χρι­στια­νῶν, μέ ἀ­φορ­μή τό ἡ­με­ρο­λό­γιο, ἔ­φυ­γε καί ἔ­κα­νε δι­κή του πα­ρά­τα­ξη, αὐ­τή τῶν πα­λαι­ο­η­με­ρο­λο­γι­τῶν. Ἀλ­λά κι αὐ­τοί δέν ἔ­μει­ναν ἑ­νω­μέ­νοι. Δι­α­σπά­σθη­καν σέ δι­ά­φο­ρα κομ­μά­τια.
Βλέ­πον­τας πό­σο δύ­σκο­λο πρᾶγ­μα εἶ­ναι ἡ ἑ­νό­τη­τα τῶν ἀν­θρώ­πων, ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος συ­νι­στᾶ στούς Χρι­στια­νούς νά μεί­νουν ἑ­νω­μέ­νοι. Νά για­τί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας σέ κά­θε Θεί­α Λει­τουρ­γί­α πα­ρα­κα­λεῖ τό Θε­ό νά δι­α­λύ­ει κά­θε φι­λο­νι­κί­α καί δι­χό­νοι­α με­τα­ξύ τῶν πι­στῶν καί οἱ Χρι­στια­νοί νά δί­νουν τό πα­ρά­δειγ­μα τῆς ἑ­νό­τη­τας.
Ὁ σα­τα­νᾶς, ἀ­δελ­φοί μου, δια­ιρεῖ τόν κό­σμο, ὁ Χρι­στός τόν ἑ­νώ­νει. Ἄς πα­ρα­κα­λοῦ­με τόν Κύ­ριό μας νά δί­νει ἑ­νό­τη­τα καί ὁ­μό­νοι­α στά σπί­τια μας, στίς πό­λεις καί στήν πα­τρί­δα μας, στά γει­το­νι­κά κρά­τη καί σ’ ὅ­λο τόν κό­σμο. Ἀ­μήν
 ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ 15η ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2015 / Ἀ­ριθ­μὸς 46 Κυ­ρια­κή κδ΄ Ἐ­πι­στο­λῶν 15 Νο­εμ­βρί­ου 2015 (Ἑ­φεσ. β΄ 14-22) «ἄ­ρα οὖν οὐ­κέ­τι ἐ­στὲ ξέ­νοι καὶ πά­ροι­κοι,ἀλ­λὰ συμ­πο­λῖ­ται τῶν ἁ­γί­ων καὶ οἰ­κεῖ­οι τοῦ Θε­οῦ»

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ 15η ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2015

E-mail Εκτύπωση PDF
ICXCNIKA
Ἀ­ριθ­μὸς 46
Κυ­ρια­κή κδ΄ Ἐ­πι­στο­λῶν
15 Νο­εμ­βρί­ου 2015
(Ἑ­φεσ. β΄ 14-22)
«ἄ­ρα οὖν οὐ­κέ­τι ἐ­στὲ ξέ­νοι καὶ πά­ροι­κοι,ἀλ­λὰ συμ­πο­λῖ­ται τῶν ἁ­γί­ων καὶ οἰ­κεῖ­οι τοῦ Θε­οῦ»
Ἄ­ρα δέν εἶ­στε πλέ­ον ξέ­νοι, ὅ­πως προ­η­γου­μέ­νως, καί προ­σω­ρι­νοί πο­λί­τες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ, ἀλ­λά εἶ­στε συμ­πο­λί­τες ὅ­λων τῶν ἁ­γί­ων καί οἰ­κια­κοί τοῦ Θε­οῦ. Ὅ­λες οἱ χι­λιά­δες τῶν με­τα­να­στῶν πού ἔρ­χον­ται στήν πα­τρί­δα μας, μέ σκο­πό τήν ἐγ­κα­τα­βί­ω­σή τους στίς χῶ­ρες τῆς Εὐ­ρώ­πης, φέρ­νουν στό νοῦ μας ὅ­λους τοὺς προ­γό­νους μας, πού ἀ­ναγ­κά­στη­καν νά ζή­σουν μα­κριά ἀ­πό τόν τό­πο πού γεν­νή­θη­καν. Ἡ πλού­σια ἱ­στο­ρί­α τοῦ ἔ­θνους μας εἶ­ναι γε­μά­τη ἀ­πό πε­ρι­πτώ­σεις προ­σφυ­γιᾶς ἤ με­τα­νά­στευ­σης γιά δι­ά­φο­ρους λό­γους.
Αὐ­τός πού ξε­νι­τεύ­ε­ται, ἀ­δελ­φοί μου, ἀ­πο­χαι­ρε­τᾶ μέ θλί­ψη τούς συγ­γε­νεῖς καί τούς φί­λους γιά τό τα­ξί­δι, πού σέ πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις δέν ἔ­χει γυ­ρι­σμό. Ἐ­κεῖ πού φτά­νει μοιά­ζει μέ τό που­λί πού στε­ρή­θη­κε τή φω­λιά του. Ξέ­νος μέ­σα στούς ξέ­νους, μό­νος μέ­σα σ’ ἕ­να πλῆ­θος ἀν­θρώ­πων, πού ἐ­πει­δή δέν μι­λά­ει τή γλώσ­σα τους, δέν τόν κα­τα­λα­βαί­νουν. Μέ δι­α­φο­ρε­τι­κό τρό­πο ζω­ῆς, ἄλ­λη νο­ο­τρο­πί­α, ἄλ­λες συ­νή­θει­ες. Ὁ με­τα­νά­στης ἀ­γω­νί­ζε­ται μέ κό­πο καί κιν­δύ­νους, μέ ἱ­δρώ­τα καί ἀ­γω­νί­α νά βγά­λει τό ψω­μί του. Γιά ξε­νι­τε­μέ­νους μι­λά­ει καί ὁ Ἀ­πό­στο­λος σή­με­ρα.
Με­τά τήν πα­ρα­κο­ή τῶν Πρω­το­πλά­στων καί τήν ἐκ­δί­ω­ξή τους ἀ­πό τόν Πα­ρά­δει­σο, ὁ Ἀ­δάμ καί ἡ Εὔ­α καί ἐν συ­νέ­χειᾳ ὅ­λο τό ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος, ὅ­λοι ἐ­μεῖς οἱ ἄν­θρω­ποι, βρε­θή­κα­με μα­κριά ἀ­πό τήν πα­τρί­δα μας. Ἔρ­χον­ται στιγ­μές πού θε­ω­ροῦ­με αὐ­τή τή γῆ ὡ­ραί­α καί τή ζω­ή μας εὐ­τυ­χι­σμέ­νη. Τίς πε­ρισ­σό­τε­ρες ὅ­μως φο­ρές νο­σταλ­γοῦ­με τήν οὐ­ρά­νια πα­τρί­δα καί νι­ώ­θου­με τή γῆ σάν ξε­νι­τειά. Νι­ώ­θου­με ὅ­πως οἱ Ἑ­βραῖ­οι ὅ­ταν βρέ­θη­καν αἰχ­μά­λω­τοι στή Βα­βυ­λώ­να. Ἦ­ταν ἀ­πα­ρη­γό­ρη­τοι, κρέ­μα­σαν στίς ἰ­τι­ές, πλά­ϊ στό πο­τά­μι τά μου­σι­κά ὄρ­γα­νά τους καί θρη­νοῦ­σαν τήν ἐ­ξο­ρί­α τους. (Ψαλμ. 136ος)
Καί δέν ἤ­μα­στε μό­νο ξε­νη­τε­μέ­νοι ἀλ­λά καί ἐ­ξο­ρι­σμέ­νοι. Για­τί ἡ ἐ­ξο­ρί­α εἶ­ναι χει­ρό­τε­ρη ἀ­πό τήν ξε­νι­τιά. Αὐ­τός πού ξε­νι­τεύ­ε­ται γιά κα­λύ­τε­ρη ζω­ή, ἄν δέν τοῦ ἀ­ρέ­σει, ἐ­λεύ­θε­ρος εἶ­ναι νά ἐ­πι­στρέ­ψει. Στήν ἐ­ξο­ρί­α ὅ­μως ὁ­δη­γοῦν­ται κά­ποι­οι διά τῆς βί­ας, ἔ­ρη­μοι, πει­να­σμέ­νοι, γυ­μνοί, τα­πει­νω­μέ­νοι, χω­ρίς νά ξέ­ρουν ἄν θά ἀ­ξι­ω­θοῦν πο­τέ νά γυ­ρί­σουν στόν τό­πο τους. Ἐ­ξό­ρι­στοι λοι­πόν ὁ Ἀ­δάμ καί ἡ Εὔ­α με­τά τό προ­πα­το­ρι­κό ἁ­μάρ­τη­μα. Ἀ­πο­ξε­νω­μέ­νοι ἀ­πό τό Θε­ό, ἀ­πο­μο­νω­μέ­νοι ἀ­πό τούς ἀγ­γέ­λους. Οἱ σχέ­σεις τους μέ τόν οὐ­ρα­νό ψυ­χρές, ἐ­χθρι­κές.
Ἀλ­λά, δό­ξα τῷ Θε­ῷ, ἡ θλι­βε­ρή αὐ­τή κα­τά­στα­ση δέν ἦ­ταν μό­νι­μη. Ὅ­πως γιά τόν ξε­νι­τε­μέ­νο καί πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο γιά τόν ἐ­ξό­ρι­στο ἡ πιό χαρ­μό­συ­νη εἴ­δη­ση εἶ­ναι ὅ­τι ἡ τα­λαι­πω­ρί­α του ἤ ἡ ποι­νή του τε­λεί­ω­σε καί μπο­ρεῖ νά ἐ­πι­στρέ­ψει στό σπί­τι του. Ὁ Πα­νά­γα­θος Θε­ός δέν ἄ­φη­σε τόν ἄν­θρω­πο αἰ­ώ­νια στήν ἐ­ξο­ρί­α καί τήν ἀ­πο­ξέ­νω­ση. Ἔ­στει­λε τό Μο­νο­γε­νῆ Υἱ­ό του, τόν Κύ­ριο ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό καί ἔ­φε­ρε τό μή­νυ­μα τῆς συγ­χώ­ρη­σης, τῆς συμ­φι­λί­ω­σης, τοῦ ἐ­πα­να­πα­τρι­σμοῦ. Μέ τή σταυ­ρι­κή θυ­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ μας ἄ­νοι­ξε ὁ δρό­μος γιά τόν Πα­ρά­δει­σο. Ὄ­χι μό­νο γι’ αὐ­τούς πού ἦ­ταν σέ κον­τι­νό μέ­ρος ἀλ­λά καί σέ πιό ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­νο. Στούς «μα­κράν καί στούς ἐγ­γύς», λέ­γει ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος. «Μα­κράν» εἶ­ναι τά εἰ­δω­λο­λα­τρι­κά ἔ­θνη, ὅ­σοι λά­τρευ­αν τά εἴ­δω­λα. «Ἐγ­γύς» εἶ­ναι οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι πού γνώ­ρι­ζαν μέν τόν ἀ­λη­θι­νό Θε­ό ἀ­πό τήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη, ἀλ­λά ἁ­μάρ­τη­σαν πά­ρα πο­λύ, ἀ­φοῦ ἔ­φτα­σαν στό ση­μεῖ­ο νά σταυ­ρώ­σουν τό Χρι­στό.
Μέ τήν ἐ­ναν­θρώ­πι­ση τοῦ Χρι­στοῦ καί ὅ­λο τό ἀ­πο­λυ­τρω­τι­κό Του ἔρ­γο δό­θη­καν στόν κό­σμο δύ­ο εὐ­λο­γί­ες. Πρώ­τη εἶ­ναι ὅ­τι Ἰ­ου­δαῖ­οι καί εἰ­δω­λο­λά­τρες, πού ἀρ­χι­κά εἶ­χαν μῖ­σος, τώ­ρα εἰ­ρη­νεύ­ουν. «Οὐκ ἔ­νι Ἰ­ου­δαῖ­ος οὐ­δέ Ἕλ­λην». Δεύ­τε­ρη με­γα­λύ­τε­ρη εὐ­λο­γί­α ὅ­τι συμ­φι­λί­ω­σε τούς ἀν­θρώ­πους μέ τό Θε­ό. Μέ τό βά­πτι­σμά μας στό ὄ­νο­μα τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δας ἐ­μεῖς οἱ ξέ­νοι καί ἐ­ξό­ρι­στοι γί­να­με οἰ­κεῖ­οι τοῦ Θε­οῦ. Οἱ ἄν­θρω­ποι θε­ω­ροῦν με­γά­λο πράγ­μα τή φι­λί­α καί τίς στε­νές σχέ­σεις μέ κά­ποι­ον ἀ­πό τούς ἰ­σχυ­ρούς τῆς γῆς. Ἡ φι­λί­α ὅ­μως καί ἡ οἰ­κει­ό­τη­τα μέ τό Θε­ό εἶ­ναι ἡ μό­νη πού ἀ­ξί­ζει. Πρέ­πει ὅ­μως νά το­νί­σου­με πώς ἡ οἰ­κει­ό­τη­τα χα­ρί­ζε­ται μό­νο σέ ὅ­σους ἔ­δει­ξαν προ­η­γου­μέ­νως φό­βο Θε­οῦ καί τή­ρη­σαν τίς ἐν­το­λές Του.
Ὡς ὑ­πά­κου­α παι­διά, ἀ­δελ­φοί μου, ἄς προ­σευ­χό­μα­στε μέ πί­στη στόν Κύ­ριο καί Θε­ό μας. Μέ ἐμ­πι­στο­σύ­νη ἄς τοῦ ἀ­να­θέ­του­με ὅ­λες τίς ἐλ­πί­δες μας. Γιά νά φτά­σου­με κι ἐ­μεῖς μα­ζί μέ τούς ἁ­γί­ους νά ἑ­νω­θοῦ­με αἰ­ώ­νια μέ τό Θε­ό στόν Πα­ρά­δει­σο. Ἀ­μήν.
ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ 

Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ 15η ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2015 / Ἀ­ριθ­μὸς 46 Κυ­ρια­κή κδ΄ Ἐ­πι­στο­λῶν 15 Νο­εμ­βρί­ου 2015 (Ἑ­φεσ. β΄ 14-22) «ἄ­ρα οὖν οὐ­κέ­τι ἐ­στὲ ξέ­νοι καὶ πά­ροι­κοι,ἀλ­λὰ συμ­πο­λῖ­ται τῶν ἁ­γί­ων καὶ οἰ­κεῖ­οι τοῦ Θε­οῦ»

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ 15η ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2015

E-mail Εκτύπωση PDF
ICXCNIKA
Ἀ­ριθ­μὸς 46
Κυ­ρια­κή κδ΄ Ἐ­πι­στο­λῶν
15 Νο­εμ­βρί­ου 2015
(Ἑ­φεσ. β΄ 14-22)
«ἄ­ρα οὖν οὐ­κέ­τι ἐ­στὲ ξέ­νοι καὶ πά­ροι­κοι,ἀλ­λὰ συμ­πο­λῖ­ται τῶν ἁ­γί­ων καὶ οἰ­κεῖ­οι τοῦ Θε­οῦ»
Ἄ­ρα δέν εἶ­στε πλέ­ον ξέ­νοι, ὅ­πως προ­η­γου­μέ­νως, καί προ­σω­ρι­νοί πο­λί­τες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ Χρι­στοῦ, ἀλ­λά εἶ­στε συμ­πο­λί­τες ὅ­λων τῶν ἁ­γί­ων καί οἰ­κια­κοί τοῦ Θε­οῦ. Ὅ­λες οἱ χι­λιά­δες τῶν με­τα­να­στῶν πού ἔρ­χον­ται στήν πα­τρί­δα μας, μέ σκο­πό τήν ἐγ­κα­τα­βί­ω­σή τους στίς χῶ­ρες τῆς Εὐ­ρώ­πης, φέρ­νουν στό νοῦ μας ὅ­λους τοὺς προ­γό­νους μας, πού ἀ­ναγ­κά­στη­καν νά ζή­σουν μα­κριά ἀ­πό τόν τό­πο πού γεν­νή­θη­καν. Ἡ πλού­σια ἱ­στο­ρί­α τοῦ ἔ­θνους μας εἶ­ναι γε­μά­τη ἀ­πό πε­ρι­πτώ­σεις προ­σφυ­γιᾶς ἤ με­τα­νά­στευ­σης γιά δι­ά­φο­ρους λό­γους.
Αὐ­τός πού ξε­νι­τεύ­ε­ται, ἀ­δελ­φοί μου, ἀ­πο­χαι­ρε­τᾶ μέ θλί­ψη τούς συγ­γε­νεῖς καί τούς φί­λους γιά τό τα­ξί­δι, πού σέ πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις δέν ἔ­χει γυ­ρι­σμό. Ἐ­κεῖ πού φτά­νει μοιά­ζει μέ τό που­λί πού στε­ρή­θη­κε τή φω­λιά του. Ξέ­νος μέ­σα στούς ξέ­νους, μό­νος μέ­σα σ’ ἕ­να πλῆ­θος ἀν­θρώ­πων, πού ἐ­πει­δή δέν μι­λά­ει τή γλώσ­σα τους, δέν τόν κα­τα­λα­βαί­νουν. Μέ δι­α­φο­ρε­τι­κό τρό­πο ζω­ῆς, ἄλ­λη νο­ο­τρο­πί­α, ἄλ­λες συ­νή­θει­ες. Ὁ με­τα­νά­στης ἀ­γω­νί­ζε­ται μέ κό­πο καί κιν­δύ­νους, μέ ἱ­δρώ­τα καί ἀ­γω­νί­α νά βγά­λει τό ψω­μί του. Γιά ξε­νι­τε­μέ­νους μι­λά­ει καί ὁ Ἀ­πό­στο­λος σή­με­ρα.
Με­τά τήν πα­ρα­κο­ή τῶν Πρω­το­πλά­στων καί τήν ἐκ­δί­ω­ξή τους ἀ­πό τόν Πα­ρά­δει­σο, ὁ Ἀ­δάμ καί ἡ Εὔ­α καί ἐν συ­νέ­χειᾳ ὅ­λο τό ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος, ὅ­λοι ἐ­μεῖς οἱ ἄν­θρω­ποι, βρε­θή­κα­με μα­κριά ἀ­πό τήν πα­τρί­δα μας. Ἔρ­χον­ται στιγ­μές πού θε­ω­ροῦ­με αὐ­τή τή γῆ ὡ­ραί­α καί τή ζω­ή μας εὐ­τυ­χι­σμέ­νη. Τίς πε­ρισ­σό­τε­ρες ὅ­μως φο­ρές νο­σταλ­γοῦ­με τήν οὐ­ρά­νια πα­τρί­δα καί νι­ώ­θου­με τή γῆ σάν ξε­νι­τειά. Νι­ώ­θου­με ὅ­πως οἱ Ἑ­βραῖ­οι ὅ­ταν βρέ­θη­καν αἰχ­μά­λω­τοι στή Βα­βυ­λώ­να. Ἦ­ταν ἀ­πα­ρη­γό­ρη­τοι, κρέ­μα­σαν στίς ἰ­τι­ές, πλά­ϊ στό πο­τά­μι τά μου­σι­κά ὄρ­γα­νά τους καί θρη­νοῦ­σαν τήν ἐ­ξο­ρί­α τους. (Ψαλμ. 136ος)
Καί δέν ἤ­μα­στε μό­νο ξε­νη­τε­μέ­νοι ἀλ­λά καί ἐ­ξο­ρι­σμέ­νοι. Για­τί ἡ ἐ­ξο­ρί­α εἶ­ναι χει­ρό­τε­ρη ἀ­πό τήν ξε­νι­τιά. Αὐ­τός πού ξε­νι­τεύ­ε­ται γιά κα­λύ­τε­ρη ζω­ή, ἄν δέν τοῦ ἀ­ρέ­σει, ἐ­λεύ­θε­ρος εἶ­ναι νά ἐ­πι­στρέ­ψει. Στήν ἐ­ξο­ρί­α ὅ­μως ὁ­δη­γοῦν­ται κά­ποι­οι διά τῆς βί­ας, ἔ­ρη­μοι, πει­να­σμέ­νοι, γυ­μνοί, τα­πει­νω­μέ­νοι, χω­ρίς νά ξέ­ρουν ἄν θά ἀ­ξι­ω­θοῦν πο­τέ νά γυ­ρί­σουν στόν τό­πο τους. Ἐ­ξό­ρι­στοι λοι­πόν ὁ Ἀ­δάμ καί ἡ Εὔ­α με­τά τό προ­πα­το­ρι­κό ἁ­μάρ­τη­μα. Ἀ­πο­ξε­νω­μέ­νοι ἀ­πό τό Θε­ό, ἀ­πο­μο­νω­μέ­νοι ἀ­πό τούς ἀγ­γέ­λους. Οἱ σχέ­σεις τους μέ τόν οὐ­ρα­νό ψυ­χρές, ἐ­χθρι­κές.
Ἀλ­λά, δό­ξα τῷ Θε­ῷ, ἡ θλι­βε­ρή αὐ­τή κα­τά­στα­ση δέν ἦ­ταν μό­νι­μη. Ὅ­πως γιά τόν ξε­νι­τε­μέ­νο καί πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο γιά τόν ἐ­ξό­ρι­στο ἡ πιό χαρ­μό­συ­νη εἴ­δη­ση εἶ­ναι ὅ­τι ἡ τα­λαι­πω­ρί­α του ἤ ἡ ποι­νή του τε­λεί­ω­σε καί μπο­ρεῖ νά ἐ­πι­στρέ­ψει στό σπί­τι του. Ὁ Πα­νά­γα­θος Θε­ός δέν ἄ­φη­σε τόν ἄν­θρω­πο αἰ­ώ­νια στήν ἐ­ξο­ρί­α καί τήν ἀ­πο­ξέ­νω­ση. Ἔ­στει­λε τό Μο­νο­γε­νῆ Υἱ­ό του, τόν Κύ­ριο ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό καί ἔ­φε­ρε τό μή­νυ­μα τῆς συγ­χώ­ρη­σης, τῆς συμ­φι­λί­ω­σης, τοῦ ἐ­πα­να­πα­τρι­σμοῦ. Μέ τή σταυ­ρι­κή θυ­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ μας ἄ­νοι­ξε ὁ δρό­μος γιά τόν Πα­ρά­δει­σο. Ὄ­χι μό­νο γι’ αὐ­τούς πού ἦ­ταν σέ κον­τι­νό μέ­ρος ἀλ­λά καί σέ πιό ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­νο. Στούς «μα­κράν καί στούς ἐγ­γύς», λέ­γει ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος. «Μα­κράν» εἶ­ναι τά εἰ­δω­λο­λα­τρι­κά ἔ­θνη, ὅ­σοι λά­τρευ­αν τά εἴ­δω­λα. «Ἐγ­γύς» εἶ­ναι οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι πού γνώ­ρι­ζαν μέν τόν ἀ­λη­θι­νό Θε­ό ἀ­πό τήν Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη, ἀλ­λά ἁ­μάρ­τη­σαν πά­ρα πο­λύ, ἀ­φοῦ ἔ­φτα­σαν στό ση­μεῖ­ο νά σταυ­ρώ­σουν τό Χρι­στό.
Μέ τήν ἐ­ναν­θρώ­πι­ση τοῦ Χρι­στοῦ καί ὅ­λο τό ἀ­πο­λυ­τρω­τι­κό Του ἔρ­γο δό­θη­καν στόν κό­σμο δύ­ο εὐ­λο­γί­ες. Πρώ­τη εἶ­ναι ὅ­τι Ἰ­ου­δαῖ­οι καί εἰ­δω­λο­λά­τρες, πού ἀρ­χι­κά εἶ­χαν μῖ­σος, τώ­ρα εἰ­ρη­νεύ­ουν. «Οὐκ ἔ­νι Ἰ­ου­δαῖ­ος οὐ­δέ Ἕλ­λην». Δεύ­τε­ρη με­γα­λύ­τε­ρη εὐ­λο­γί­α ὅ­τι συμ­φι­λί­ω­σε τούς ἀν­θρώ­πους μέ τό Θε­ό. Μέ τό βά­πτι­σμά μας στό ὄ­νο­μα τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δας ἐ­μεῖς οἱ ξέ­νοι καί ἐ­ξό­ρι­στοι γί­να­με οἰ­κεῖ­οι τοῦ Θε­οῦ. Οἱ ἄν­θρω­ποι θε­ω­ροῦν με­γά­λο πράγ­μα τή φι­λί­α καί τίς στε­νές σχέ­σεις μέ κά­ποι­ον ἀ­πό τούς ἰ­σχυ­ρούς τῆς γῆς. Ἡ φι­λί­α ὅ­μως καί ἡ οἰ­κει­ό­τη­τα μέ τό Θε­ό εἶ­ναι ἡ μό­νη πού ἀ­ξί­ζει. Πρέ­πει ὅ­μως νά το­νί­σου­με πώς ἡ οἰ­κει­ό­τη­τα χα­ρί­ζε­ται μό­νο σέ ὅ­σους ἔ­δει­ξαν προ­η­γου­μέ­νως φό­βο Θε­οῦ καί τή­ρη­σαν τίς ἐν­το­λές Του.
Ὡς ὑ­πά­κου­α παι­διά, ἀ­δελ­φοί μου, ἄς προ­σευ­χό­μα­στε μέ πί­στη στόν Κύ­ριο καί Θε­ό μας. Μέ ἐμ­πι­στο­σύ­νη ἄς τοῦ ἀ­να­θέ­του­με ὅ­λες τίς ἐλ­πί­δες μας. Γιά νά φτά­σου­με κι ἐ­μεῖς μα­ζί μέ τούς ἁ­γί­ους νά ἑ­νω­θοῦ­με αἰ­ώ­νια μέ τό Θε­ό στόν Πα­ρά­δει­σο. Ἀ­μήν.
ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ 

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ 8 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2015 ICXCNIKA Ἀ­ριθ­μὸς 45 Κυ­ρια­κή κγ΄ Ἐ­πι­στο­λῶν Σύ­να­ξις τῶν ἀρ­χι­στρα­τή­γων Μι­χα­ήλ καί Γα­βρι­ήλ 8 Νο­εμ­βρί­ου 2015 (Ἑ­βρ. β΄ 2-10) «Τὶ ἐ­στιν ἄν­θρω­πος ὅ­τι μι­μνή­σκῃ αὐ­τοῦ,ἤ υἱ­ός ἀν­θρώ­που ὅ­τι ἐ­πι­σκέ­πτῃ αὐ­τόν;»

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ 8 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2015

ICXCNIKA
Ἀ­ριθ­μὸς 45
Κυ­ρια­κή κγ΄ Ἐ­πι­στο­λῶν
Σύ­να­ξις τῶν ἀρ­χι­στρα­τή­γων Μι­χα­ήλ καί Γα­βρι­ήλ
8 Νο­εμ­βρί­ου 2015
(Ἑ­βρ. β΄ 2-10)
«Τὶ ἐ­στιν ἄν­θρω­πος ὅ­τι μι­μνή­σκῃ αὐ­τοῦ,ἤ υἱ­ός ἀν­θρώ­που ὅ­τι ἐ­πι­σκέ­πτῃ αὐ­τόν;»
Σή­με­ρα, ἀ­δελ­φοί μου, ἑ­ορ­τά­ζουν ἀ­να­ρίθ­μη­τα ἑ­κα­τομ­μύ­ρια ἄγ­γε­λοι καί ἀρ­χάγ­γε­λοι. Ἡ ἑ­ορ­τή αὐ­τή μᾶς βο­η­θᾶ νά αἰ­σθαν­θοῦ­με τήν ὕ­παρ­ξη τῶν ἀγ­γέ­λων καί νά τούς τι­μή­σου­με ὅ­πως πρέ­πει. Στό πρῶ­το ἄρ­θρο τοῦ «Πι­στεύ­ω» ὁ­μο­λο­γοῦ­με ὅ­τι ὁ Θε­ός εἶ­ναι «ποι­η­τής οὐ­ρα­νοῦ καί γῆς, ὁ­ρα­τῶν τέ πάν­των καί ἀ­ο­ρά­των».
Ὁ Θε­ός ἔ­φτια­ξε τά ὁ­ρα­τά καί τά ἀ­ό­ρα­τα. Ὁ­ρα­τά εἶ­ναι ἐ­κεῖ­να πού βλέ­που­με μέ τά μά­τια μας ἤ μέ τή βο­ή­θεια ὀρ­γά­νων καί δι­α­κρί­νον­ται σέ τρεῖς κα­τη­γο­ρί­ες. Στήν πρώ­τη αὐ­τά πού ὑ­πάρ­χουν, ὅ­πως τά βου­νά, τά λαγ­κά­δια, οἱ πο­τα­μοί, οἱ θά­λασ­σες. Στή δεύ­τε­ρη ἀ­νή­κουν αὐ­τά πού ὑ­πάρ­χουν καί αὐ­ξά­νον­ται. Ρί­χνου­με ἕ­να σπό­ρο στή γῆ καί ἀ­π’ αὐ­τόν φυ­τρώ­νει ὁ­λό­κλη­ρο δέν­τρο. Τά φυ­τά καί τά ζῶ­α ἀ­νή­κουν σ’ αὐ­τήν τήν κα­τη­γο­ρί­α.
Ὑ­πάρ­χει καί ἡ τρί­τη κα­τη­γο­ρί­α, ἡ ἀ­νώ­τε­ρη, στήν ὁ­ποί­α ἀ­νή­κει ὁ ἄν­θρω­πος, πού ἐ­κτός ἀ­πό τήν ὕ­παρ­ξη καί τήν αὔ­ξη­ση ἔ­χει καί τή σκέ­ψη, τό μυα­λό, τήν ψυ­χή, πού τόν ἀ­να­δει­κνύ­ει κο­ρω­νί­δα τῆς θεί­ας δη­μι­ουρ­γί­ας. Ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι δι­πλός, ὁ­ρα­τός καί ἀ­ό­ρα­τος. Ὁ­ρα­τό εἶ­ναι τό σῶ­μά του καί ἀ­ό­ρα­τη ἡ ψυ­χή του. Τό ὁ­ρα­τό τό βλέ­που­με. Τό ἀ­ό­ρα­το εἶ­ναι ἄ­γνω­στο. Βλέ­πεις ἕ­ναν χα­μο­γε­λα­στό ἄν­θρω­πο καί πᾶς νά τοῦ πεῖς κα­λη­μέ­ρα, σέ κοι­τά­ζει ἀ­μή­χα­να καί σοῦ βά­ζει τίς φω­νές. Μυ­στι­κός κό­σμος ἡ ψυ­χή τοῦ κά­θε ἀν­θρώ­που. Τό σῶ­μά μας συγ­γε­νεύ­ει μέ τόν ὑ­πό­λοι­πο ὁ­ρα­τό κό­σμο, τούς ἀγ­γέ­λους. Ὅ­λος ὁ ὑ­λι­κός κό­σμος ἔ­χει μι­κρή ἀ­ξί­α μπρο­στά στήν ἀ­ξί­α μιᾶς ψυ­χῆς. Γι’ αὐ­τό ὁ Χρι­στός μᾶς εἶ­πε: «Τί ὠ­φε­λή­σει ἄν­θρω­πον ἐ­άν κερ­δί­ςῃ τόν κό­σμον ὅ­λον καί ζη­μι­ω­θῇ τήν ψυ­χήν αὐ­τοῦ»;
Ὅ­πως ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἀ­νώ­τε­ρος ἀ­πό τά ζῶ­α καί τά ζῶ­α ἀ­νώ­τε­ρα ἀ­πό τά φυ­τά καί τά φυ­τά ἀ­νώ­τε­ρα ἀ­πό τά βρά­χια, ἔ­τσι ὑ­ψη­λό­τε­ρα δη­μι­ουρ­γή­μα­τα πά­νω ἀ­πό τόν ἄν­θρω­πο εἶ­ναι οἱ ἄγ­γε­λοι. Δέν ἔ­χουν σῶ­μα ὑ­λι­κό οἱ ἄγ­γε­λοι ἀλ­λά λε­πτό­τα­το, αἰ­θέ­ριο, σχε­δόν ἄ­ϋ­λο. Καί λό­γῳ τῆς αἰ­θέ­ριας σύ­στα­σής τους κι­νοῦν­ται τα­χύ­τα­τα. Οἱ ἄγ­γε­λοι δέν εἶ­ναι παν­τα­χοῦ πα­ρόν­τες ὅ­πως εἶ­ναι ὁ Θε­ός ἀλ­λά κι­νοῦν­ται μέ με­γά­λη τα­χύ­τη­τα.  Ἔ­τσι βλέ­πουν τά με­γα­λεῖ­α τοῦ Θε­οῦ, τόν ὑ­μνοῦν καί τόν δο­ξο­λο­γοῦν λέ­γον­τας τό «Ἅ­γιος, Ἅ­γιος, Ἅ­γιος Κύ­ριος Σα­βα­ώθ, πλή­ρης ὁ οὐ­ρα­νός καί ἡ γῆ τῆς δό­ξης σου». (Θ. Λειτ. Ἡσ. 6,3).
Ἐ­κτός ἀ­πό τούς ἀ­κα­τά­παυ­στους ὕ­μνους πρός τό Θε­ό οἱ ἄγ­γε­λοι εἶ­ναι δι­αγ­γε­λεῖς, πού με­τα­φέ­ρουν τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ στούς ἀν­θρώ­πους. Εἶ­ναι, ἐ­πί­σης, φύ­λα­κες τῶν ἀν­θρώ­πων. «Ἄγ­γε­λον εἰ­ρή­νης, πι­στόν ὁ­δη­γόν, φύ­λα­κα τῶν ψυ­χῶν καί τῶν σω­μά­των ἡ­μῶν» ζη­τοῦ­με κά­θε μέ­ρα στή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α. Ἄγ­γε­λοι εἶ­ναι δί­πλα μας. Τί με­γά­λο πράγ­μα εἶ­ναι αὐ­τό! Τό σκε­φτή­κα­με; Τό πι­στεύ­ου­με; Σέ κά­θε βῆ­μά μας ἔ­χου­με ἄγ­γε­λο φύ­λα­κα. Δί­πλα στόν κά­θε χρι­στια­νό ἀ­πό τήν ὥ­ρα πού θά βα­πτι­σθεῖ μέ­χρι τήν ὥ­ρα πού θά ξε­ψυ­χή­σει, ἄγ­γε­λος πα­ρα­στέ­κει. Καί ὁ ἄγ­γε­λός μας χαί­ρει, ὅ­ταν ἐ­μεῖς κά­νου­με τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, λυ­πᾶ­ται δέ καί θρη­νεῖ ὅ­ταν ἐ­μεῖς τό πα­ρα­βαί­νου­με. «Χα­ρά γί­νε­ται ἐν οὐ­ρα­νῶ ἐ­πί ἐ­νί ἁ­μαρ­τω­λῶ με­τα­νο­οῦν­τι». (Λουκ. 15,10) Ὅ­ταν ἐ­δῶ πέ­φτει ἕ­να δά­κρυ με­τα­νοί­ας, στόν οὐ­ρα­νό οἱ ἄγ­γε­λοι πα­νη­γυ­ρί­ζουν. Ἔ­λε­γε ὁ Ἅ­γιος Κο­σμᾶς ὁ Αἰ­τω­λός: «Ὅ­πως δέν τολ­μᾶς μπρο­στά σ’ ἕ­να μι­κρό παι­δί νά κά­νεις κά­ποι­α αἰ­σχρή πρά­ξη, ἔ­τσι καί μπρο­στά στόν ἄγ­γε­λό σου νά ζεῖς μί­α ζω­ή ἀ­κη­λί­δω­τη».
Ὁ ἄγ­γε­λος, λοι­πόν, εἶ­ναι τό ἀ­νώ­τε­ρο δη­μι­ούρ­γη­μα τοῦ Θε­οῦ στούς οὐ­ρα­νούς. Ἀλ­λά καί ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­δῶ στή γῆ μπο­ρεῖ νά γί­νει ἐ­πί­γει­ος ἄγ­γε­λος, νά μι­μη­θεῖ τούς ἀγ­γέ­λους, νά γί­νει ἔν­σαρ­κος ἄγ­γε­λος, ὅ­πως ἔ­γι­νε ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Πρό­δρο­μος, ὁ προ­φή­της Ἠ­λί­ας ὁ Θε­σβί­της, ὅ­σιοι καί ἀ­σκη­τές καί πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, ἔγ­γα­μοι καί ἄ­γα­μοι. Στόν κό­σμο τοῦ­το σή­με­ρα ἄλ­λοι ἄν­θρω­ποι ζοῦν ὡς ὑ­λι­κά ὄν­τα καί τε­τρά­πο­δα, ἄλ­λοι ὡς ἄν­θρω­ποι καί ἄλ­λοι ζοῦν ὡς ἄγ­γε­λοι.
Πα­ρα­πά­νω, ὅ­μως, ἀ­πό τούς ἀν­θρώ­πους καί τούς ἀγ­γέ­λους εἶ­ναι ὁ Θε­άν­θρω­πος Χρι­στός. Αὐ­τός πού κυ­βερ­νᾶ τά πάν­τα, πού κα­τέ­χει τά κλει­διά τῆς ζω­ῆς καί τοῦ θα­νά­του. «Εἷς ἅ­γιος, εἷς Κύ­ριος, Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, εἰς δό­ξαν Θε­οῦ Πα­τρός». Σ’ Αὐ­τόν ἁρ­μό­ζει τό εἰ­σα­γω­γι­κό χω­ρί­ο «Τί ἐ­στιν ἄν­θρω­πος». Πό­σο σπου­δαῖ­ο πλά­σμα εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος καί τόν θυ­μᾶ­σαι, Κύ­ρι­ε; Τί εἶ­ναι τό παι­δί, ὁ ἀ­πό­γο­νος τοῦ ἀν­θρώ­που καί τόν προ­σέ­χεις, ἔρ­χε­σαι καί τόν βο­η­θεῖς;
Ἀ­δελ­φοί μου, πολ­λά κυ­ρί­ως ὑ­λι­κά καί ἀν­θρώ­πι­να δη­μι­ουρ­γή­μα­τα θαυ­μά­ζου­με σή­με­ρα καί κά­ποι­α φυ­σι­κά το­πί­α, γιά τά ὁ­ποῖ­α, δυ­στυ­χῶς, θε­ο­ποι­οῦ­με τή φύ­ση καί λέ­με: «τί κά­νει ἡ φύ­ση!», ἀν­τί νά λέ­με: «Τίς Θε­ός μέ­γας ὡς ὁ Θε­ός ἡ­μῶν∙ Σύ εἶ ὁ Θε­ός ὁ ποι­ῶν θαυ­μά­σια μό­νος». Ἀ­γνο­οῦ­με, ὅ­μως, πώς ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος γιά νά σώ­σει τόν ἄν­θρω­πο καί νά τόν ξα­να­βά­λει στόν Πα­ρά­δει­σο ὅ­που ἀ­νή­κει. Ἀ­μήν.ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ 8 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2015 ICXCNIKA Ἀ­ριθ­μὸς 45 Κυ­ρια­κή κγ΄ Ἐ­πι­στο­λῶν Σύ­να­ξις τῶν ἀρ­χι­στρα­τή­γων Μι­χα­ήλ καί Γα­βρι­ήλ 8 Νο­εμ­βρί­ου 2015 (Ἑ­βρ. β΄ 2-10) «Τὶ ἐ­στιν ἄν­θρω­πος ὅ­τι μι­μνή­σκῃ αὐ­τοῦ,ἤ υἱ­ός ἀν­θρώ­που ὅ­τι ἐ­πι­σκέ­πτῃ αὐ­τόν;»

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ 8 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2015

ICXCNIKA
Ἀ­ριθ­μὸς 45
Κυ­ρια­κή κγ΄ Ἐ­πι­στο­λῶν
Σύ­να­ξις τῶν ἀρ­χι­στρα­τή­γων Μι­χα­ήλ καί Γα­βρι­ήλ
8 Νο­εμ­βρί­ου 2015
(Ἑ­βρ. β΄ 2-10)
«Τὶ ἐ­στιν ἄν­θρω­πος ὅ­τι μι­μνή­σκῃ αὐ­τοῦ,ἤ υἱ­ός ἀν­θρώ­που ὅ­τι ἐ­πι­σκέ­πτῃ αὐ­τόν;»
Σή­με­ρα, ἀ­δελ­φοί μου, ἑ­ορ­τά­ζουν ἀ­να­ρίθ­μη­τα ἑ­κα­τομ­μύ­ρια ἄγ­γε­λοι καί ἀρ­χάγ­γε­λοι. Ἡ ἑ­ορ­τή αὐ­τή μᾶς βο­η­θᾶ νά αἰ­σθαν­θοῦ­με τήν ὕ­παρ­ξη τῶν ἀγ­γέ­λων καί νά τούς τι­μή­σου­με ὅ­πως πρέ­πει. Στό πρῶ­το ἄρ­θρο τοῦ «Πι­στεύ­ω» ὁ­μο­λο­γοῦ­με ὅ­τι ὁ Θε­ός εἶ­ναι «ποι­η­τής οὐ­ρα­νοῦ καί γῆς, ὁ­ρα­τῶν τέ πάν­των καί ἀ­ο­ρά­των».
Ὁ Θε­ός ἔ­φτια­ξε τά ὁ­ρα­τά καί τά ἀ­ό­ρα­τα. Ὁ­ρα­τά εἶ­ναι ἐ­κεῖ­να πού βλέ­που­με μέ τά μά­τια μας ἤ μέ τή βο­ή­θεια ὀρ­γά­νων καί δι­α­κρί­νον­ται σέ τρεῖς κα­τη­γο­ρί­ες. Στήν πρώ­τη αὐ­τά πού ὑ­πάρ­χουν, ὅ­πως τά βου­νά, τά λαγ­κά­δια, οἱ πο­τα­μοί, οἱ θά­λασ­σες. Στή δεύ­τε­ρη ἀ­νή­κουν αὐ­τά πού ὑ­πάρ­χουν καί αὐ­ξά­νον­ται. Ρί­χνου­με ἕ­να σπό­ρο στή γῆ καί ἀ­π’ αὐ­τόν φυ­τρώ­νει ὁ­λό­κλη­ρο δέν­τρο. Τά φυ­τά καί τά ζῶ­α ἀ­νή­κουν σ’ αὐ­τήν τήν κα­τη­γο­ρί­α.
Ὑ­πάρ­χει καί ἡ τρί­τη κα­τη­γο­ρί­α, ἡ ἀ­νώ­τε­ρη, στήν ὁ­ποί­α ἀ­νή­κει ὁ ἄν­θρω­πος, πού ἐ­κτός ἀ­πό τήν ὕ­παρ­ξη καί τήν αὔ­ξη­ση ἔ­χει καί τή σκέ­ψη, τό μυα­λό, τήν ψυ­χή, πού τόν ἀ­να­δει­κνύ­ει κο­ρω­νί­δα τῆς θεί­ας δη­μι­ουρ­γί­ας. Ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι δι­πλός, ὁ­ρα­τός καί ἀ­ό­ρα­τος. Ὁ­ρα­τό εἶ­ναι τό σῶ­μά του καί ἀ­ό­ρα­τη ἡ ψυ­χή του. Τό ὁ­ρα­τό τό βλέ­που­με. Τό ἀ­ό­ρα­το εἶ­ναι ἄ­γνω­στο. Βλέ­πεις ἕ­ναν χα­μο­γε­λα­στό ἄν­θρω­πο καί πᾶς νά τοῦ πεῖς κα­λη­μέ­ρα, σέ κοι­τά­ζει ἀ­μή­χα­να καί σοῦ βά­ζει τίς φω­νές. Μυ­στι­κός κό­σμος ἡ ψυ­χή τοῦ κά­θε ἀν­θρώ­που. Τό σῶ­μά μας συγ­γε­νεύ­ει μέ τόν ὑ­πό­λοι­πο ὁ­ρα­τό κό­σμο, τούς ἀγ­γέ­λους. Ὅ­λος ὁ ὑ­λι­κός κό­σμος ἔ­χει μι­κρή ἀ­ξί­α μπρο­στά στήν ἀ­ξί­α μιᾶς ψυ­χῆς. Γι’ αὐ­τό ὁ Χρι­στός μᾶς εἶ­πε: «Τί ὠ­φε­λή­σει ἄν­θρω­πον ἐ­άν κερ­δί­ςῃ τόν κό­σμον ὅ­λον καί ζη­μι­ω­θῇ τήν ψυ­χήν αὐ­τοῦ»;
Ὅ­πως ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἀ­νώ­τε­ρος ἀ­πό τά ζῶ­α καί τά ζῶ­α ἀ­νώ­τε­ρα ἀ­πό τά φυ­τά καί τά φυ­τά ἀ­νώ­τε­ρα ἀ­πό τά βρά­χια, ἔ­τσι ὑ­ψη­λό­τε­ρα δη­μι­ουρ­γή­μα­τα πά­νω ἀ­πό τόν ἄν­θρω­πο εἶ­ναι οἱ ἄγ­γε­λοι. Δέν ἔ­χουν σῶ­μα ὑ­λι­κό οἱ ἄγ­γε­λοι ἀλ­λά λε­πτό­τα­το, αἰ­θέ­ριο, σχε­δόν ἄ­ϋ­λο. Καί λό­γῳ τῆς αἰ­θέ­ριας σύ­στα­σής τους κι­νοῦν­ται τα­χύ­τα­τα. Οἱ ἄγ­γε­λοι δέν εἶ­ναι παν­τα­χοῦ πα­ρόν­τες ὅ­πως εἶ­ναι ὁ Θε­ός ἀλ­λά κι­νοῦν­ται μέ με­γά­λη τα­χύ­τη­τα.  Ἔ­τσι βλέ­πουν τά με­γα­λεῖ­α τοῦ Θε­οῦ, τόν ὑ­μνοῦν καί τόν δο­ξο­λο­γοῦν λέ­γον­τας τό «Ἅ­γιος, Ἅ­γιος, Ἅ­γιος Κύ­ριος Σα­βα­ώθ, πλή­ρης ὁ οὐ­ρα­νός καί ἡ γῆ τῆς δό­ξης σου». (Θ. Λειτ. Ἡσ. 6,3).
Ἐ­κτός ἀ­πό τούς ἀ­κα­τά­παυ­στους ὕ­μνους πρός τό Θε­ό οἱ ἄγ­γε­λοι εἶ­ναι δι­αγ­γε­λεῖς, πού με­τα­φέ­ρουν τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ στούς ἀν­θρώ­πους. Εἶ­ναι, ἐ­πί­σης, φύ­λα­κες τῶν ἀν­θρώ­πων. «Ἄγ­γε­λον εἰ­ρή­νης, πι­στόν ὁ­δη­γόν, φύ­λα­κα τῶν ψυ­χῶν καί τῶν σω­μά­των ἡ­μῶν» ζη­τοῦ­με κά­θε μέ­ρα στή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α. Ἄγ­γε­λοι εἶ­ναι δί­πλα μας. Τί με­γά­λο πράγ­μα εἶ­ναι αὐ­τό! Τό σκε­φτή­κα­με; Τό πι­στεύ­ου­με; Σέ κά­θε βῆ­μά μας ἔ­χου­με ἄγ­γε­λο φύ­λα­κα. Δί­πλα στόν κά­θε χρι­στια­νό ἀ­πό τήν ὥ­ρα πού θά βα­πτι­σθεῖ μέ­χρι τήν ὥ­ρα πού θά ξε­ψυ­χή­σει, ἄγ­γε­λος πα­ρα­στέ­κει. Καί ὁ ἄγ­γε­λός μας χαί­ρει, ὅ­ταν ἐ­μεῖς κά­νου­με τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, λυ­πᾶ­ται δέ καί θρη­νεῖ ὅ­ταν ἐ­μεῖς τό πα­ρα­βαί­νου­με. «Χα­ρά γί­νε­ται ἐν οὐ­ρα­νῶ ἐ­πί ἐ­νί ἁ­μαρ­τω­λῶ με­τα­νο­οῦν­τι». (Λουκ. 15,10) Ὅ­ταν ἐ­δῶ πέ­φτει ἕ­να δά­κρυ με­τα­νοί­ας, στόν οὐ­ρα­νό οἱ ἄγ­γε­λοι πα­νη­γυ­ρί­ζουν. Ἔ­λε­γε ὁ Ἅ­γιος Κο­σμᾶς ὁ Αἰ­τω­λός: «Ὅ­πως δέν τολ­μᾶς μπρο­στά σ’ ἕ­να μι­κρό παι­δί νά κά­νεις κά­ποι­α αἰ­σχρή πρά­ξη, ἔ­τσι καί μπρο­στά στόν ἄγ­γε­λό σου νά ζεῖς μί­α ζω­ή ἀ­κη­λί­δω­τη».
Ὁ ἄγ­γε­λος, λοι­πόν, εἶ­ναι τό ἀ­νώ­τε­ρο δη­μι­ούρ­γη­μα τοῦ Θε­οῦ στούς οὐ­ρα­νούς. Ἀλ­λά καί ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­δῶ στή γῆ μπο­ρεῖ νά γί­νει ἐ­πί­γει­ος ἄγ­γε­λος, νά μι­μη­θεῖ τούς ἀγ­γέ­λους, νά γί­νει ἔν­σαρ­κος ἄγ­γε­λος, ὅ­πως ἔ­γι­νε ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Πρό­δρο­μος, ὁ προ­φή­της Ἠ­λί­ας ὁ Θε­σβί­της, ὅ­σιοι καί ἀ­σκη­τές καί πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, ἔγ­γα­μοι καί ἄ­γα­μοι. Στόν κό­σμο τοῦ­το σή­με­ρα ἄλ­λοι ἄν­θρω­ποι ζοῦν ὡς ὑ­λι­κά ὄν­τα καί τε­τρά­πο­δα, ἄλ­λοι ὡς ἄν­θρω­ποι καί ἄλ­λοι ζοῦν ὡς ἄγ­γε­λοι.
Πα­ρα­πά­νω, ὅ­μως, ἀ­πό τούς ἀν­θρώ­πους καί τούς ἀγ­γέ­λους εἶ­ναι ὁ Θε­άν­θρω­πος Χρι­στός. Αὐ­τός πού κυ­βερ­νᾶ τά πάν­τα, πού κα­τέ­χει τά κλει­διά τῆς ζω­ῆς καί τοῦ θα­νά­του. «Εἷς ἅ­γιος, εἷς Κύ­ριος, Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, εἰς δό­ξαν Θε­οῦ Πα­τρός». Σ’ Αὐ­τόν ἁρ­μό­ζει τό εἰ­σα­γω­γι­κό χω­ρί­ο «Τί ἐ­στιν ἄν­θρω­πος». Πό­σο σπου­δαῖ­ο πλά­σμα εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος καί τόν θυ­μᾶ­σαι, Κύ­ρι­ε; Τί εἶ­ναι τό παι­δί, ὁ ἀ­πό­γο­νος τοῦ ἀν­θρώ­που καί τόν προ­σέ­χεις, ἔρ­χε­σαι καί τόν βο­η­θεῖς;
Ἀ­δελ­φοί μου, πολ­λά κυ­ρί­ως ὑ­λι­κά καί ἀν­θρώ­πι­να δη­μι­ουρ­γή­μα­τα θαυ­μά­ζου­με σή­με­ρα καί κά­ποι­α φυ­σι­κά το­πί­α, γιά τά ὁ­ποῖ­α, δυ­στυ­χῶς, θε­ο­ποι­οῦ­με τή φύ­ση καί λέ­με: «τί κά­νει ἡ φύ­ση!», ἀν­τί νά λέ­με: «Τίς Θε­ός μέ­γας ὡς ὁ Θε­ός ἡ­μῶν∙ Σύ εἶ ὁ Θε­ός ὁ ποι­ῶν θαυ­μά­σια μό­νος». Ἀ­γνο­οῦ­με, ὅ­μως, πώς ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος γιά νά σώ­σει τόν ἄν­θρω­πο καί νά τόν ξα­να­βά­λει στόν Πα­ρά­δει­σο ὅ­που ἀ­νή­κει. Ἀ­μήν.ΠΗΓΗ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ Ι.Μ.ΧΙΟΥ ΨΑΡΩΝ ΚΑΙ ΟΙΝΟΥΣΣΩΝ

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ Ἀ­ριθ­μὸς 44 Κυ­ρια­κή κβ΄ Ἐ­πι­στο­λῶν Τῶν Ἁ­γί­ων Κο­σμᾶ καί Δα­μια­νοῦ τῶν ἀ­ναρ­γύ­ρων 1 Νο­εμ­βρί­ου 2015 (Α΄ Κορ. ιβ΄, 27 – ιγ΄ 7) «Ἡ ἀ­γά­πη πάν­τα στέ­γει… οὐ­δέ­πο­τε ἐκ­πί­πτει» Ὕ­μνος τῆς ἀ­γά­πης, ἀ­δελ­φοί μου, ἔ­χει ὀ­νο­μα­στεῖ τὸ 13ο κε­φά­λαι­ο τῆς Α΄ πρὸς Κο­ριν­θί­ους ἐ­πι­στο­λῆς τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι ἡ πε­ρι­κο­πὴ ποὺ ἀ­κού­σα­με σή­με­ρα, ἑ­ορ­τὴ τῶν Ἁ­γί­ων Ἀ­ναρ­γύ­ρων. Θε­ω­ρεῖ­ται, ὄ­χι ἄ­δι­κα, ὡς μί­α ἀ­πὸ τὶς ὡ­ραι­ό­τε­ρες σε­λί­δες στὴν παγ­κό­σμια φι­λο­λο­γί­α καὶ ὡς τὸ ἰ­σχυ­ρό­τε­ρο κομ­μά­τι ἀ­π’ ὅ­σα ἔ­γρα­ψε ὁ Ἀ­πό­στο­λος.

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
Ἀ­ριθ­μὸς 44
Κυ­ρια­κή κβ΄ Ἐ­πι­στο­λῶν
Τῶν Ἁ­γί­ων Κο­σμᾶ καί Δα­μια­νοῦ τῶν ἀ­ναρ­γύ­ρων
1 Νο­εμ­βρί­ου 2015
(Α΄ Κορ. ιβ΄, 27 – ιγ΄ 7)

«Ἡ ἀ­γά­πη πάν­τα στέ­γει… οὐ­δέ­πο­τε ἐκ­πί­πτει»

Ὕ­μνος τῆς ἀ­γά­πης, ἀ­δελ­φοί μου, ἔ­χει ὀ­νο­μα­στεῖ τὸ 13ο κε­φά­λαι­ο τῆς Α΄ πρὸς Κο­ριν­θί­ους ἐ­πι­στο­λῆς τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι ἡ πε­ρι­κο­πὴ ποὺ ἀ­κού­σα­με σή­με­ρα, ἑ­ορ­τὴ τῶν Ἁ­γί­ων Ἀ­ναρ­γύ­ρων. Θε­ω­ρεῖ­ται, ὄ­χι ἄ­δι­κα, ὡς μί­α ἀ­πὸ τὶς ὡ­ραι­ό­τε­ρες σε­λί­δες στὴν παγ­κό­σμια φι­λο­λο­γί­α καὶ ὡς τὸ ἰ­σχυ­ρό­τε­ρο κομ­μά­τι ἀ­π’ ὅ­σα ἔ­γρα­ψε ὁ Ἀ­πό­στο­λος.

Ἡ ἀ­γά­πη σκε­πά­ζει ὅ­λες τὶς ἐλ­λεί­ψεις τοῦ πλη­σί­ον καὶ δὲν τὸν δι­α­πομ­πεύ­ει γι’ αὐ­τές. Αὐ­τὸς ποὺ ἀ­γα­πᾶ, συμ­βου­λεύ­ει καὶ ὑ­πο­δει­κνύ­ει στὸν ἀ­δελ­φό του τὰ σφάλ­μα­τά του ἀλ­λὰ πο­τέ δὲν τὰ δη­μο­σι­εύ­ει γιὰ νὰ τὸν ντρο­πια­σει μπρο­στα σὲ ἄλ­λους. Ἐ­νῶ ὑ­πάρ­χουν πε­ρι­πτώ­σεις ποὺ ὁ πι­στὸς πρέ­πει νὰ δι­εκ­δι­κεῖ τὰ δι­και­ώ­μα­τά του – γιὰ νὰ μὴν τὸν θε­ω­ροῦν καὶ βλά­κα ποὺ ὁ κα­θέ­νας μπο­ρεῖ νὰ τὸν κα­τα­φρο­νεῖ – ὑ­πάρ­χουν ἄλ­λες πε­ρι­πτώ­σεις ποὺ πρέ­πει νὰ θυ­σιά­ζει τὰ δι­και­ώ­μα­τά του.

Ἕ­νας νέ­ος παν­τρεύ­τη­κε, ἔ­βα­λε στε­φά­νι, ἔ­γι­νε πα­τέ­ρας. Δὲν μπο­ρεῖ νὰ ζεῖ ὅ­πως πρῶ­τα. Ὅ­σο ἦ­ταν ἐ­λεύ­θε­ρος νοι­α­ζό­ταν μό­νο γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του. Τώ­ρα θὰ θυ­σιά­σει τὰ προ­σω­πι­κά του. Τώ­ρα ἔ­χει γυ­ναῖ­κα, πρέ­πει νὰ νοι­ά­ζε­ται γι’ αὐ­τήν, γιὰ τὸ σπί­τι, γιὰ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά του. Δὲν μπο­ρεῖ νὰ ξο­δεύ­ει τὰ χρή­μα­τα μό­νο γιά τὸν ἑ­αυ­τό του. Θὰ πε­ρι­ο­ρί­σει τὶς ἀ­παι­τή­σεις του γιὰ τοὺς δι­κούς του.

Τὸ ἴ­διο ἰ­σχύ­ει γιὰ μί­α κο­πέλ­λα ποὺ παν­τρεύ­τη­κε κι ἔ­γι­νε μά­να. Δὲν μπο­ρεῖ νὰ ζεῖ ὅ­πως πρῶ­τα. Τώ­ρα ἔ­χει ἄν­τρα καὶ παι­διά. Θὰ θυ­σιά­σει τὸ δι­καί­ω­μα τῆς ἀ­να­ψυ­χῆς, ἀ­κό­μα καὶ τοῦ ὕ­πνου καὶ θὰ κα­θί­σει στὸ προ­σκέ­φα­λο τοῦ παι­διοῦ της. Τὸ ἔρ­γο τῆς μά­νας εἶ­ναι ἀ­νώ­τε­ρο ἀ­πὸ κά­θε ἄλ­λο. Ἡ ζω­ὴ εἶ­ναι θυ­σί­α.

Ὁ πα­τέ­ρας καὶ ἡ μά­να κα­λοῦν­ται νὰ κά­νουν θυ­σί­ες. Καὶ ἐ­πει­δὴ ἀ­γα­ποῦν τὰ παι­διά τους, μπρο­στὰ σὲ ἄλ­λους δι­και­ο­λο­γοῦν τὶς πρά­ξεις τους, τὰ προ­στα­τεύ­ουν. Ἀλ­λὰ ἐ­ὰν ὑ­πάρ­χει κά­ποι­ος ποὺ ἡ ζω­ὴ του εἶ­ναι ταυ­τι­σμέ­νη μὲ τὴ θυ­σί­α, αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ ἱ­ε­ρέ­ας. Σὰν τὴ μά­να καὶ σὰν τὸν πα­τέ­ρα πρέ­πει νὰ εἶ­ναι μέ­σα στὴν ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ. Βε­βαί­ως καὶ θὰ κη­ρύ­ξει δη­μό­σια ἤ θὰ μι­λή­σει, θὰ συμ­βου­λεύ­σει τοὺς ἐ­νο­ρί­τες του ἰ­δι­ω­τι­κά. Πο­τέ ὅ­μως δὲν θὰ δη­μο­σι­ο­ποι­ή­σει τὶς συ­ζη­τή­σεις αὐ­τές, δὲν θὰ ζη­τή­σει δι­και­ώ­μα­τα. Τὰ δά­κρυ­α τῆς μά­νας, οἱ κό­ποι τοῦ πα­τέ­ρα, οἱ ἱ­δρῶ­τες τοῦ ἱ­ε­ρέ­α δὲν πλη­ρώ­νον­ται. Ἄλ­λη εἶ­ναι ἡ δι­κή του ἀ­μοι­βή, ἡ ἱ­κα­νο­ποί­η­ση τῆς συ­νεί­δη­σης. Σ’ ἕ­να χω­ριό ὑ­πῆρ­χε ἕ­νας πάμ­πτω­χος δά­σκα­λος. «Τί κα­τά­λα­βες στὴ ζω­ή;» τὸν ρώ­τη­σε κά­ποι­ος. «Ἔ­χω τὴ χα­ρὰ ὅ­τι ἐκ­παί­δευ­σα ὅ­λο τὸ χω­ριό». Ἠ­θι­κὴ ἀ­μοι­βή.

Ὅ­λα τὰ σκε­πά­ζει ἡ ἀ­γά­πη, ἡ ἀ­λη­θι­νὴ ἀ­γά­πη, ποὺ δὲν ζη­τᾶ ἀν­ταλ­λάγ­μα­τα. Ἡ ἀ­γά­πη ποὺ εἶ­χε στὴν καρ­διά του ὁ Ἅ­γιος Δι­ο­νύ­σιος, ὁ ὁ­ποῖ­ος συγ­χώ­ρη­σε τὸ φο­νιὰ τοῦ ἀ­δελ­φοῦ του, τὸν ἔ­κρυ­ψε γιὰ νὰ τὸν προ­στα­τέ­ψει ἀ­πὸ τὸν ὄ­χλο,τὸν προ­μή­θευ­σε μὲ τρό­φι­μα καὶ νε­ρὸ καὶ τὸν ἔ­στει­λε μα­κριὰ ἀ­πὸ τὴν πε­ρι­ο­χὴ ἐ­κεί­νη γιὰ νὰ τὸν γλυ­τώ­σει.

Ἡ ἀ­γά­πη οὐ­δέ­πο­τε ἐκ­πί­πτει. «Οὐ­δέ­πο­τε παύ­ε­ται», λέ­γει ὁ Θε­ό­φρα­στος. Εἶ­ναι λου­λού­δι τοῦ ὁ­ποί­ου τὰ πέ­τα­λα δὲν πέ­φτουν πο­τέ. Ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ πα­ρα­μέ­νει καὶ με­τὰ τὸ θά­να­τό μας. Τὰ αἰ­ώ­νια ἀ­γα­θὰ εἶ­ναι ἀ­νε­ξάν­τλη­τα καὶ δὲν μοιά­ζουν μὲ ἕ­να πουγ­κὶ χρυ­σᾶ νο­μί­σμα­τα ποὺ τὰ παίρ­νου­με μί­α φο­ρά καὶ ἐ­ξαν­τλοῦν­ται. Χω­ρὶς τέ­λος καὶ πάν­το­τε ὁ σω­σμέ­νος χρι­στια­νὸς θὰ βρί­σκε­ται σὲ ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μὲ τὸ Θε­ό. «Τώ­ρα, στὴν πα­ροῦ­σα ζω­ὴ μέ­νουν ἡ πί­στη, ἡ ἐλ­πί­δα καὶ ἡ ἀ­γά­πη, αὐ­τὰ τὰ τρί­α. Με­γα­λύ­τε­ρη δὲ ἀ­πὸ αὐ­τὰ εἶ­ναι ἡ ἀ­γά­πη», μᾶς λέ­γει ὁ Θεῖ­ος Παῦ­λος κλεί­νον­τας τὸ κε­φά­λαι­ο. «Τῆς συν­τε­λεί­ας ἐλ­θού­σης ἡ μὲν πί­στις καὶ ἡ ἐλ­πὶς παυ­θή­σον­ται… ἡ δὲ ἀ­γά­πη μέ­νει, κρα­ται­ο­τέ­ρα γι­νο­μέ­νη καὶ σφο­δρο­τέ­ρα», σύμ­φω­να μὲ τὴν ἑρ­μη­νεί­α τοῦ Ζι­γα­βη­νοῦ. Ἡ πί­στη φεύ­γει ὅ­ταν μὲ τὰ μά­τια μας θὰ δοῦ­με τὸ Θε­ό. Θὰ γί­νει αὐ­το­ψί­α καὶ δὲν θὰ χρει­ά­ζε­ται πλέ­ον ἡ πί­στη. Ἡ ἐλ­πί­δα θὰ πε­ρά­σει ἀ­φοῦ θὰ μᾶς δο­θοῦν ἐ­κεῖ­να στὰ ὁ­ποῖ­α τώ­ρα ἐλ­πί­ζο­με. Ἡ ἀ­γά­πη ὅ­μως θὰ πα­ρα­μέ­νει καὶ θὰ αὐ­ξά­νε­ται σὲ τέ­λει­ο βαθ­μό. Ἐ­κεῖ­νοι ποὺ ἡ καρ­διά τους εἶ­ναι γε­μά­τη ἀ­πὸ ἀ­γά­πη, προ­σεγ­γί­ζουν πρὸς τὴν τε­λει­ό­τη­τα. Ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι ἀ­γά­πη. Καὶ ἐ­κεῖ ὅ­που ὁ Θε­ὸς πρό­κει­ται νὰ φα­νεῖ «κα­θώς ἐ­στι», πρό­σω­πον πρὸς πρό­σω­πον, πα­ρα­μέ­νει σὲ ὕ­ψι­στο βαθ­μὸ ἡ ἀ­γά­πη.

Ἀ­δελ­φοί μου, ὅ­ταν ἀ­γα­πᾶ­με εἰ­λι­κρι­νά, θὰ προ­στα­τεύ­ου­με τοὺς συ­ναν­θρώ­πους μας καὶ πάν­τα, μὲ τὴ βο­ή­θεια τοῦ Θε­οῦ θὰ ἀρ­χί­σου­με νὰ ἀ­πο­λαμ­βά­νου­με τὶς δω­ρε­ὲς τοῦ Πα­ρα­δεί­σου ἀ­πὸ τὴν πα­ροῦ­σα ζω­ή. Ἀ­μήν.

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Χίου